Εκτενή αναφορά στην Ιδιωτική Ασφάλιση κάνει η ετήσια έκθεση της ΤτΕ για το 2021.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Το έτος 2021 χαρακτηρίστηκε από σημαντικές αλλαγές στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, που προήλθαν κυρίως από:
- την περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου, ειδικότερα στον τομέα των ασφαλίσεων ζωής, μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων,
- την έμφαση των πωλήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα που συνδέονται με επενδύσεις, τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι,
- τον περιορισμό της διάθεσης παραδοσιακών ασφαλιστικών προϊόντων που ενσωματώνουν ρήτρες συμμετοχής των ασφαλισμένων στα κέρδη, λόγω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων, και
- τις ενέργειες των διοικήσεων των επιχειρήσεων για τον περιορισμό των κινδύνων από μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων.
Δύο και πλέον έτη μετά την εμφάνιση της πανδημίας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούνται θετικά ως προς την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτής, ενώ παράλληλα συνεχίζουν την προσαρμογή τους στις τεχνολογικές επιταγές της εποχής και στην αντιμετώπιση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή. Η επιστημονική έρευνα μέχρι σήμερα δείχνει ότι το κόστος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η συχνότητα και η σφοδρότητα των ακραίων κλιματικών και καιρικών φαινομένων διαρκώς αυξάνονται. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης στην προστασία από φυσικές καταστροφές, ως μηχανισμού μεταφοράς κινδύνου για την απορρόφηση ζημιών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές καταστροφές, είναι πολύ σημαντικός .
Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι η προστασία του καταναλωτή-ασφαλισμένου αποτελεί τον πυρήνα του εποπτικού θεσμικού πλαισίου. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και με τη βελτίωση του επιπέδου ικανοποίησης των πελατών και της εν γένει αξιοπιστίας της ασφαλιστικής αγοράς.
Από τις 37 ασφαλιστικές…
οι 35 λειτουργούν και εποπτεύονται βάσει της SII της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από 1.1.2016, ενώ 2 επιχειρήσεις εξαιρούνται, λόγω μεγέθους, από την εφαρμογή πλήθους απαιτήσεων που αφορούν και τους τρεις βασικούς πυλώνες της Φερεγγυότητας ΙΙ.
Εκ των 35 ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπόκεινται στις διατάξεις της Φερεγγυότητας II, οι 12 ανήκουν σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στο εξωτερικό και 5 σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στην Ελλάδα. Επίσης, 5 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες της ΕΕ με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, δραστηριότητα στην Ελλάδα, με καθεστώς είτε ελεύθερης εγκατάστασης (υποκατάστημα) είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ασκούν και 250 ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και οι οποίες εποπτεύονται, ως προς τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών καταγωγής τους.
Στα τέλη του 2020, η ετήσια παραγωγή των επιχειρήσεων αυτών (εγγεγραμμένα ασφάλιστρα) ανερχόταν σε 969 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 19% του συνόλου της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Ειδικότερα, όσον αφορά την αγορά των ασφαλίσεων αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων, εντός του 2021 αυξήθηκε το μερίδιο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης και ανήλθε σε 19% για το πρώτο εννεάμηνο του 2021 (από 17% το 2020). Τα οικονομικά μεγέθη που παρουσιάζονται κατωτέρω αφορούν μόνο τις 35 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια ασφαλιστική αγορά και που υπόκεινται στην, κατά Φερεγγυότητα ΙΙ, εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση…
Ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής και στις επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, καθώς οι 5 μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν το 81% της σχετικής αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων, ενώ οι 5 μεγαλύτερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κατέχουν μερίδιο που ανέρχεται σε 46% της σχετικής αγοράς.
Η παραγωγή ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021 ανήλθε σε 1,8 δισεκ. ευρώ, αυξημένη κατά 19% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Από το ανωτέρω ποσό, 0,72 δισεκ. ευρώ συνδέονται με επενδύσεις, ποσοστό 41% επί των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων δραστηριοτήτων ζωής, έναντι 30% την αντίστοιχη περίοδο του 2020, καταγράφοντας σημαντική αύξηση (61%). Παράλληλα, παρουσιάστηκε μείωση των ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων των ασφαλίσεων με συμμετοχή στα κέρδη κατά 6% και αύξηση των άλλων ασφαλίσεων ζωής, με ποσοστό 2%.
Τα ασφάλιστρα…
των δραστηριοτήτων ασφαλίσεων κατά ζημιών ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 1,6 δισεκ. ευρώ, αυξημένα κατά 3% συγκριτικά με το αντίστοιχο εννεάμηνο του προηγούμενου έτους. Από το ποσό αυτό, σημαντικότερα μερίδια αντιπροσωπεύουν
- οι ασφαλίσεις αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων (34%),
- οι ασφαλίσεις πυρός (20%) και οι
- ασφαλίσεις νοσοκομειακών εξόδων (16%),
με αντίστοιχες μεταβολές ασφαλίστρων έναντι του πρώτου εννεαμήνου του 2020 κατά -2%, +4% και +6%.
Την ίδια περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021, οι επισυμβάσες αποζημιώσεις ανήλθαν σε 1,2 δισεκ. ευρώ για τις ασφαλίσεις ζωής και σε 0,5 δισεκ. ευρώ για τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 16% και 5% αντίστοιχα. Το σύνολο του ενεργητικού των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 20,4 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2021, αυξημένο κατά 5% συγκριτικά με τις 30.9.2020. Από το σύνολο του ενεργητικού, 8,7 δισεκ. ευρώ (43%) ήταν τοποθετημένα σε κρατικά ομόλογα και 2,7 δισεκ. ευρώ (13%) σε εταιρικά ομόλογα.
Επιπλέον, ποσό 3,5 δισεκ. ευρώ (17%) αφορούσε επενδύσεις για ασφαλίσεις των οποίων τον επενδυτικό κίνδυνο φέρουν οι ασφαλισμένοι. Αντίστοιχα, οι συνολικές υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανήλθαν σε 16,3 δισεκ. ευρώ (από 15,8 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2020), με το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων να διαμορφώνεται σε 14,9 δισεκ. ευρώ (από 14,6 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2020), εκ των οποίων 11,8 δισεκ. ευρώ αφορούσαν ασφαλίσεις ζωής και 3,1 δισεκ. ευρώ ασφαλίσεις κατά ζημιών. Από τις τεχνικές προβλέψεις ζωής, το 29% αφορά ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (έναντι 25% στις 30.9.2020). Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο δείκτης ζημιών της αγοράς στις 30.9.2021 ανήλθε στο 42% των αντίστοιχων δεδουλευμένων ασφαλίστρων της ίδιας περιόδου του 2020 και ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) στο 46%, έναντι 40% και 45% αντίστοιχα στις 30.9.2020.
Τα ίδια κεφάλαια της ασφαλιστικής αγοράς διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα με αυτά του προηγούμενου έτους, ενώ η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement – SCR) ανήλθε σε 2,1 δισεκ. ευρώ, με συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια 4,1 δισεκ. ευρώ.
Όσον αφορά την ποιότητα των επιλέξιμων κεφαλαίων της ασφαλιστικής αγοράς, αυτά ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1) σε ποσοστό 93%. Παράλληλα, όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν δείκτη κάλυψης κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας (SCR ratio) σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα του 100%. Η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (Minimum Capital Requirement – MCR) στο σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς διαμορφώθηκε σε 0,7 δισεκ. ευρώ, με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,8 δισεκ. ευρώ.
1.Βασικά μεγέθη αγοράς
Στις 30.9.2021 δραστηριοποιούνταν στην ελληνική αγορά ιδιωτικής ασφάλισης 372 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αριθμός αμετάβλητος σε σχέση με τις 30.9.2020, οι οποίες κατηγοριοποιούνται βάσει της άδειας λειτουργίας και των ασφαλιστικών τους εργασιών ως εξής:
- 2 επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής,
- 18 επιχειρήσεις ασφαλίσεων κατά ζημιών και
- 174 επιχειρήσεις που ασκούν ταυτόχρονα δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και ασφαλίσεων κατά ζημιών (συμπεριλαμβάνονται επιχειρήσεις του κλάδου ζωής που, εκ των ασφαλίσεων κατά ζημιών, ασκούν αποκλειστικά αυτές των κλάδων “Ατυχήματα” και “Ασθένειες”).
Από τις ως άνω 37 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, 35 λειτουργούν και εποπτεύονται σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Οδηγία “Φερεγγυότητα II” (Solvency II), που εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
2. Εξελίξεις στο εποπτικό πλαίσιο
Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 195/3/29.11.2021 της Τράπεζας της Ελλάδος
“Αναθεώρηση των ελάχιστων ποσών ασφαλιστικής κάλυψης της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων”.
Στις 7.12.2021 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την αναθεώρηση των ελάχιστων ποσών ασφαλιστικής κάλυψης αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) που καλύπτει όλα τα κράτη-μέλη και όπως ανακοινώθηκαν αναπροσαρμοσμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Πιο συγκεκριμένα, από 1.1.2022 τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης της παρ. 5 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 δεν μπορεί να είναι κατώτερα από:
- 1.300.000 ευρώ ανά θύμα, σε περίπτωση σωματικής βλάβης,
- 1.300.000 ευρώ ανά ατύχημα, σε περίπτωση υλικής ζημιάς και ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων”.
Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 195/4/29.11.2021 της Τράπεζας της Ελλάδος
“Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) σχετικά με την ασφάλεια και τη διακυβέρνηση της Τεχνολογίας Πληροφορικής & Επικοινωνιών (EIOPA-BoS-20-600)” Στις 3.12.2021 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος για την υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) σχετικά με την ασφάλεια και τη διακυβέρνηση της τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών (EIOPA-BoS-20-600)
Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται η θέσπιση πλαισίου οδηγιών απευθυνόμενου προς τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναφορικά με την ασφάλεια και τη διακυβέρνηση τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) για την εφαρμογή των απαιτήσεων διακυβέρνησης που προβλέπονται στα σχετικά άρθρα του ν. 4364/2016. Οι διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και σε επίπεδο ομίλου, ενώ οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με την ασφάλεια και τη διακυβέρνηση των ΤΠΕ) εφαρμόζονται κατά τρόπο αναλογικό προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υποκείμενων κινδύνων.
Με την ΠΕΕ αυτή εισάγεται η υποχρέωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να καθορίσουν στρατηγική ΤΠΕ και να θεσπίσουν σύστημα διαχείρισης κινδύνων ΤΠΕ, το οποίο περιλαμβάνει πολιτική ασφάλειας πληροφοριών και διαδικασίες για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των συστημάτων ΤΠΕ, καθώς και την υποχρέωση να ορίσουν ένα πρόσωπο ως υπεύθυνο για τη λειτουργία ασφάλειας πληροφοριών που θα αναφέρεται και θα λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο. Επίσης, η ΠΕΕ θεσπίζει την υποχρέωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να εφαρμόζουν πλαίσιο δοκιμών ασφάλειας πληροφοριών, που θα προβλέπει και δοκιμές παρείσδυσης βάσει απειλών (threat-led penetration tests). Τέλος, εισάγει σειρά απαιτήσεων που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση των έργων και συστημάτων ΤΠΕ.
Επίσης εκτενείς αναφορές κάνει η ετήσια έκθεση της ΤτΕ για το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στην προστασία από φυσικές καταστροφές.
Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης στην προστασία από φυσικές καταστροφές
Η έκθεση της ΤτΕ αναφέρει πως οι ασφαλιστικές εταιρίες αναλαμβάνουν, έναντι ασφαλίστρου, την κάλυψη ασφαλιστικών κινδύνων. Στο βαθμό που η Ελλάδα είναι μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι καταστροφές από φυσικά φαινόμενα είναι αρκετά συχνές, η ασφάλιση κινδύνων όπως σεισμός, πυρκαγιά, χαλάζι, πλημμύρα, κατολίσθηση κ.λπ. αποτελεί τον πυρήνα της ασφαλιστικής δραστηριότητας. Περαιτέρω δε, η κλιματική αλλαγή δεν εκθέτει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε νέους, άγνωστους τύπους κινδύνου, καθώς αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η συχνότητα και η σοβαρότητα των πιθανών ζημιών.
Το οικονομικό κόστος των φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το 1999, το έτος με το υψηλότερο μέχρι σήμερα κόστος από φυσικές καταστροφές, κυρίως λόγω σεισμού, υπερέβη τα 4 δισεκ. ευρώ, ανερχόμενο σε περίπου 3% του συνολικού ΑΕΠ της Ελλάδος. Δεύτερο έτος από άποψη οικονομικού κόστους από φυσικές καταστροφές ήταν το 2007, κατά το οποίο το σχετικό κόστος υπερέβη τα 1,7 δισεκ. ευρώ, κυρίως λόγω πυρκαγιών, και τρίτο το 1990, με το οικονομικό κόστος των φυσικών καταστροφών, κυρίως λόγω ξηρασίας, να υπερβαίνει το 1 δισεκ. ευρώ. 1Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των ως άνω οικονομικών ζημιών ήταν ανασφάλιστο και οι πληγέντες αποζημιώθηκαν κυρίως από κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού. Για την περίοδο 1980-2018, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι αποζημιώσεις που κατέβαλαν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για σεισμούς, πλημμύρες και θύελλες κάλυψαν μόνο το 2% των συνολικών ζημιών. Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα συνδέονται άμεσα με την αύξηση της συχνότητας πυρκαγιών και πλημμυρών (χωρίς ωστόσο να αναμένεται, τουλάχιστον εξ αυτού του λόγου, ανάλογη επίπτωση στην εμφάνιση σεισμών), γίνεται αντιληπτό ότι το δημοσιονομικό κόστος θα αυξάνεται λόγω του μειωμένου ρόλου των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων στην κάλυψη ζημιών από φυσικές καταστροφές.
Κατά συνέπεια…
και δεδομένου ότι το κράτος πρέπει να μεριμνά για την προστασία του συνόλου των πολιτών του, θα πρέπει μεν η στήριξη προς τους πληγέντες να είναι επαρκώς διευρυμένη και να μη βασίζεται στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες, δεν θα πρέπει όμως να επιβαρύνονται συστηματικά οι φορολογούμενοι. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό είναι η ενίσχυση του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης στην παροχή προστασίας έναντι αυτών των κινδύνων. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί με την παροχή φορολογικών κινήτρων στους Έλληνες πολίτες για να ασφαλιστούν, αλλά και μέσω της σύμπραξης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μιας πολιτικής που εφαρμόζεται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η εμπειρία σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει δείξει ότι ο σχεδιασμός τέτοιων εργαλείων, όπως η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τα θέματα φυσικών καταστροφών, βασίζεται σε αρχές που θα πρέπει να καθοριστούν εξ αρχής και οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
- Οι αποφάσεις λαμβάνονται και οι δράσεις συντονίζονται μέσω ενός κοινού κεντρικού μηχανισμού στον οποίο συμμετέχουν κρατικοί φορείς και ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
- Προβλέπεται η όσο το δυνατόν περισσότερο διευρυμένη συμμετοχή φυσικών και νομικών προσώπων, που θα είναι οι αποδέκτες των παρεχόμενων υπηρεσιών.
- Η ευθύνη, αλλά και το συνολικό κόστος των αποζημιώσεων επιμερίζονται με τρόπο διαφανή μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ώστε να αποφεύγονται κενά, αλλά και επικαλύψεις αποζημιώσεων.
- Τα εργαλεία περιλαμβάνουν στο σχεδιασμό τους την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων πρόληψης των εν λόγω κινδύνων και προσαρμογής στις επιπτώσεις τους. Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μόνο μέσω ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, μπορεί να σχεδιαστεί μια βιώσιμη και αποτελεσματική σε μακροχρόνιο ορίζοντα λύση, η οποία θα παρέχει επαρκή προστασία στους Έλληνες πολίτες από τις φυσικές καταστροφές και από τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική κρίση
Οι κίνδυνοι των ασφαλισμένων από επιχειρηματικές πρακτικές
Η έκθεση της ΤτΕ επισημαίνει πως η ιδιωτική ασφάλιση είναι από τις λίγες επιχειρηματικές δραστηριότητες όπου ο καταναλωτής-ασφαλισμένος καταβάλλει το κόστος για την αγορά του προϊόντος (με τη μορφή ασφαλίστρου) και λαμβάνει ως αντάλλαγμα την υπόσχεση για μελλοντική παροχή/αποζημίωση στην περίπτωση έλευσης του ασφαλιζόμενου γεγονότος. Η υπόσχεση αυτή περιλαμβάνει την καταβολή ενός –σημαντικά υψηλότερου από το ασφάλιστρο– χρηματικού ποσού σε χρόνο μέλλοντα και άγνωστο, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά κρίσιμο, όταν δηλαδή ο ασφαλισμένος θα έχει άμεση ανάγκη την αποζημίωση για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες από την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου. Κομβικό στοιχείο σε αυτό το πλαίσιο είναι να απολαμβάνει ο καταναλωτής-ασφαλισμένος μια καλή σχέση κόστους-οφέλους, με την έννοια ότι το ασφαλιστικό προϊόν που του προσφέρεται είναι οικονομικά προσιτό και καλύπτει κατά το δυνατόν πληρέστερα τις ασφαλιστικές του ανάγκες.
Αυτή η προστασία αποτελεί κεντρικό μέλημα του εποπτικού θεσμικού πλαισίου και επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Κατ’ αρχάς, με την ενίσχυση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ώστε να διασφαλιστεί κατά το μέγιστο δυνατόν ότι θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και ότι οι καταναλωτές-ασφαλισμένοι θα λάβουν πράγματι τα υπεσχημένα. Και δεύτερον, με τη βελτίωση του επιπέδου ικανοποίησης των πελατών, και της εν γένει αξιοπιστίας της ασφαλιστικής αγοράς, από τη γενικότερη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις προς τους ασφαλισμένους τους. Η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διασφαλίζεται με τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις της προληπτικής εποπτείας (πλαίσιο “Φερεγγυότητα ΙΙ”), η δε συμπεριφορά προς τον καταναλωτή με τις διατάξεις της νομοθεσίας αναφορικά με τις επιχειρηματικές πρακτικές (κυρίως με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 σχετικά με τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων).
Οι επιχειρηματικές πρακτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων εκτείνονται πέρα από το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο της ασφαλιστικής σύμβασης και καταλαμβάνουν το χρονικό διάστημα πριν καν υπάρξει το ασφαλιστικό προϊόν μέχρι τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης.
Οι βασικότερες περιοχές στις οποίες εδράζονται οι επιχειρηματικές πρακτικές που επηρεάζουν τους καταναλωτές-ασφαλισμένους είναι οι ακόλουθες:
- Το επιχειρηματικό μοντέλο της ασφαλιστικής επιχείρησης: Σχετίζεται με την πελατοκεντρική νοοτροπία και κουλτούρα η οποία διέπει όλη τη δομή, την ιεραρχία, την εσωτερική οργάνωση και τον τρόπο λειτουργίας μιας ασφαλιστικής εταιρίας.
- Η διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης των ασφαλιστικών προϊόντων: Σχετίζεται με την ικανότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες, τους στόχους και τις επιδιώξεις (επενδυτικές, αποταμιευτικές και άλλες) των πελατών στους οποίους απευθύνουν τα προϊόντα τους. Η δοκιμή των προϊόντων πριν διατεθούν στην αγορά και η διαρκής παρακολούθηση αν τα προωθούμενα προϊόντα εξακολουθούν να υπηρετούν τους πελατοκεντρικούς τους στόχους βρίσκονται στον πυρήνα της διαδικασίας αυτής.
- Η τιμολόγηση των ασφαλιστικών προϊόντων: Σχετίζεται κυρίως με την εκτίμηση του κόστους για τον πελάτη, το οποίο θα πρέπει να είναι εύλογο και δίκαιο, ενώ διάφορες επιθετικές στρατηγικές (όπως η διάκριση μεταξύ ασφαλισμένων για λόγους που δεν συνδέονται με τον ασφαλιστικό τους κίνδυνο) θα πρέπει να είναι αποφευκτέες σε κάθε περίπτωση.
Για την καλύτερη προστασία των ασφαλισμένων, οι χρεώσεις ασφαλίστρων θα πρέπει να είναι οι αναγκαίες και να είναι εξ αρχής γνωστές στον ασφαλισμένο. Επίσης, η επιδίωξη κερδοφορίας να μην παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο πελάτης καταβάλλει κάποιο τίμημα, για το οποίο αναμένει μια ικανοποιητική ανταπόδοση, ιδίως όταν έχει συνάψει μια μακροχρόνια σύμβαση.
Η μεγάλη απόκλιση πραγματικών αποδόσεων ή παροχών ενός ασφαλιστικού προϊόντος από τις αναμενόμενες, σε βάθος χρόνου, απογοητεύει τον συνεπή ασφαλισμένο και κλονίζει ή βλάπτει την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς.
Η διαφήμιση των ασφαλιστικών προϊόντων
Για την καλύτερη προστασία των ασφαλισμένων, οι εν γένει προωθητικές ενέργειες θα πρέπει να είναι σαφείς και να αποφεύγονται οι γενικότητες και οι υπερβολές ως προς τις παρεχόμενες καλύψεις.
Η πώληση των ασφαλιστικών προϊόντων
Η διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων θα πρέπει οπωσδήποτε να διενεργείται από πρόσωπα άρτια καταρτισμένα και εμφορούμενα από επαγγελματισμό και ειλικρινή πρόθεση εξυπηρέτησης του πελάτη. Η παράδοση στον πελάτη εντύπων χωρίς να εξηγείται το περιεχόμενό τους δεν επαρκεί ώστε να κατανοήσει ο πελάτης τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που συνεπάγεται για εκείνον η υπογραφή μιας αίτησης ασφάλισης. Πέρα από τις αυτονόητες υποχρεώσεις και την αυτοτελή ευθύνη των ίδιων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να εφαρμόζουν διαδικασίες επιλογής και αξιολόγησης συνεργατών που δεν εξαντλούνται σε παραγωγικά κριτήρια, να μεριμνούν για την εκπαίδευσή τους και να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του δικτύου τους με τους ισχύοντες κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και ενημέρωσης.
Η διαχείριση των αποζημιώσεων
Η αποφυγή περιττής γραφειοκρατίας για τον ασφαλισμένο και η καταβολή της αποζημίωσης χωρίς άδικες και αδικαιολόγητες αρνήσεις ή καθυστερήσεις είναι απολύτως αναγκαίες και βρίσκονται στο επίκεντρο της βελτίωσης των επιχειρηματικών πρακτικών
Όλες οι ανωτέρω περιοχές υπόκεινται σε συνεχή αξιολόγηση από τις εποπτικές αρχές, με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό προβλημάτων που ενδέχεται να δημιουργήσουν κινδύνους για τα συμφέροντα των υφιστάμενων ή μελλοντικών ασφαλισμένων, καθώς και προκειμένου να περιοριστεί κατά το δυνατόν η πιθανότητα εμφάνισης συναφών προβλημάτων στο μέλλον. Στο ίδιο πνεύμα, αναμένονται και νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ στον τομέα των βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων, οι οποίες θα αποσαφηνίσουν και θα απλοποιήσουν πολλές από τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην ενιαία ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά.