Η ισχύουσα προσέγγιση της ΕΕ για την αξιολόγηση του εάν οι οδηγοί είναι από ιατρική άποψη ικανοί για να έχουν άδεια οδήγησης χρειάζεται ουσιαστική αναθεώρηση, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφάλειας των Μεταφορών.
Η έκθεση εξετάζει την υφιστάμενη κατάσταση στα κράτη μέλη σχετικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης της σωματικής και διανοητικής ικανότητας των οδηγών. Η ΕΕ επανεξετάζει επί του παρόντος την Οδηγία για τις άδειες οδήγησης και αναμένεται αναθεώρησή της εντός του 2022.
Η έκθεση καταδεικνύει ότι για πολλές χώρες της ΕΕ, η αξιολόγηση βασίζεται ακόμη μόνο στην ηλικία, παρά το γεγονός ότι μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένες καταστάσεις υγείας όπως, η κατάχρηση ουσιών, οι ψυχικές διαταραχές, η επιληψία και ο διαβήτης, είναι πιο σημαντικοί παράγοντες από την ηλικία από ιατρική άποψη όσον αφορά στην ικανότητα για οδήγηση. Ο υποχρεωτικός ιατρικός έλεγχος οδηγών μεγαλύτερης ηλικίας δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός στην πρόληψη σοβαρών συγκρούσεων. Μπορεί ακόμη και να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ασφάλεια, καθώς οι ηλικιωμένοι οδηγοί με ανάκληση της άδειας οδήγησης λόγω κακής φυσικής κατάστασης γίνονται ευάλωτοι χρήστες του δρόμου. Το ETSC συνιστά στις εθνικές κυβερνήσεις να κάνουν ευρύτερη χρήση των αδειών οδήγησης υπό όρους, για να επιτρέψουν σε όσους ενδέχεται να διατρέχουν μικρό κίνδυνο να συνεχίσουν να οδηγούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Η έλλειψη δεδομένων σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζουν στις οδικές συγκρούσεις οι ιατρικές παθήσεις και διαταραχές είναι επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης. Μία πανευρωπαϊκή έρευνα των αναλυτικών στοιχείων τροχαίων συγκρούσεων σε βάθος μπορεί να βοηθούσε στην κατανόηση αυτών των παραγόντων, αλλά επί του παρόντος μόνο ένας μικρός αριθμός χωρών συλλέγει συστηματικά τέτοια στοιχεία.
Μία σημαντική εξαίρεση είναι η Φινλανδία, όπου κάθε θανατηφόρα σύγκρουση ακολουθείται από μία διεξοδική έρευνα. Μεταξύ 2014 και 2018, οι Φινλανδοί ερευνητές απέδωσαν ως αιτία για το 16% των περιπτώσεων θανατηφόρων συγκρούσεων την ασθένεια του οδηγού. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν ο πιο κοινός παράγοντας κινδύνου όπου η νόσος ήταν γνωστό ότι συνέβαλε άμεσα στη σύγκρουση. Από τις 141 θανατηφόρες συγκρούσεις που είναι γνωστό ότι προκλήθηκαν από ασθένεια του οδηγού μεταξύ 2014-2018, οι 119 οφείλονταν σε καρδιακές παθήσεις ή υπέρταση.
Πολλές χώρες απαιτούν κάποια μορφή ιατρικού ελέγχου για όσους αιτούνται για πρώτη φορά άδεια οδήγησης αυτοκινήτου, εκτός από το τεστ όρασης που απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ. Υπάρχουν όμως τεράστιες διαφορές στον τρόπο διενέργειας αυτών των ελέγχων μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Το ιατρικό τεστ που απαιτείται κατά την απόκτηση άδειας για πρώτη φορά, μπορεί να είναι ένα έντυπο αυτοαξιολόγησης που συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον αιτούντα, έως μία ιατρική εξέταση που πραγματοποιείται από τον οικογενειακό γιατρό ή ιατρική εξέταση που πραγματοποιείται από ειδικευμένο γιατρό ή κέντρο.
Το ETSC συνιστά στην ΕΕ και στις εθνικές κυβερνήσεις να εξετάσουν το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν μια τυποποιημένη διαδικασία βασισμένη στις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές ώστε να χρησιμοποιείται από όλα τα κράτη μέλη.
Η καταλληλόλητα από ιατρικής άποψης για οδήγηση είναι ζήτημα κρίσης, καθώς και επιστήμης, αλλά τα επίπεδα εκπαίδευσης ή οδηγιών που παρέχονται σε εκείνους που αξιολογούν ιατρικά την ικανότητα οδήγησης στην Ευρώπη διαφέρουν σημαντικά. Ένα σαφές σύνολο οδηγιών που εκδίδονται σε εκείνους που αξιολογούν ιατρικά την ικανότητα οδήγησης είναι γνωστό ότι θα έχει θετικό αποτέλεσμα. Το ETSC συνιστά να ενισχυθεί ο ρόλος των Γενικών Ιατρών ως το βασικό σημείο απόφασης για τον εντοπισμό εκείνων που ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο. Το ETSC καλεί επίσης τις εθνικές κυβερνήσεις να αναπτύξουν και να εξουσιοδοτήσουν στοιχειοθετημένα προγράμματα κατάρτισης, τα οποία έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά και γίνονται δεκτά ιδίως από τους οικογενειακούς γιατρούς.
Οι ισχύοντες κανόνες της ΕΕ αποκλείουν ρητά την έκδοση αδειών οδήγησης σε άτομα που εξαρτώνται από το αλκοόλ. Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό, επειδή το 25% όλων των θανάτων από τροχαίες συγκρούσεις στην ΕΕ εκτιμάται ότι σχετίζονται με το αλκοόλ, οι παραβάτες που οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλ και τα άτομα που εξαρτώνται από το αλκοόλ μπορεί να καταλήξουν να αγνοούν τις απαγορεύσεις και να οδηγήσουν ούτως ή άλλως.
Για τα άτομα που εξαρτώνται από το αλκοόλ, οι ισχύοντες κανόνες της ΕΕ αποκλείουν αποτελεσματικά την πρόσβαση σε ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την αποτροπή επαναλαμβανόμενων αδικημάτων οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ: προγράμματα αποκατάστασης με χρήση συστημάτων παρεμπόδισης οδήγησης (alcohol interlocks).
Αυτά επιτρέπουν στους παραβάτες που οδηγούσαν υπό την επήρεια αλκοόλ, να οδηγούν όσο το όχημά τους είναι εξοπλισμένο με μια συσκευή που τους εμποδίζει να οδηγούν μετά την κατανάλωση αλκοόλ. Το ETSC αναφέρει ότι οι κανόνες της ΕΕ πρέπει να επιτρέπουν στα εξαρτημένα από το αλκοόλ άτομα να περιλαμβάνονται σε προγράμματα με χρήση αυτών των συσκευών όπου μπορούν να συνεχίσουν να οδηγούν υπό αυτούς τους περιορισμούς.
Αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας (ΙΟΑΣ) «Πάνος Μυλωνάς» έχει επισημάνει τη σημασία της «καλής υγείας για ασφαλή οδήγηση» στο πλαίσιο της Συμμαχίας για την Ασφάλεια και τον Πολιτισμό στο Δρόμο «Δρόμοι στο Μέλλον». Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία εντάσσεται σε πρόγραμμα ενημερωτικών και εκπαιδευτικών δράσεων σε συνεργασία του Ινστιτούτου με την Ελληνική εταιρεία φαρμακευτικής βιοτεχνολογίας GENESIS Pharma.
Θέματα που έχουν επισημανθεί στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, έχουν να κάνουν με την υπνηλία και τα συμπτώματά της – ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα στους επαγγελματίες οδηγούς – καθώς και τους απαραίτητους ιατρικούς ελέγχους σε οδηγούς τρίτης ηλικίας (όραση, ακοή, νευρολογικός έλεγχος), παθήσεις οι οποίες μειώνουν τις ικανότητες μας που είναι σημαντικές για την οδήγηση και για τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής που ενδέχεται να επιβαρύνει τα αντανακλαστικά.
Όσον αφορά στην οδήγηση υπό την επήρεια φαρμάκων, λιγότερα είναι γνωστά για την επίδρασή τους σε σχέση με το αλκοόλ ή για την περίπτωση ταυτόχρονης λήψης φαρμάκων με κατανάλωση αλκοόλ. Το ETSC συνιστά την εφαρμογή της υφιστάμενης κατηγοριοποίησης «DRUID» της ΕΕ για την επισήμανση σχετικών φαρμάκων και τονίζει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι γιατροί στην παροχή συμβουλών στους ασθενείς τους σχετικά με την επίδραση των συνταγογραφούμενων φαρμάκων στην οδήγηση.