Επισημάνσεις σχετικά με τη ρύθμιση για την αναπροσαρμογή ασφαλίστρων σε ισόβια προγράμματα υγείας αναφέρει στην έκθεσή της επί του νομοσχεδίου “Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας” η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής:
Ειδικότερα όπως αναφέρεται:
35. Επί του άρθρου 268
Σύµφωνα µε την προτεινόµενη ρύθµιση,
«1. Συµβατικές ρήτρες αναπροσαρµογής ασφαλίστρων σε µακροχρόνιες συµβάσεις ασφάλισης υγείας µπορούν να εξαρτούν την αναπροσαρµογή από αντικειµενικούς παράγοντες, που στηρίζονται στην αρχή της καταλληλότητας, ήτοι σε πραγµατικά και επίκαιρα δεδοµένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως ιδίως η ηλικία του ασφαλισµένου και δείκτες, που είναι σαφείς, αντικειµενικοί, ευρέως προσβάσιµοι και επαληθεύσιµοι από τα συµβαλλόµενα µέρη, οι οποίοι διαµορφώνουν την τελική τιµή του ασφαλίστρου ανά έτος αναφοράς. Η συµµόρφωση των προαναφερόµενων ρητρών µε την αρχή της διαφάνειας και ιδίως µε τις παρ.1, 6 και 7 περ. ε) και ια) του άρθρου 2 πληρούται µε µόνο τον προσδιορισµό των παραγόντων και δεικτών, από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρµογή των ασφαλίστρων, στη σύµβαση ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων µπορεί να καθορίζονται οι κρίσιµοι δείκτες ή παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρµογή.
2. Σε περίπτωση που η αναπροσαρµογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1, οι ασφαλιστικές εταιρίες οφείλουν να ενηµερώνουν τους λήπτες της ασφάλισης για το ύψος της αναπροσαρµογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1.
Η ενηµέρωση γίνεται από την ασφαλιστική εταιρία εντός προθεσµίας εξήντα (60) τουλάχιστον ηµερολογιακών ηµερών πριν από κάθε επερχόµενη αναπροσαρµογή».
Όπως αναφέρεται σχετικά στον πίνακα που φέρει τον τίτλο «Σύνοψη στόχων κάθε άρθρου» και αποτελεί µέρος της «Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθµισης» (σελ. 632-633), «[ε]ξειδικεύεται, µε την πρόβλεψη ενδεικτικών κριτηρίων, η αρχή της διαφάνειας προς όφελος των ληπτών της ασφάλισης και των ασφαλισµένων.
Με άλλα λόγια, η ρύθµιση παρέχει προστασία στους λήπτες της ασφάλισης µε την ιδιότητά τους ως καταναλωτών, επειδή προβλέπει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κριτηρίων στις ρήτρες αναπροσαρµογής προς αποφυγή αδιαφάνειας (…)
Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη εξασφαλίζει µακροπρόθεσµα τη βιωσιµότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς όφελος των ασφαλισµένων, καθώς µε τα ενδεικτικά κριτήρια αναπροσαρµογής ρυθµίζεται η αναπροσαρµογή των ασφαλίστρων βάσει αρχών, όπως η διαφάνεια και η καταλληλότητα. Περαιτέρω, αποφεύγονται περιπτώσεις οι οποίες θα οδηγούσαν σε ακυρότητα αυτών των ρητρών και ως εκ τούτου αδυναµία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να προβαίνουν σε αναπροσαρµογή των ασφαλίστρων εις βάρος της κεφαλαιακής τους επάρκειας εν τέλει».
Παρατηρείται, καταρχάς, ότι η νοµοτεχνική ένταξη της ανωτέρω ρύθµισης, ως αυτοτελούς άρθρου υπό τον τίτλο «Γενικοί Όροι Συναλλαγών – Καταχρηστικοί Γενικοί Όροι», στον ν. 2251/1994, όπως έχει κωδικοποιηθεί µε την υπ’ αριθ. 5338/2018 υπουργική απόφαση (B΄ 40), δεν παρίσταται δόκιµη, αφενός, διότι αφορά συγκεκριµένη κατηγορία συµβάσεων (ασφάλισης υγείας), και όχι κάθε σύµβαση στην οποία ένας εκ των συµβαλλοµένων είναι καταναλωτής, και, αφετέρου, διότι από τη διατύπωσή της προκύπτει ότι καταλαµβάνει γενικά λήπτες της ασφάλισης, και όχι µόνο καταναλωτές.
Πέραν αυτού, επισηµαίνονται τα ακόλουθα:
α) Σύµφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, «[γ]ενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσµα τη σηµαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωµατωµένου σε σύµβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύµβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύµβασης ή άλλης σύµβασης από την οποία αυτή εξαρτάται».
Περαιτέρω µε την παράγραφο 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως όροι που, µεταξύ άλλων, «…ε) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το δικαίωµα µονοµερούς τροποποίησης ή λύσης της σύµβασης χωρίς ορισµένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύµβαση. […] ι) επιτρέπουν στον προµηθευτή να µην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του, χωρίς σπουδαίο λόγο,
ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίµηµα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισµό του µε κριτήρια ειδικά καθορισµένα στη σύµβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (…)».
Οι περιπτώσεις αυτές, γίνεται δεκτό ότι θεσπίζουν τεκµήριο ότι οι αδιαφανείς ρήτρες είναι καταχρηστικές, δεδοµένου ότι δεν επιτρέπουν στον καταναλωτή σαφή πρόβλεψη για τα ουσιώδη ή έστω για κρίσιµα στοιχεία της σύµβασης (Βλ., αντί άλλων, Γ. Δέλλιο, σε Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, επιµ. Ελ. Αλεξανδρίδου), 3η έκδοση, 2018, αρ. 30 επ. Επίσης ΟλΑΠ 15/2007, η οποία κάνει λόγο για την αρχή της διαφάνειας ως γενικής καθοδηγητικής αρχής, ΑΠ 652/2010).
Εξ άλλου, µε τις ανωτέρω ρυθµίσεις του ν. 2251/1994 ενσωµατώθηκε στην ελληνική έννοµη τάξη η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά µε τις καταχρηστικές ρήτρες των συµβάσεων που συνάπτονται µε καταναλωτές (EE L 95 της 21ης.4.1993, σ. 29–34), όπως ισχύει.
Το άρθρο 3 της Οδηγίας ορίζει πότε µια ρήτρα είναι καταχρηστική, ενώ στην Οδηγία έχει τεθεί Παράρτηµα µε κατάλογο ρητρών, οι οποίες δύνανται να κηρυχθούν καταχρηστικές. Μεταξύ αυτών η περίπτωση ι) σύµφωνα µε την οποία είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές οι ρήτρες που « (…) επιτρέπουν στον επαγγελµατία να τροποποιεί µονοµερώς τους όρους της σύµβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύµβαση».
Όπως αναφέρεται στο προοίµιο της Οδηγίας, «ο κατάλογος των ρητρών που περιέχεται στο παράρτηµα είναι, κατ’ ανάγκην, ενδεικτικός και εποµένως, δεκτικός προσθηκών, ή αυστηρότερης διατύπωσης ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρµογής αυτών των ρητρών, από τα κράτη µέλη στα πλαίσια της νοµοθεσίας τους». Στην ανωτέρω Οδηγία βρίσκει έρεισµα και η αρχή της διαφάνειας των προδιατυπωµένων συµβατικών όρων που δεν αποτέλεσαν αντικείµενο ατοµικής διαπραγµάτευσης. Σύµφωνα µε το άρθρο 5 εδ. α΄ και β΄ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, «[σ]την περίπτωση συµβάσεων των οποίων όλες ή µερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε µε σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αµφιβολίας για την έννοια µιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερµηνεία».
Η ρύθµιση αυτή εισάγει τεκµήριο µη δεσµευτικότητας των αδιαφανών συµβατικών όρων υπέρ του καταναλωτή. Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της διαφάνειας αποτελεί η περίπτωση ι΄ του Παραρτήµατος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, το οποίο χαρακτηρίζει ως δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές, ρήτρες που επιτρέπουν στον προµηθευτή να τροποποιεί µονοµερώς τους όρους της σύµβασης, χωρίς σοβαρό λόγο, ο οποίος να προβλέπεται στη σύµβαση. Η αρχή της διαφάνειας δεν αναφέρεται µόνο στην τιµή και την παροχή, αλλά καταλαµβάνει την εν γένει θέση του καταναλωτή και περιλαµβάνει την αρχή της «προβλεψιµότητας» των όρων της σύµβασης.
Υπό το φως των ανωτέρω ρυθµίσεων, επισηµαίνεται πάγια νοµολογία, µετά την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου 1030/2001, κατόπιν συλλογικής αγωγής, σύµφωνα µε την οποία «[σ]ε περίπτωση επιφυλαχθέντος στον προµηθευτή, όπως είναι ο ασφαλιστής, δικαιώµατος αναπροσδιορισµού των ασφαλίστρων πρέπει να αναφέρονται κατά τρόπο ορισµένο όσο είναι δυνατό οι προϋποθέσεις αυτού και το δεδοµένο πλαίσιο διαµορφώσεως. Από τις αρχές της καλής πίστεως επιτάσσεται ότι συγκεκριµένος Γ.Ο.Σ. πρέπει να προσφέρει στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονοµικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαµβάνει στο βαθµό που από τις περιστάσεις προκύπτει ότι κάτι τέτοιο µπορεί να αξιωθεί.
Ο προµηθευτής ενεργεί κατά τρόπο καταχρηστικό, αν δεν συµµορφώνεται προς τις επιταγές αυτές. Τέτοια χαρακτηριστικά έχει ο Γ.Ο.Σ. εκείνος που επιτρέπει στον ασφαλιστή ως προµηθευτή να προβεί αυτός µονοµερώς σε µεταβολή των ασφαλίστρων σε οποιαδήποτε ηµεροµηνία ανανέωσης της συµβάσεως ασφαλίσεως.
Σε µια τέτοια περίπτωση ο αντισυµβαλλόµενος-καταναλωτής παραδίδεται στην κρίση του προµηθευτή για την ορθότητα και αναγκαιότητα της αναπροσαρµογής χωρίς αυτός να µπορεί να προβλέψει κάτω από ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις. Ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου όρου δεν αίρεται από την παρεχόµενη στον καταναλωτή δυνατότητα να καταγγείλει τη σύµβαση µέσα σε ορισµένη προθεσµία. Τέτοια δυνατότητα δεν µεταβάλλει σε τίποτε την αβεβαιότητα ενδεχοµένων µελλοντικών επιβαρύνσεων του καταναλωτή». Αντίστοιχα, ΕφΑθ 1407/2002, 4788/2008.
Υπό το φως των ανωτέρω, εκφράζεται ο ακόλουθος προβληµατισµός επί της παραγράφου 1 της προτεινόµενης ρύθµισης: Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 ορίζουν ότι «[η] συµµόρφωση των προαναφερόµενων ρητρών µε την αρχή της διαφάνειας και ιδίως µε τις παρ. 1, 6 και 7 περ. ε) και ια) του άρθρου 2 πληρούται µε µόνο τον προσδιορισµό των παραγόντων και δεικτών, από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρµογή των ασφαλίστρων, στη σύµβαση ασφάλισης.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων µπορεί να καθορίζονται οι κρίσιµοι δείκτες ή παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρµογή». Η απαρίθµηση αντικειµενικών παραγόντων από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρµογή ασφαλίστρων σε µακροχρόνιες συµβάσεις ασφάλισης υγείας, που στηρίζονται στην αρχή της καταλληλότητας, ήτοι σε πραγµατικά και επίκαιρα δεδοµένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως ιδίως η ηλικία του ασφαλισµένου και δείκτες που είναι σαφείς, αντικειµενικοί, ευρέως προσβάσιµοι και επαληθεύσιµοι από τα συµβαλλόµενα µέρη, οι οποίοι διαµορφώνουν την τελική τιµή του ασφαλίστρου ανά έτος αναφοράς, για να ανταποκρίνεται αυτό στις απαιτήσεις της υπερεθνικού χαρακτήρα αρχής της διαφάνειας των συµβατικών όρων, κατά την έννοια που αναλύθηκε ανωτέρω, προϋποθέτει και αναφορά στη βαρύτητα (ποσοστό) καθενός από τα κριτήρια αυτά.
Διαφορετικά, καταλείπεται η δυνατότητα διαµόρφωσης των ποσοστών αυτών κατά περίπτωση, και εκ των υστέρων (µετά τη σύναψη της σύµβασης), µονοµερώς από τις ασφαλιστικές εταιρίες, η οποία ισοδυναµεί µε εν µέρει µονοµερή τροποποίηση ουσιώδους όρους της ασφαλιστικής σύµβασης, δηλαδή του ασφαλίστρου, χωρίς σοβαρό λόγο που να προβλέπεται στη σύµβαση (Περίπτωση ι΄ του Παραρτήµα27 τος καταχρηστικών ρητρών της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ) και, ενδεχοµένως, κατά τρόπο αδιαφανή, υπό την έννοια ότι ο ασφαλισµένος δεν θα µπορεί ούτε να προβλέψει υπό ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις και, πιθανώς, ούτε να ελέγξει τις επιβαρύνσεις αυτές.
Η ως άνω καταλειπόµενη προς τον προµηθευτή (την ασφαλιστική εταιρεία) ευχέρεια δηµιουργεί αβεβαιότητα στον καταναλωτή, που είναι το κατά τεκµήριο ασθενέστερο συναλλακτικά µέρος στην ως άνω σύµβαση προσχώρησης, ως προς τις µελλοντικές οικονοµικές επιβαρύνσεις του, αλλά και ως προς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωµάτων του που απορρέουν από µια τόσο σηµαντική σύµβαση, όπως αυτή της µακροχρόνιας ασφάλισης υγείας.
Ο ενδεχόµενος καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου όρου, όπως προαναφέρθηκε, σύµφωνα µε τη νοµολογία (αντί άλλων, ΑΠ 1030/2001), δεν αίρεται από την παρεχόµενη, µε την προτεινόµενη ρύθµιση, στον καταναλωτή, δυνατότητα να καταγγείλει τη σύµβαση εντός ορισµένης προθεσµίας. Συνεπώς, οι ανωτέρω προτεινόµενες ρυθµίσεις δεν συνάδουν ούτε µε την αρχή της διαφάνειας ούτε µε τις αναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΕ και συγκεκριµένα, η παράθεση κριτηρίων και δεικτών αναπροσαρµογής των ασφαλίστρων, χωρίς εξειδίκευση και προσδιορισµό της βαρύτητάς τους στην ίδια την ασφαλιστική σύµβαση, κατά τρόπο που να επιτρέπει στον καταναλωτή να υπολογίσει, έστω κατά προσέγγιση, το εύρος των οικονοµικών δεσµεύσεων που αναλαµβάνει, αλλά και να ελέγξει την εφαρµογή των αναπροσαρµογών αυτών. Ζήτηµα το οποίο δεν θεραπεύεται από τον νοµοθετικό χαρακτηρισµό τους είτε ως επαρκών για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων είτε ως µη καταχρηστικών.
β) Επί των παραγράφων 2 και 3 της προτεινόµενης ρύθµισης: Οι ως άνω διατάξεις ορίζουν ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η αναπροσαρµογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών της παραγράφου 1 ή είναι ασαφής ή ελλιπής, και δεν πληροί τις αρχές της διαφάνειας και της καταλληλότητας, παρέχεται η δυνατότητα, κατόπιν σχετικής ενηµέρωσης του λήπτη της ασφάλισης από την ασφαλιστική εταιρεία, και εφόσον αυτός δεν συµφωνεί µε την εκ του νόµου αναπροσαρµογή της παρ. 1 του παρόντος, να καταγγείλει τη σύµβαση εντός της προβλεπόµενης προθεσµίας.
Εν προκειµένω σηµειώνεται ότι αν η ρήτρα για την αναπροσαρµογή των ασφαλίστρων στις ασφαλιστικές συµβάσεις µακροχρόνιας ασφάλισης υγείας είναι ασαφής ή ελλιπής, ή δεν πληροί την αρχή της διαφάνειας, ή εισάγεται στη σχετική σύµβαση προσχώρησης κατά τρόπο που δεν είναι σαφής και κατανοητός, συνιστά εµπορική πρακτική η οποία αντίκειται στα εξής άρθρα της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ: i) Στο άρθρο 4 παρ. 2, το οποίο ορίζει ότι «[η] εκτίµηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισµό του κυρίου αντικειµένου της σύµβασης ούτε το ανάλογο ή µη µεταξύ της τιµής και της αµοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγµα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωµένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». ii) Στο άρθρο 5, σύµφωνα µε το οποίο, «[σ]την περίπτωση συµβάσεων των οποίων όλες ή µερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε µε σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αµφιβολίας για την έννοια µιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερµηνεία». iii) Στην περίπτωση ι΄ του Παραρτήµατος της Οδηγίας αναφορικά µε την απαγόρευση µονοµερούς τροποποίησης όρων της σύµβασης, χωρίς σοβαρό λόγο, ο οποίος να αναφέρεται σε αυτή.
Ο τυχόν παράνοµος ως αντίθετος στις ανωτέρω ρυθµίσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαρακτήρας της πρακτικής προµηθευτή (εν προκειµένω ασφαλιστικής εταιρείας) δεν αίρεται εκ της προγενέστερης ενηµέρωσης του καταναλωτή και της παροχής σε αυτόν δικαιώµατος καταγγελίας, αλλά, αντίθετα, έχει ως συνέπεια, κατ’ εφαρµογή των ανωτέρω, τη µη δέσµευση του καταναλωτή από τον σχετικό καταχρηστικό όρο, και πάντως, εν αµφιβολία, την ερµηνεία του ασαφούς ή ελλιπούς όρου υπέρ των συµφερόντων του καταναλωτή. Εποµένως, από τον προστατευτικό σκοπό, τόσο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όσο και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, συνάγεται ότι από την ακυρότητα του καταχρηστικού όρου µπορεί να γεννηθεί σχετική ακυρότητα υπέρ του καταναλωτή, ο οποίος, συνήθως, έχει συµφέρον στη διατήρηση της µακροχρόνιας ασφαλιστικής σύµβασης υγείας, χωρίς τον άκυρο, ως καταχρηστικό, όρο.
Επιπροσθέτως, µε τη διατύπωση της προτεινόµενης ρύθµισης, δεν αποκλείεται το ενδεχόµενο επίκλησης ασαφειών, για τις οποίες δεν θα ευθύνεται ο καταναλωτής, δεδοµένου ότι πρόκειται για συµβάσεις προσχώρησης, µε συνέπεια ο λήπτης της ασφάλειας να οδηγείται στο δίληµµα, είτε να αποδέχεται την προτεινόµενη αναπροσαρµογή, µε τα ζητήµατα που προαναφέρθηκαν ως προς την έλλειψη βαρύτητας των κριτηρίων, είτε να αναγκάζεται να προβαίνει σε καταγγελία της σύµβασης.
γ) Περαιτέρω, η παράγραφος 4 της προτεινόµενης ρύθµισης ορίζει ότι οι ρυθµίσεις των παρ. 2 και 3 καταλαµβάνουν και υφιστάµενες συµβάσεις µακροχρόνιας ασφάλισης υγείας. Η ρύθµιση αυτή εισάγεται ως νοµοθετική παρέµβαση σε µακροχρόνιες συµβάσης ασφάλισης υγείας, προς την κατεύθυνση της παροχής στον ένα συµβαλλόµενο στη σύµβαση προσχώρησης (δηλαδή στην ασφαλιστική εταιρεία) της δυνατότητας αναπροσαρµογής πέραν των ορίων και των αντικειµενικών κριτηρίων και δεικτών της παρ. 1, µε
υποχρέωση ενηµέρωσης σχετικά των καταναλωτών εντός προθεσµίας 60 η 29 µερολογιακών ηµερών πριν από κάθε επερχόµενη αναπροσαρµογή, προκειµένου, αν δεν συµφωνούν, να καταγγείλουν τη σύµβαση.
Επί της ρύθµισης αυτής διατυπώνονται οι εξής προβληµατισµοί: αα) Παρέχει τη δυνατότητα µονοµερούς τροποποίησης και, ειδικότερα, µονοµερούς αναπροσαρµογής του ουσιώδους όρου της ασφαλιστικής σύµβασης που είναι τα ασφάλιστρα, χωρίς σοβαρό λόγο προβλεπόµενο στη σύµβαση, άρα, κατά τρόπο που δεν συνάδει µε την αρχή της διαφάνειας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην περίπτωση ι΄ Παραρτήµατος καταχρηστικών ρητρών της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ).
ββ) Συνιστά, ως αναδροµική διαπλαστική παρέµβαση σε ισχύουσα συµβατική σχέση, απόκλιση από την αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας και της ελευθερίας των συµβάσεων, έκφανση της οποίας συνιστά η αρχή pacta sunt servanda (οι συµφωνίες πρέπει να τηρούνται, ΑΚ 361), η οποία βρίσκει έρεισµα και στο δικαίωµα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των συµβαλλοµένων (άρθρο 5 παρ. 1, Βλ. Μιχ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, ε΄ έκδοση, παρ. 13 αρ. 6 επ., 55 επ.). Η αρχή αυτή δύναται να καµφθεί µε την επίκληση ειδικών λόγων βασιζόµενων στην καλή πίστη και τις ειδικές περιστάσεις, µε όριο την κατάχρηση δικαιώµατος (ΑΚ 281), όπως είναι οι συνθήκες ανωτέρας βίας. Η «νοµοθετική παρέµβαση στην εξέλιξη ήδη συνεστηµένης συµβατικής σχέσης συνιστά εξαιρετικό µέτρο και δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος (…)» (ΟλΣτΕ 1909/2001). Επίσης ΟλΑΠ 4/1998, σύµφωνα µε την οποία, είναι «ανεπίτρεπτη η µεταγενέστερη επέµβαση του νοµοθέτη, εκτός αν τούτο επιβάλλεται για την προστασία των δικαιωµάτων των άλλων ή από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος» (ΟλΑΠ 33/2002, ΑΠ 808/2010, 1256/2012).
γγ) Στην πράξη, στον καταναλωτή, που δεν δύναται να ανταποκριθεί σε αναπροσαρµογή ασφαλίστρων πέραν των ορίων της παρ. 1 της προτεινόµενης ρύθµισης, ουσιαστικά δεν καταλείπεται επιλογή άλλη από την καταγγελία της σύµβασης µακροχρόνιας ασφάλισης υγείας. Η καταγγελία αυτή είναι πιθανόν να συνεπάγεται σοβαρή περιουσιακή ζηµία για τον ασφαλισµένο, λόγω της απόσβεσης του ενοχικού δικαιώµατός του ως προς την ασφαλιστική παροχή, κατόπιν της άσκησης του δικαιώµατος καταγγελίας στο οποίο κατευθύνεται εξαιτίας της ενδεχοµένως αδιαφανούς και καταχρηστικής αναπροσαρµογής του ασφαλίστρου, ιδίως αν ο λήπτης της ασφάλισης αδυνατεί να συνάψει νέα σύµβαση παρεµφερούς περιεχοµένου µε άλλη ασφαλιστική εταιρία, ή αν η σύµβαση ήδη εκτελείται επί πολλά έτη, ή αν ο ασφαλισµένος βρίσκεται σε ηλικία τέτοια, ώστε να µην του παρέχεται πλέον από ασφαλιστική εταιρεία η δυνατότητα να συνάψει νέα µακροχρόνια σύµβαση ασφάλισης υγείας.