Πώς λειτουργούν τα επενδυτικά και αποταμιευτικά προγράμματα, γιατί αξίζει να ξεκινήσουμε ένα, ποια είναι τα “ψιλά” γράμματα και ποιο το ρίσκο που παίρνουνμε;
άρθρο του Νίκου Μωράκη (αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση “Οδηγός Ασφάλισης” που κυκλοφόρησε στις 6/11 με την Καθημερινή της Κυριακής)
Ο καθένας από εμάς έχει βασικούς μακροχρόνιους οικονομικούς στόχους. Είναι συνήθως είτε η δημιουργία κεφαλαίου για να καλυφθούν τα δίδακτρα σπουδών των παιδιών μας, είτε η συμπλήρωση εισοδήματος για τα «χρυσά χρόνια» της συνταξιοδότησής μας, είτε η αποπληρωμή ενός δανείου, μιας εκκρεμότητας. Πώς όμως μπορούμε να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο μόνο από τον μισθό μας ή από ένα αρχικό κεφάλαιο, χωρίς να χρειαστεί να κερδίσουμε το λαχείο και χωρίς να έχουμε ιδιαίτερες γνώσεις σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και το εμπόριο χρήματος και τίτλων; Ρωτήσαμε τον σύμβουλο εκπαίδευσης και εξωτερικό συνεργάτη της Επιθεώρησης Φουφόπουλου της Εθνικής Ασφαλιστικής, Γιάννη Εσκιτζόγλου, αντλώντας χρήσιμες πληροφορίες και συμβουλές.
Τα επενδυτικά, αποταμιευτικά ασφαλιστικά προγράμματα των εταιρειών είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια συνδεδεμένα με επενδύσεις, που λειτουργούν παράλληλα και ως επενδυτικά προϊόντα, αξιοποιώντας τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο ασφαλισμένος σε ετήσια ή μηνιαία βάση.
Πως λειτουργούν
Τα αποταμιευτικά ασφαλιστικά προγράμματα χωρίζονται σε κλασικά, τα οποία έχουν εγγυημένες αποδόσεις στη λήξη τους, όπως και εγγύηση κεφαλαίου (δεν παρέχονται πλέον από τις περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες), και τα Unit linked προγράμματα, τα οποία συνδέονται με επενδυτικές μονάδες (units) αμοιβαίων κεφαλαίων, συνδυάζοντας την ασφαλιστική κάλυψη και την επένδυση/αποταμίευση σε ένα προϊόν. Πρόκειται για προγράμματα τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, λειτουργούν και αποδίδουν σε έναν χρονικό ορίζοντα μίνιμουμ δεκαετίας, με τις προτεινόμενες ηλικίες έναρξής τους να είναι τα 30 ή 40 έτη, έτσι ώστε οι δικαιούχοι να έχουν στη διάθεσή τους περισσότερες εντολές αγοράς (μερίδια), που θεωρητικά σημαίνει και μεγαλύτερες πιθανότητες για υψηλές αποδόσεις.
Ουσιαστικά, ο ασφαλισμένος, καταβάλλοντας κάθε μήνα τα ασφάλιστρά του, αγοράζει (επενδύει) αυτομάτως σε νέα μερίδια (units), συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο σε μια συλλογική επένδυση. Για παράδειγμα, σε βάθος δεκαετίας θα έχουν αγοραστεί για λογαριασμό του μερίδια σε 120 διαφορετικές ημερολογιακές χρονικές στιγμές (12 μήνες x 10 χρόνια = 120) ή σε βάθος εικοσαετίας σε 240 (12 μήνες x 20 χρόνια = 240). Επειδή υπάρχει αυτή η συνέπεια στις εντολές επένδυσης σε βάθος χρόνου και αυτή η ποικιλία στις τιμές αγοράς, στατιστικά μιλώντας, είναι πολύ υψηλές οι πιθανότητες το ποσό που θα αποδοθεί στον ασφαλισμένο στη λήξη του συμβολαίου του να είναι αισθητά μεγαλύτερο από το συνολικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί όλα αυτά τα χρόνια. Πέρα από αυτό το επιχείρημα, οι ασφαλιστικές εταιρείες χρησιμοποιούν και τη θεωρία των κύκλων που κάνει η οικονομία, σύμφωνα με την οποία κάθε επτά με δεκαπέντε χρόνια βιώνουμε αλλαγές σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μεγαλύτερη διασπορά χρόνου και ακόμα μεγαλύτερη διασπορά κινδύνου.
Τι πρέπει να προσέχουμε;
Ενώ είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τους παλιότερους κύκλους της οικονομίας και τις αποδόσεις παρόμοιων ή των ίδιων επενδυτικών προγραμμάτων στο παρελθόν, δεν πρέπει να στηριζόμαστε αποκλειστικά σε αυτά τα στατιστικά στοιχεία. Αυτή είναι και μια κόκκινη γραμμή, που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί απαράβατο όρο στην επικοινωνία τέτοιων επενδυτικών προϊόντων, ζητώντας από τις εταιρείες που πραγματεύονται αυτές τις υπηρεσίες να δηλώνουν ρητά ότι «οι προηγούμενες αποδόσεις δεν εξασφαλίζουν τις μελλοντικές» και να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους τους τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο για την εξέλιξη και την πορεία του λογαριασμού τους, όπως επίσης και για τον τρόπο διαχείρισης του κεφαλαίου για το διάστημα που προηγήθηκε.
Προγράμματα εγγυημένου κεφαλαίου vs unit linked προγραμμάτων
Τα αποταμιευτικά ασφαλιστικά προγράμματα εγγυημένου κεφαλαίου έχουν εγγυημένη αξία λήξης, όπως και εγγυημένη αξία εξαγοράς ανά έτος ασφάλισης, χωρίς να επηρεάζονται από τις αλλαγές στο ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Έχουν περιορισμένη ευελιξία σε περίπτωση αλλαγής των αναγκών του πελάτη και οι επενδυτικές επιλογές ανήκουν αποκλειστικά στην ασφαλιστική εταιρεία. Εναλλακτικά, στα Unit linked προγράμματα, ο πελάτης συμμετέχει στις επενδυτικές επιλογές ανάλογα με το επενδυτικό προφίλ που θέλει να υιοθετήσει και τον βαθμό ρίσκου που επιθυμεί. Ο επιμερισμός του ασφαλίστρου είναι σαφής, ανάμεσα στο ποσό που επενδύεται και στο ποσό που αφορά την ασφάλιση ζωής του ασφαλισμένου, με τον ίδιο να μπορεί εύκολα να παρακολουθεί την πορεία της επένδυσής του. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο επιλογών είναι ότι στα Unit linked οι ασφαλισμένοι έχουν την προσδοκία μεγαλύτερης απόδοσης (εμπεριέχει βαθμό επενδυτικού κινδύνου) σύμφωνα με την πορεία των επενδυτικών κεφαλαίων με τα οποία συνδέονται, ενώ οι ασφαλισμένοι με εγγυημένες αποδόσεις ξέρουν εκ των προτέρων την αξία εξαγοράς στη λήξη του συμβολαίου τους, που τη δεδομένη στιγμή μπορεί ή να συμφέρει ή να είναι αισθητά πιο χαμηλή σε σχέση με κάποια άλλη επενδυτική στρατηγική μη εγγυημένης απόδοσης.
Καλή εναλλακτική στις προθεσμιακές καταθέσεις
Σε περιόδους σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα, που ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 11,3% και το μέσο επιτόκιο στις προθεσμιακές καταθέσεις είναι 0,03% το τρίμηνο, και μάλιστα με 15% φόρο, το να έχουμε τις καταθέσεις μας μακροχρόνια στην τράπεζα ισοδυναμεί, με τα σημερινά δεδομένα, με μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων μας έως και 45% σε βάθος τετραετίας. Οι καταθέσεις μας χάνουν δηλαδή την αγοραστική τους αξία λόγω του πληθωρισμού. Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Να τις αξιοποιήσουμε μέσα από ένα ασφαλιστικό-επενδυτικό πρόγραμμα χαμηλού/μεσαίου ρίσκου, προσδοκώντας, μέσω των μελλοντικών αποδόσεων, να αντισταθμίσουμε τις απώλειες που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός στην αγοραστική μας δύναμη.
Ποιος αξιοποιεί τα χρήματα μας;
Οι ασφαλιστικές εταιρείες που παρέχουν τέτοιου είδους προϊόντα συνεργάζονται με Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ), μεγάλους επενδυτικούς οίκους και πιστωτικά ιδρύματα κυρίως του εξωτερικού, Asset Managers ή Fund Managers, που αναλαμβάνουν τη διαχείριση αυτών των χαρτοφυλακίων τοποθετώντας τα χρήματα στις διεθνείς αγορές για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιρειών και κατ’ επέκταση των ασφαλισμένων τους. Εταιρείες όπως η PNB Paribas, MEAG (Munich ERGO Asset Management), Blackrock, PIMCO, Allianz Global Investors κ.ά. επενδύουν σε ομόλογα κρατών και πιστωτικών ιδρυμάτων, μετοχές και κινητές αξίες εισηγμένες σε διεθνή χρηματιστήρια, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και συνάλλαγμα (νομίσματα), φροντίζοντας για τη διασπορά του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου με βάση τον επενδυτικό κίνδυνο (χαμηλό, μεσαίο ή υψηλό).
Κλίμακα επενδυτικού κινδύνου
Ο επενδυτικός κίνδυνος είναι ο βασικός παράγοντας που καθορίζει το ύψος ή το βάθος μιας επένδυσης και γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν κλίμακες οι οποίες ορίζουν το ύψος του επενδυτικού ρίσκου. Ανάλογα με το επενδυτικό προφίλ του υποψηφίου προς ασφάλιση, επιλέγεται προϊόν που ο βαθμός επενδυτικού κινδύνου να ταιριάζει στο προφίλ του. Σε μια κλίμακα από το 1 έως το 7, όσο πιο κοντά στο 1 βρίσκεται ένα Unit linked τόσο πιο αμυντικό-συντηρητικό θεωρείται ‒ με χαμηλή προσδοκία υψηλών αποδόσεων αλλά και χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο 7 βρίσκεται, τόσο πιο επιθετικό είναι, με αντίστοιχα μεγάλη προσδοκία για υψηλές αποδόσεις και ανάλογα υψηλό επενδυτικό κίνδυνο. Με βάση αυτή την κλίμακα, τα επενδυτικά προγράμματα που παρέχουν πολλές ασφαλιστικές εταιρείες κινούνται από το 3 έως το 5, έχοντας μια μεσαίου κινδύνου επενδυτική στρατηγική. Σε κάθε πρόγραμμα επένδυσης/αποταμίευσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα ελάχιστο διαχειριστικό ετήσιο κόστος, όπως επίσης και μια επιβάρυνση που αφορά το «δικαίωμα συμβολαίου» της ασφαλιστικής εταιρείας, που αφορά τα λειτουργικά της έξοδα.
Τι γίνεται στη λήξη του συμβολαίου;
Κατά τη διάρκεια σύναψης του επενδυτικού/αποταμιευτικού συμβολαίου, πρέπει να αποφασίσουμε αν στη λήξη του, μετά από 10 ή 20 χρόνια, το κεφάλαιο που θα έχει δημιουργηθεί θα το εισπράξουμε με εφάπαξ καταβολή ή τμηματικά σε μορφή «ισόβιας σύνταξης» ή προκαθορισμένης διάρκειας. Αν επιλέξουμε εφάπαξ καταβολή, τα πράγματα είναι απλά. Αν, εναλλακτικά, επιλέξουμε τη λεγόμενη «ισόβια σύνταξη», τότε θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο υπολογισμός της «δόσης» που θα λαμβάνουμε τον μήνα γίνεται με βάση την ηλικία μας και τους πίνακες θνησιμότητας του ημερολογιακού έτους που θα λήξει το επενδυτικό μας πρόγραμμα. Στην περίπτωση που ένας ασφαλισμένος υπερβεί το προσδόκιμο ζωής που έχει υπολογιστεί, η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να συνεχίσει να καταβάλλει κανονικά τη σύνταξη που έχει συμφωνηθεί, και ας έχει συμπληρωθεί το κεφάλαιο από το επενδυτικό πρόγραμμα που είχε ο ασφαλισμένος. Στην περίπτωση των μηνιαίων καταβολών με προκαθορισμένη διάρκεια, ο ασφαλισμένος θα λαμβάνει το κεφάλαιο που θα δημιουργηθεί σε ισόποσες δόσεις. Τέλος, όλα τα προγράμματα δίνουν την επιλογή να προσθέσουμε δικαιούχους στα συμβόλαια σε περίπτωση που το ασφαλισμένο πρόσωπο αποβιώσει.
Που μπορούμε να απευθυνθούμε;
Οι ειδικοί στους οποίους μπορούμε να απευθυνθούμε και είναι πιστοποιημένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος, και πιο συγκεκριμένα από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, είναι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές (ασφαλιστές), που έχουν όμως το πιστοποιητικό Δ της ΤτΕ, το οποίο αφορά τη διαμεσολάβηση και την προώθηση επενδυτικών προϊόντων. Πρόκειται για πιστοποίηση η οποία διαφέρει από το πιστοποιητικό Α, το οποίο αφορά τη γενική άδεια ασκήσεων επαγγέλματος ενός ασφαλιστή. Είναι ένα πιστοποιητικό που καλό θα ήταν να ζητάμε πριν εμπιστευτούμε έναν επαγγελματία στη λήψη ενός επενδυτικού/αποταμιευτικού προγράμματος. Επίσης, ασφαλιστική εταιρεία και ασφαλιστής, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης και σύναψης του συμβολαίου, υποχρεούνται να μας προσκομίσουν ενημερωτικό υλικό (έντυπα ή ηλεκτρονικά), το οποίο αφορά γενικές και ειδικές πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα, να προχωρήσουν σε ανάλυση των αναγκών μας, να αξιολογήσουν την καταλληλότητά μας, συμπληρώνοντας σχετικό ερωτηματολόγιο, να μας κάνουν προσυμβατική ενημέρωση και, φυσικά, να μας δώσουν σχετική προσφορά. Όλα τα παραπάνω δεν είναι οδηγίες και κανόνες που εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε επαγγελματία, αλλά βασικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με τον νόμο 4583/2018 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη Διανομή Ασφαλιστικών Προϊόντων (IDD).