Υποχρεώσεις Ασφαλιστικού Πράκτορα
Α) Ο Ασφαλιστικός Πράκτορας εισπράττει τα ασφάλιστρα τα οποία θεωρούνται Παρακαταθήκη και Ευθύνεται ως Θεματοφύλακας, και οφείλει να τα καταθέσει στο ταμείο της εταιρίας το αργότερο εντός δέκα ημερών από την είσπραξη τους
Β) Για την ασφάλιση αυτοκινήτων και οδικής βοήθειας το ασφάλιστρο εισπράττεται αμέσως με την παράδοση του ειδικού σήματος στους ασφαλισμένους και σε περίπτωση μη είσπραξης ασφαλίστρων προβλέπεται δίμηνη προθεσμία ακύρωσης από την έναρξη ισχύος του. Για την ασφάλιση πυρός προβλέπεται προθεσμία είσπραξης και ακύρωσης εβδομήντα πέντε ημερών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου. Η παράβαση των ανωτέρω προθεσμιών συνεπάγεται τον καταλογισμό των καθυστερημένων ασφαλίστρων σε βάρος του παραγωγού και υπεύθυνου είσπραξης.
Γ) Ο Ασφαλιστικός Πράκτορας υποχρεούται να αποστείλει στην ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν παραλήφθηκαν από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα, με την οποία βεβαιώνει τους λόγους μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία τυχόν ζημίας. Σε περίπτωση μη αποστολής από τον πράκτορα των ανωτέρω εγγράφων μέσα στην οριζόμενη αυτή προθεσμία, οι παραπάνω απαιτήσεις της εταιρίας καταλογίζονται σε βάρος του υπολογιζόμενου και του τόκου υπερημερίας.
Μη είσπραξη ασφαλίστρων από τον Πράκτορα – Δεν ευθύνεται ως Θεματοφύλακας
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΑ η αγωγή αποζημίωσης της ασφαλιστικής εταιρίας κατά του Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγομένης εταιρίας ασφαλιστικών πρακτορεύσεων με βάση την ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ.
ΔΕΚΤΗ η αγωγή αποζημίωσης της ασφαλιστικής εταιρίας κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας ασφαλιστικών πρακτορεύσεων με βάση την ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΗΣ.
Μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας με αντικείμενο την διενέργεια ασφαλιστικών εργασιών και ειδικότερα τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης και της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας ασφαλιστικών πρακτορεύσεων συνήφθη η από 27/10/2005 σύμβαση πρακτόρευσης, με την οποία ανατέθηκε στην τελευταία η διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων καθώς και η είσπραξη των ασφαλίστρων με τους οριζόμενους στη σύμβαση αυτή όρους. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η πρώτη εναγόμενη δια του δεύτερου εναγομένου νόμιμου εκπροσώπου και διευθύνοντος συμβούλου της, εισέπραττε τα ασφάλιστρα με υποχρέωση να τα αποδώσει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία το αργότερο εντός δέκα ημερών από την είσπραξή τους, άλλως σε περίπτωση μη είσπραξή τους είχε την υποχρέωση να αποστείλει προς ακύρωση εντός δύο μηνών ή εβδομήντα ημερών όσον αφορά τον κλάδο ασφάλισης πυρός τα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια. Με τη μεσολάβηση της πρώτης εναγομένης καταρτίστηκαν τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αγωγή ασφαλιστήρια συμβόλαια, αντίστοιχων ασφαλίστρων 43.558, 92 ευρώ. Από το ποσό αφαιρεί η ενάγουσα το ποσό των 12.484,27 ευρώ που αντιστοιχεί σε προμήθειες που δικαιούνταν η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική πράκτορας, απομένοντας το υπόλοιπο ποσό των 31.074,65 ευρώ. Προς απόδειξη των ανωτέρω ποσών η ενάγουσα προσκομίζει σχετική καρτέλα αυτής, ενώ οι εναγόμενοι ειδικά δεν αμφισβήτησαν τα ποσά αυτά, απλά αμφισβητούν αυτά με τρόπο γενικό και αόριστο. Τα παραπάνω ποσά δεν αποδείχθηκε ότι εισπράχθηκαν από την πρώτη εναγομένη εταιρία ώστε αυτή να ευθύνεται ως θεματοφύλακας, καθόσον κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκόμισε η ενάγουσα. Κατά συνέπεια η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς την αδικοπρακτική της βάση και συνακόλουθα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος ευθύνεται κατά την αγωγή μόνο λόγω αδικοπραξίας και να απορριφθεί και το αίτημα προσωπικής κράτησης εναντίον του. Όμως το παραπάνω ποσό πρέπει να καταλογιστεί στην πρώτη εναγομένη εταιρία κατά τη βάση της αγωγής στηριζόμενη στη σύμβαση πρακτόρευσης, και ειδικότερα σύμφωνα με το συμβατικό όρο κατά τον οποίο, εάν σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους πελάτες, δεν επιστραφούν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια από τον πράκτορα στην εκδούσα αυτά ασφαλιστική εταιρία εντός της προβλεπόμενης εκάστοτε προθεσμίας, τα αντίστοιχα ποσά καταλογίζονται στον πράκτορα. Δεκτή η αγωγή στηριζόμενη στη σύμβαση πρακτόρευσης ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρία, η οποία υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 31.074,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Απόφ. Μον.Πρ.ΑΘ.3875/2021 (Τακτική Διαδικασία)
Πρόεδρος Νικόλαος Παπουτσιδάκης – Πρωτοδίκης
Δικηγόροι Θεόδωρος Σταθαράς – Μαρία Κοσμά
Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Αθ. 3875/2021 (Τακτική Διαδικασία)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 2 του ν. 1569/1985, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του δυνάμει του άρ. 11 παρ. 2 του ν. 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως παραγωγός ασφαλίσεων, δεν έχει μεν ευρύτατη εξουσία εκπροσώπησης της ασφαλιστικής εταιρίας και ιδίως το δικαίωμα υπογραφής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, αλλά μόνο προσυπογραφής αυτών, οπωσδήποτε, όμως, στο πλαίσιο των διαγραφομένων από το νόμο καθηκόντων του, ενεργεί ως αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρίας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την προπαρασκευή και τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, με βάση τη μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής εταιρίας έγγραφη σύμβαση.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 3 παρ. 1 του π.δ. 298/1986, ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγουμένου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά το οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (βλ. ΕφΑΘ 162/2010 ΔΕΕ 2010.1202). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει ασφαλιστική εταιρία και ότι με την από 27.10.2005 σύμβαση πρακτόρευσης ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία η διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ενάγουσας και των από αυτήν εξευρισκομένων πελατών, καθώς και η είσπραξη των ασφαλίστρων επί των συμβολαίων στη σύναψη των οποίων αυτή διαμεσολαβούσε. Ότι με την εν λόγω σύμβαση συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και αυτός ευθύνεται ως θεματοφύλακας, υποχρεούται δε να τα καταθέτει στο ταμείο της εταιρίας το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από την είσπραξη τους, ότι ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει στην εταιρία για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα και ότι σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα ασφαλιστήρια μέσα στην προθεσμία αυτή οι απαιτήσεις της εταιρίας θα καταλογίζονται σε βάρος του και θα υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Ότι στο κανονισμό εισπράξεων και ακυρώσεων ασφαλίστρων της ενάγουσας, με βάση τον οποίο λειτουργούσε η μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης σύμβαση, ορίζονται ανά κλάδο ασφάλισης οι προθεσμίες είσπραξης και ακύρωσης των συμβολαίων, ότι ειδικότερα προβλέπεται δεκαήμερη προθεσμία απόδοσηςτων εισπραχθέντων ασφαλίστρων, ότι ειδικά για την ασφάλιση αυτοκινήτων και οδικής βοήθειας προβλέπεται ότι το ασφάλιστρο εισπράττεται αμέσως με την παράδοση του ειδικού σήματος στους ασφαλισμένους, ενώ σε περίπτωση μη είσπραξης προβλέπεται δίμηνη προθεσμία ακύρωσης από την έναρξη της ισχύος του, ότι για την ασφάλιση πυρός προβλέπεται προθεσμία είσπραξης και ακύρωσης εβδομήντα πέντε ημερών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου, και ότι ορίζεται ρητά στον εν λόγω κανονισμό ότι η παράβαση των σχετικών προθεσμιών συνεπάγεται τον καταλογισμό των καθυστερημένων ασφαλίστρων σε βάρος του παραγωγού και υπεύθυνου είσπραξης. Ότι η πρώτη εναγομένη δεν απέδωσε τα ασφάλιστρα των ασφαλίστρων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που εκδόθηκαν συνεπεία της διαμεσολαβητικής της δραστηριότητας έως και το Δεκέμβριο του 2012, παρερχομένων απράκτων και των προθεσμιών ακύρωσης τους, σχηματίζοντας με τον τρόπο αυτό οφειλή έναντι της ενάγουσας, ύψους 43.558,92 ευρώ. Ότι από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 12.484,27 ευρώ, που αντιστοιχεί σε προμήθειες της πρώτης εναγομένης, οφειλομένου συνεπώς του ποσού των 31.074,65 ευρώ. Ότι τα ασφάλιστρα αυτά δεν αποδόθηκαν στην ενάγουσα, αν και εισπράχθηκαν από την πρώτη εναγομένη, σε κάθε δε περίπτωση, καταλογίσθηκαν σε αυτή λόγω της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας ακύρωσης των αντίστοιχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ότι για το λόγο αυτό η ενάγουσα κατήγγειλε για σπουδαίο λόγο τη σύμβαση συνεργασίας μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης την 19.6.2013. Στη συνέχεια η ενάγουσα παραθέτει πίνακες στους οποίους εμφαίνονται τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήφθησαν με τη διαμεσολάβηση της πρώτης των εναγομένων, κατά αριθμό, όνομα ή επωνυμία ασφαλισμένου, ημερομηνία έκδοσης και ημερομηνία έναρξης και λήξης, καθώς και το ποσό του ασφαλίστρου, το ποσό της προμήθειας και το τελικά οφειλόμενο ασφάλιστρο, από τους οποίους πίνακες εξάγεται το ως άνω τελικά οφειλόμενο ποσό. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων και ότι με την ιδιότητα του αυτή εισέπραξε και δεν απέδωσε στην ενάγουσα τα ως άνω ασφάλιστρα, ευθυνόμενος έναντι της τελευταίας με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό των 31.074,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 30.4.2013, ήτοι την παρέλευση πέντε ημερών από την επίδοση του από 19.4.2013 εξωδίκου, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του δεύτερου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό 313639851950 0217 0072 ηλεκτρονικό παράβολο δικαστικού ενσήμου της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, σε συνδυασμό με το από 18.12.2019 έγγραφο πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη (άρ. 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπο (άρ. 25 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής κατά την τακτική διαδικασία. Είναι ορισμένη, καθώς περιέχει πάντα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για τη δικαστική της εκτίμηση, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρ. 2 παρ. 1 και 4 εδ. α’ του ν. 1569/1985,8 παρ. 1 και 2, 9 παρ. 4 του π.δ. 298/1986,297,298,340,345,346, 361, 822, 827, 847 επ., 914 ΑΚ, 375 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ, 907, 908, 1047, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η υπέρβαση των προβλεπόμενων στην παραπάνω διάταξη ορίων είναι προφανής, όταν η συμπεριφορά του ενάγοντος απέναντι στον εναγόμενο υπήρξε τέτοια ώστε να δημιουργήσει εύλογα στον τελευταίο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί πλέον το ένδικο δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που στο μεταξύ δημιουργήθηκε, θα ήταν για αυτόν (εναγόμενο) ιδιαίτερα επαχθής. Επίσης, η υπέρβαση αυτή είναι προφανής και όταν η ικανοποίηση του προβαλλομένου από τον ενάγοντα δικαιώματος προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσει ο δικαιούχος (ΑΠ 832/2005 ΕλλΔνη 47.179, ΕφΑθ 736/2007, ΕΦΑΔ 2008.423). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι μόλις η ενάγουσα τους πληροφόρησε για την ύπαρξη της επίδικης οφειλής ζήτησαν την εκκαθάριση της μέχρι τότε συνεργασίας, ώστε να διαπιστωθεί το ακριβές ποσό, ότι στο πλαίσιο αυτό και για την αποφυγή δικαστικών αγώνων πρότειναν στην ενάγουσα την εκχώρηση απαιτήσεων που αυτοί διατηρούσαν έναντι πρώην συνεργατών τους, κατά των οποίων έχουν κινηθεί δικαστικά και έχουν δικαιωθεί εξασφαλίζοντας τις απαιτήσεις τους με εμπράγματες εξασφαλίσεις, ότι η ενέργειά τους αυτή απορρίφθηκε από την ενάγουσα, η οποία αρνήθηκε να της εκχωρηθούν εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις για ποσά πολλαπλάσια αυτών που αξιώνει, και ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι η τυχόν υπάρχουσα οφειλή των εναγομένων προς αυτή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτών αλλά δημιουργήθηκε λόγω οφειλών συνεργατών αυτών, οι οποίοι τέλεσαν σε βάρος τους το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά είναι καταχρηστική η συμπεριφορά της ενάγουσας και η αγωγή θα πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι, και αληθών υποτιθεμένων των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, αυτά δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, καθώς, με βάση τα εν λόγω περιστατικά δεν καθίσταται μη ανεκτή η διεκδίκηση του οφειλομένου ποσού από την ενάγουσα, ενώ δεν προβάλλεται συμπεριφορά εκ μέρους της ενάγουσας, με βάση την οποία δημιουργείται στους εναγόμενους η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το επίδικο δικαίωμά της.
Από την ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας, η οποία περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμ. 27870/2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει ασφαλιστική εταιρία, έχει δε ως αντικείμενο της δραστηριότητας της τη διενέργεια ασφαλιστικών εργασιών και ειδικότερα τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης με πελάτες – ασφαλισμένους της, σύμφωνα με τις οποίες, έναντι προκαθορισμένου ανταλλάγματος (ασφαλίστρου) αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής παροχών, σε περίπτωση επέλευσης του αντίστοιχου ασφαλιστικού κινδύνου. Με την από 27.10.2005 σύμβαση πρακτόρευσης ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία η διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ενάγουσας και των από αυτήν εξευρισκομένων πελατών, καθώς και η είσπραξη των ασφαλίστρων επί των συμβολαίων στη σύναψη των οποίων αυτή διαμεσολαβούσε. Συγκεκριμένα, με τον όρο 5α της σύμβασης ορίστηκε ότι «η είσπραξη των ασφαλίστρων θα πραγματοποιείται από τον πράκτορα υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιεί αυτός τις προς τούτο αποκλειστικά ειδικές και υπό της εταιρείας εκδιδόμενες αποδείξεις. Ο πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων συμφωνά με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας και υποχρεούται να τα καταθέτει στο ταμείο της εταιρίας το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από την είσπραξη τους». Με τον όρο 5β ορίστηκε ότι «ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει στην εταιρεία για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό εισπράξεων και ακυρώσεων ασφαλιστηρίων, τα ασφαλιστήρια έγγραφα, που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα, με την οποία θα βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία τυχόν ζημίας. Σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή που ορίζεται παραπάνω οι απαιτήσεις της εταιρείας θα καταλογίζονται σε βάρος του και θα υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας». Με τον όρο 5γ ορίστηκε ότι «ο πράκτορας τηρεί, εκτός από τα λοιτά κατά νόμο βιβλία (ΚΒΣ κλπ.), βιβλίο καταχωρήσεως ασφαλιστηρίων συμβολαίων για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται μέσω αυτού, στο οποίο αναφέρεται σε ιδιαίτερη στήλη η ημερομηνία εισπράξεως των αντιστοίχων ασφαλίστρων και βιβλίο ζημιών για τις συμβάσεις αυτές. Τα βιβλία αυτά υποχρεούται να τα θέτει στη διάθεση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή της εποπτικής αρχής του Υπουργείου Ανάπτυξης προς έλεγχο, παρέχοντας κάθε σχετική διευκόλυνση». Το ύψος της δικαιούμενης από την πρώτη εναγομένη προμήθειας για τα παραγόμενα από αυτή ασφαλιστήρια συμβόλαια καθορίστηκε με το παράρτημα της σύμβασης, όπου περιλαμβάνεται πίνακας προμηθειών. Αναφορικά με τη διάρκεια της σύμβασης, αυτή ορίστηκε αορίστου χρόνου, ενώ σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης ορίστηκε, με το άρθρο 7 αυτής, ότι, μεταξύ άλλων, η εταιρία έχει το δικαίωμα για σοβαρό λόγο, όπως π.χ. για παράβαση από τον πράκτορα οποιουδήποτε όρου της σύμβασης αυτής, που όλοι θεωρούνται ουσιώδεις, να λύνει τη σύμβαση αμέσως με καταγγελία και χωρίς προειδοποίηση. Στην περίπτωση αυτή έχει το δικαίωμα να αξιώνει αποζημίωση από τον πράκτορα για κάθε βλάβη ή ζημία που θα υποστεί από τη λύση της σύμβασης εξ υπαιτιότητας του πράκτορα. Στην περίπτωση αυτή, κάθε ποσό που οφείλει ο πράκτορας στην εταιρία καθίσταται αμέσως με την καταγγελία ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και οφείλεται με τον επ’ αυτού τόκο υπερημερίας. Εξάλλου, στον κανονισμό εισπράξεων και ακυρώσεων ασφαλίστρων της ενάγουσας, με βάση τον οποίο λειτουργούσε η μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης σύμβαση, ορίζονται ανά κλάδο ασφάλισης οι προθεσμίες είσπραξης και ακύρωσης των συμβολαίων, ειδικότερα προβλέπεται δεκαήμερη προθεσμία απόδοσης των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, ενώ ειδικά για την ασφάλιση αυτοκινήτων και οδικής βοήθειας προβλέπεται ότι το ασφάλιστρο εισπράττεται αμέσως με την παράδοση του ειδικού σήματος στους ασφαλισμένους, ενώ σε περίπτωση μη είσπραξης προβλέπεται δίμηνη προθεσμία ακύρωσης από την έναρξη της ισχύος του, για δε την ασφάλιση πυρός προβλέπεται προθεσμία είσπραξης και ακύρωσης εβδομήντα πέντε ημερών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου. Επίσης, ορίζεται ρητά στον εν λόγω κανονισμό ότι η παράβαση των σχετικών προθεσμιών συνεπάγεται τον καταλογισμό των καθυστερημένων ασφαλίστρων σε βάρος του παραγωγού και υπεύθυνου είσπραξης (κεφ. Β), άρ. 4). Η ως άνω συμβατική πρόβλεψη, περί καταλογισμού στον πράκτορα των μη καταβληθέντων ασφαλίστρων, απηχεί τις διατάξεις του άρ. 3 παρ. 2 και 3 του π.δ. 298/1986, σύμφωνα με τις οποίες «στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας» (παρ. 2) και «ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας. Σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή, και εφόσον του κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή σχετική όχληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την απόδοση των ασφαλίστρων εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού» (παρ. 3). Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης, η πρώτη των εναγομένων, διά του δεύτερου των εναγομένων, νομίμου εκπροσώπου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, εισέπραττε τα ασφάλιστρα, με υποχρέωση να τα αποδώσει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία το αργότερο εντός δέκα ημερών από την είσπραξη τους, άλλως, σε περίπτωση μη είσπραξή τους, είχε την υποχρέωση να αποστείλει προς ακύρωση, εντός δίμηνης προθεσμίας ή εβδομήντα πέντε ημερών αναφορικά με τον κλάδο ασφάλισης πυρός, τα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια. Με τη μεσολάβηση της πρώτης εναγομένης καταρτίστηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ασφαλιστήρια συμβόλαια, στα οποία αντιστοιχούν ασφάλιστρα ύψους 43.558,92 ευρώ. Από το ποσό αυτό έχει αφαιρεθεί από την ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της το επιμέρους ποσό των 12.484,27 ευρώ, που αντιστοιχεί σε προμήθειες που δικαιούνταν η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική πράκτορας, απομένοντος ως υπολοίπου του ποσού των 31.074,65 ευρώ. Τα εν λόγω ποσά προκύπτουν από την από 10.12.2019 προσκομιζόμενη από την ενάγουσα καρτέλα αυτής, που αφορά στην πρώτη εναγομένη, ενώ οι εναγόμενοι δεν προβαίνουν σε ειδική αμφισβήτηση αυτών, απλώς αμφισβητούν αυτά κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί το προβαλλόμενο από τους εναγομένους αίτημα περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, αφενός μεν διότι δεν εξειδικεύεται ποιο ακριβώς είναι το αποδεικτέο θέμα που θα αποδειχθεί με αυτή, αφετέρου δε, καθόσον από το ως άνω έγγραφο που προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει με ακρίβεια το οφειλόμενο ποσό.
Επίσης, οι εναγόμενοι προβάλλουν αίτημα επίδειξης εγγράφων από την ενάγουσα, με το οποίο ζητούν να προσκομίσει η ενάγουσα α) τα παραστατικά από τα οποία προκύπτει η παραλαβή των ανεξόφλητων ασφαλίστρων από την πρώτη εναγομένη, β) λεπτομερή κατάλογο των καταβολών της πρώτης εναγομένης στην ενάγουσα, γ) τα παραστατικά από τα οποία να προκύπτει η είσπραξη των ασφαλίστρων από την πρώτη εναγομένη και δ) αναλυτικά πινάκια παραγωγής της πρώτης εναγομένης από την έναρξη της συνεργασίας αυτής με την ενάγουσα έως και την καταγγελία αυτής, ώστε να διαπιστωθεί το πραγματικό ποσό της προμήθειας που η ενάγουσα οφείλει στην πρώτη εναγομένη και να υπολογιστεί εάν το ποσό που συμψηφίστηκε με τα ασφάλιστρα που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οφείλεται είναι ορθό. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, καθόσον οι εναγόμενοι δεν προσδιορίζουν ποια είναι τα συγκεκριμένα έγγραφα που η ενάγουσα κατέχει και των οποίων ζητούν την επίδειξη, ενώ, εξάλλου, τα ζητούμενα έγγραφα δεν συνδέονται με την απόδειξη κάποιου ορισμένου και νόμιμου ισχυρισμού που προβάλλεται εκ μέρους των εναγομένων. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση συμψηφισμού, άλλως μερικής εξόφλησης, που προβάλλουν οι εναγόμενοι, ως αόριστη, καθόσον δεν προβάλλονται συγκεκριμένες ανταπαιτήσεις της πρώτης εναγομένης, δεδομένου ότι το προβαλλόμενο ποσό των 1.839,27 ευρώ δεν εξειδικεύεται σε ποιες συγκεκριμένες προμήθειες αφορά, ενώ, σε κάθε περίπτωση, το ποσό των προμηθειών που έχει αφαιρεθεί, κατά τα ως άνω, από το συνολικό ποσό των οφειλομένων ασφαλίστρων ανέρχεται, σύμφωνα με το ως άνω προσκομιζόμενο έγγραφο, σε 12.484,27 ευρώ και όχι σε 14.323,54 ευρώ, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Περαιτέρω, τα παραπάνω ποσά δεν αποδείχθηκε ότι εισπράχθηκαν από την πρώτη εναγομένη εταιρία, ώστε αυτή να ευθύνεται για αυτά ως θεματοφύλακας, καθόσον ουδέν σχετικό αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε από την ενάγουσα, κατά συνέπεια δε πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς την αδικοπρακτική της βάση και συνακόλουθα ως προς το δεύτερο των εναγομένων, ο οποίος ευθύνεται κατά την αγωγή μόνο λόγω αδικοπραξίας, ως νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρίας, ενώ, ειδικότερα πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα της προσωπικής κράτησης του δεύτερου των εναγομένων. Ωστόσο, το παραπάνω ποσό πρέπει να καταλογιστεί στην πρώτη εναγομένη εταιρία, κατά τα ορισθέντα στη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης σύμβαση πρακτόρευσης, ήτοι σύμφωνα με το συμβατικό όρο κατά τον οποίο εάν, σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους πελάτες, δεν επιστραφούν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια από τον πράκτορα στην εκδούσα αυτά ασφαλιστική εταιρία εντός της προβλεπόμενης εκάστοτε προθεσμίας, τα αντίστοιχα ποσά καταλογίζονται στον πράκτορα. Εξάλλου, με την από 19.4.2013 εξώδικη όχληση, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη την 23.4.2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. 7273/23.4.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας Δημητρίου Ράπελλα), η ενάγουσα κάλεσε την πρώτη εναγομένη να της καταβάλει, εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την κοινοποίηση αυτής, ήτοι έως την 29.4.2013, το ποσό των 33.800,08 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται το ποσό που αντιστοιχεί στα επίδικα συμβόλαια ασφάλισης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως προς το δεύτερο των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει δεκτή ως προς την πρώτη εναγομένη, αναφορικά με την αγωγική βάση αυτής τη στηριζόμενη στη σύμβαση πρακτόρευσης, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα μιάς χιλάδων εβδομήντα τεσσάρων και 0,65 (31.074,65) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 30.4.2013 και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα για κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν στην ενάγουσα, ως ηττηθείσα διάδικο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθούν στην πρώτη εναγομένη, ως ηττηθείσα διάδικο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία όλων των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το δεύτερο των εναγομένων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη του δεύτερου των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα μιάς χιλιάδων εβδομήντα τεσσάρων και 0,65 (31.074,65) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 30.4.2013 και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην πρώτη των εναγομένων τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
Πηγή: ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, τεύχος Φεβρουάριος- Μάρτιος 2021)