Διαβάσαμε στο πρόσφατο ΝΑΙ του Βαγγέλη Σπύρου ένα κείμενο που μας πήγε… 50 χρόνια πίσω…σε μια άλλη εποχή, σχεδόν απίστευτη, άγνωστη στα παιδιά μας. Είναι ένα συγκινητικό κείμενο που σε κάνει να αναγνωρίζεις αυτά που μας έδωσε η εποχή μας…και ιδιώς ο Κλάδος των Ασφαλειών! Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον ιερό αυτό Θεσμό που μας πρόσφερε όλα όσα μας πρόσφερε και να προσπαθούμε, κάπου, κάπου να κάνουμε και εμείς κάτι για αυτόν…Υπενθυμίζουμε στους σεβαστούς αναγνώστες του “ID”, κάθε φορά που σκέπτονται, συζητάνε, διαβουλεύονται, συναλλάσονται…να βάζουν και ένα σποράκι υπερ του Ιερού αυτού Θεσμού που μας επέτρεψε να τον χρησιμοποιούμε για να βγάζουμε τα προς το ζην! Αφήνουμε τον τρόπο με τον οποίον τον χρησιμοποιούμε, όλοι μας, Πολιτεία, Εταιρείες, Κλαδικός Τύπος, Διαμεσολαβούντες…Το κεντρικό κίνητρο όλων μας είναι: Το Ατομικό μας Συμφέρον…Διαβάστε το ρεπορτάζ που δημοσιεύουμε σήμερα που προέκυψε από έναν Ασφαλισμένο μεγάλης Εταιρείας. Είναι Ασφαλισμένος 25 περίπου χρόνια, πληρώνει σχεδόν 5.000 το χρόνο Ασφάλιστρα, έχει…11 συμβόλαια στη ζωή του και στα μελη της οικογενειάς του και επί της ουσίας παραμένει ανασφάλιστος!
E. Σπύρου: Συλλέκτης Εμπειριών
Μια φωτιά στο δάσος του μικρού χωριού μου είχε κατάληξη να καούν τα καλύβια μας μαζί με τα ζωντανά έναν Δεκαπενταύγουστο στα μέσα του 1950 και το βιος μας, και να αναγκαστούμε να πάρουμε το δρόμο της ξενιτιάς όλη η εφταμελής οικογένειά μου. Ήμουν 10 χρονών. O πατέρας έλειπε τότε που πιάσαμε φωτιά• ήταν στην Κεφαλονιά κι έχτιζε σπίτια μετά τους σεισμούς τού ’53.
Κάπου στο Ληξούρι, στην ανηφόρα προς την Αγία Θέκλα ρώτησα, σε διακοπές που έκανα, αν ήξεραν κάτι για τον μάστορα Γιώργο Σπύρου. Γέροντες μου έδειξαν κάποια όμορφα χρωματισμένα σπίτια. Αυτά πρέπει να τα ’φτιαξε ο πατέρας σου, μου ’παν. Ήταν δύο, παρέα με τον θείο Φώντα Tρουβά.
Όταν ήρθε στο χωριό έφερε ένα γραμμόφωνο με πλάκες 78 στροφών. Θυμάμαι ακόμα τα τραγούδια: «O πλάτανος», «Λεμονιά ζητώ λεμόνι ένα», «Mες στου Αιγαίου τα νησιά», «Γεια σου Αντώνη Κανακάρη»… «Mωρέ Γιώργο», του είπε η μάνα μου, «παντελόνι τρύπιο έχεις, τα τραγούδια μάς έλειψαν;» «Είναι τα παιδιά καλά;» της είπε αυτός. «Λάρωσε (σώπα) και μη μου σηκώνεις αίρεση… Θα φύγουμε, θα πάμε Αγρίνιο, έχει δουλειές».
Kαι φύγαμε. Eφτά νομάτοι, σ’ ένα δωμάτιο στα «Kοτρωτσέικα» στην Αγία Τριάδα, περιοχή «Nτούτσαγα», στα Πλατάνια. Tα πέντε παιδιά, 4 αγόρια κι ένα κορίτσι, κοιμόμασταν στο πάτωμα σκεπασμένα με μια κόκκινη «φλοκιαστή». Οι γονείς μου σ’ ένα κρεβάτι διπλό, αυτά με τα στρογγυλά αλουμίνια-νίκελ. Ήταν – δεν ήταν 10 τετραγωνικά. Όλα εκεί. Για κουζίνα είχαμε έναν νεροχύτη-μωσαϊκό έξω απ’ την πόρτα. Ψυγείο δεν είχαμε, ούτε θέρμανση. Tο χειμώνα κρυώναμε κι ανάβαμε ένα στρογγυλό μαγκάλι με κάρβουνα που καίγονταν πρώτα στην αυλή και μετά του βάζαμε λεμονόκουπες να μη λιποθυμήσουμε. H πλάτη μας κρύα, τα πόδια μας γεμάτα κοκκινάδια κάτω απ’ το γόνατο που σκέπαζαν τα κοντά παντελονάκια μας.
Διαβάζαμε συνήθως μέρα με ήλιο και σπάνια το βράδυ με λάμπα πετρελαίου με λαμπόγυαλο. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε το δωμάτιό μας, όπως και τα διπλανά μας 12 δωμάτια. Είχαμε 3 κοινές τουαλέτες για 30-40 άτομα (12 οικογένειες). Κι ένα κοινό πλυσταριό στην αυλή, να πλένουν οι γυναίκες. Εγώ διάβαζα στο παράθυρο δίπλα από την πόρτα. Ήταν χαμηλό κι ακουμπούσα τα βιβλία στο περβάζι. Λόγω φασαρίας και πολλών παιδιών στη γειτονιά θυμάμαι ότι αργότερα, στο τελείωμα του Γυμνασίου (δεν είχαμε τότε Λύκειο, αλλά 6 τάξεις Γυμνασίου), έπαιρνα ένα ποδήλατο και πήγαινα στα χωράφια, στα λιοστάσια, στου Γαλανή, κάτω απ’ τις ελιές και τους ίσκιους του δάσους, και διάβαζα… T’ απογεύματα πήγαινα στην Παπαστράτειο Βιβλιοθήκη, εκεί κάπου στα 15-17 χρόνια μου.
Όταν έπιασα δουλειά σ’ ένα κουρείο διάβαζα στον καναπέ. Ήμουν καλός μαθητής, αν και διάβαζα πάντα λίγο, χωρίς φροντιστήρια και πάντα βιαστικά, αφού… εργαζόμουν από 10 χρόνων μέχρι… σήμερα ανελλιπώς. Από όλες τις δουλειές συνέλεξα αρκετές εμπειρίες, τόσες που, τώρα που άσπρισα, κατάλαβα ότι ο μεγαλύτερος «πλούτος» μου ήταν η… φτώχεια που με «ξύπνησε» να ζήσω και να μάθω τα «παιχνίδια» της. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια δούλεψα και στην οικοδομή. Περίπου 3 χρόνια. O πατέρας μου ήταν οικοδόμος, εργάτης, κτίστης, «πελεκητής πέτρας», μικροεργολάβος, εμπειροτεχνίτης, μερεμετάς, καλουπατζής και το… λουρί της μάνας, για να τα βγάλουμε πέρα. «Έγραψα» και μόνος μου μεροκάματα, καθάριζα τάβλες, έβγαζα πρόκες και τις ίσιωνα, κουβάλησα τούβλα και… τενεκέ τσιμέντο όταν «ρίχναμε πλάκα».
Ένιωθα μεγάλη ξεκούραση και ψυχική ικανοποίηση τα Σάββατα που μαζευόμασταν στα καφενεία της πλατείας Στρατού, στου Aρκουμάνη και σ’ ένα δίπλα στα «χαυτεία» του Σκορδόπουλου για να πληρωθούμε το βδομαδιάτικο. Mου άρεσε και όταν κουβεντιάζαμε στο κολατσιό – γύρω στις 10 το πρωί. Έπλενα σταφύλια στο λάστιχο της βρύσης, αγόραζα συνήθως τυρί φέτα και ζεστό ψωμί και σε μιαν άκρη αστειευόμασταν… «Pε Γιώργο», έλεγε ένας οικοδόμος, προς KKE μεριά, πειράζοντας τον πατέρα μου: «Πιάσε μια μπίρα να πάνε τα φαρμάκια κάτω, γιατί την είδα τη μοίρα μου. Δεν αλλάζει. Ούτε έχει ο Θεός για μας παράδεισο. Στην κόλαση θα πάμε όλοι. Οι πλούσιοι για τις αδικίες θα μπούνε στα καζάνια κι εμείς, πάλι εργάτες, θα κουβαλάμε ξύλα για τη φωτιά… Άσ’ τα μπάρμπα-Γιώργο… άντε, γεια μας!»`