Το μέτωπο της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για όλο τον κόσμο, αλλά και για τομείς δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να έχουν ρόλο στη μείωση των επιπτώσεων ή και να προλάβουν με τη συμμετοχή τους κάποιες από αυτές.
του Λάμπρου Πολύζου (Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση Οδηγός Ασφάλισης που κυκλοφόρησε με την Καθημερινή της Κυριακής 13/11/2022)
Για την ασφαλιστική αγορά, που καλεί εδώ και χρόνια την κυβέρνηση σε συνεργασία προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το σοβαρό πρόβλημα με έντονες κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις, είναι παράλληλα και μεγάλο πεδίο ανάπτυξης. Ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστος Στυλιανίδης, αναφερόμενος στο θέμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, είπε ότι «η ασφάλιση μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα εξαιρετικά χρήσιμο, ουσιαστικό και επικουρικό εργαλείο στη μάχη που δίνουμε απέναντι στην κλιματική κρίση». Και πρόσθεσε ότι «είναι απόλυτα αναγκαίο η χώρα να αυξήσει την ασφαλιστική συνείδηση του πολίτη, γιατί θα είναι προς όφελος όλων και κυρίως του ιδίου. Γιατί τα δημόσια οικονομικά είναι τα οικονομικά του πολίτη. Η ασφάλιση μπορεί να μας οδηγήσει συμπληρωματικά και στην ενδυνάμωση της κλιματικής ανθεκτικότητας της χώρας, ενισχύοντας παράλληλα και την οικονομική ανθεκτικότητα». Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εκδηλώσεις φαινομένων φυσικών καταστροφών γίνονται ολοένα και πιο συχνές και πιο επώδυνες, με τις ζημιές να εκτινάσσονται στα ύψη. Μόνο κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο είχαμε μεταξύ άλλων:
- Τα φαινόμενα της περιόδου 9-17 Οκτωβρίου του 2021 (βροχοπτώσεις στην Εύβοια και στη Θεσσαλία, κακοκαιρία «Μπάλλος»), όταν στις εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες δηλώθηκαν 1.629 ζημιές με αρχική πρόβλεψη αποζημιώσεων στα 7,4 εκατ. ευρώ.
- Την κακοκαιρία «Ελπίς», τον Ιανουάριο του 2022, σε Αττική, Εύβοια και Βοιωτία, όπου δηλώθηκαν 3.059 ζημιές με συνολικό ποσό απαίτησης από τις ασφαλιστικές εταιρείες 6,5 εκατ. ευρώ.
- Όσο για τις δασικές πυρκαγιές του Ιουλίου στην Αττική, δηλώθηκαν 265 ζημιές, με αρχική πρόβλεψη αποζημιώσεων τα 6 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, τον Αύγουστο του 2021, μετά τις φωτιές στην Εύβοια και στην Αττική δηλώθηκαν «συνολικά 778 ζημιές, με πρόβλεψη αποζημιώσεων 38,5 εκατομμύρια ευρώ». Από τις αιτήσεις των πολιτών που ζήτησαν οικονομική υποστήριξη από το κράτος φαίνεται πως μόλις το 13% των κατοικιών και των επιχειρήσεων που υπέστησαν ζημιές ήταν ασφαλισμένο, ενώ οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες προσέφυγαν στην κρατική αρωγή. Από τις αιτήσεις αποζημίωσης σε ασφαλιστικές εταιρείες για τις ζημιές κτιρίων μετά τις φωτιές του Αυγούστου, το 72% αφορούσε την Αττική, το 15,2% την Εύβοια, το 11% την Πελοπόννησο και το 1,6% άλλες περιοχές της χώρας.
Οι κατοικίες που είχαν υποστεί ζημιές ήταν το 80,6% των περιπτώσεων, τα βιομηχανικά κτίρια το 2,5%, οι εμπορικές επιχειρήσεις το 13,2%, τα ξενοδοχεία το 0,3% και τα φωτοβολταϊκά πάρκα το 3%. Οι αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν σε κατοικίες και εμπορικές επιχειρήσεις αφορούσαν πάνω από το 100% των κεφαλαίων που είχαν καταβληθεί. Αμέσως μετά την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, είχαν καταβληθεί 35 εκατ. ευρώ για ζημιές σε κατοικίες. Από το 1993, ένα έτος μετά τη χρονιά που ο κόσμος άρχισε να μετράει επίσημα την κλιματική αλλαγή στο Ρίο, έως το 2021 έχουν αποζημιωθεί 36.042 ιδιοκτήτες για ζημιές, με ποσό απαίτησης σχεδόν 500 εκατ. ευρώ. Στο διάστημα αυτό, το 2021 κρατάει τα σκήπτρα, με 3.039 ζημιές και αποζημιώσεις 45,7 εκατομμυρίων. Ενώ από το 1993 έως το 2016 οι ζημιές ήταν το 58,7% του συνόλου και το 57,4% των απαιτήσεων (286 εκατομμύρια ευρώ), μόνο την τελευταία 5ετία αφορούν το 41,3% της περιόδου 1993-2021 και το 42,6% του ποσού των αιτούμενων αποζημιώσεων, με τα ποσά διαρκώς να «σκαρφαλώνουν» επειδή ανεβαίνουν οι περιπτώσεις ζημιών.
ΥΠΟΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Παράγοντες της ασφαλιστικής αγοράς τονίζουν ότι οι φυσικές καταστροφές που λαμβάνουν χώρα είναι μεγάλες, αλλά δεν προκαλούν τόσο υψηλές αποζημιώσεις στις ασφαλιστικές εταιρείες, επειδή απλώς το μέσο ελληνικό νοικοκυριό είναι έντονα υποασφαλισμένο. Μόλις γύρω στο 16% των κατοικιών έχουν ασφαλιστική κάλυψη, την ώρα που στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 70 και 80%. Μάλιστα, το ποσοστό των ασφαλισμένων κατοικιών θα ήταν πολύ χαμηλότερο, αν δεν υπήρχε η υποχρεωτική κάλυψη των σπιτιών που έχουν αποκτηθεί μέσω τραπεζικού δανεισμού. Ωστόσο, για να μην αισθανόμαστε «ανάδελφοι» και σε αυτό το θέμα, πρέπει να σημειωθεί ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ασφαλιστικές καλύψεις για φυσικές καταστροφές δεν έχουν ιδιαίτερη διάδοση και σε άλλα μέρη του κόσμου. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία του 2020, στη Βόρεια Αμερική μόνο περίπου το 20% των ζημιών από πλημμύρα καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση. Τα ποσοστά για την Ελλάδα δεν ξεπερνούν το 5%. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον σεισμό, όπου οι αποζημιώσεις των ασφαλιστικών δεν ξεπερνούν το 30% του συνόλου των ζημιών σε όλες τις προηγμένες χώρες με ζώνες αυξημένης σεισμικότητας, πλην της Ωκεανίας (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κ.ά.).
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ
Οι προειδοποιήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών προς την κυβέρνηση είναι σαφείς. Υποστηρίζουν πως είναι λάθος οι πληγέντες να στηρίζονται κάθε φορά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πρώτα απ’ όλα γιατί, όσο αυξάνονται οι φυσικές καταστροφές, αυτό θα είναι ολοένα και πιο επαχθές για τους φορολογουμένους και, κυρίως, επειδή σε ένα φαινόμενο μεγάλης καταστροφής, όπως π.χ. ένας πολύ μεγάλος σεισμός –που σίγουρα θα έρθει, αλλά δεν ξέρουμε πότε–, το κράτος θα σηκώσει ψηλά τα χέρια. Η κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο του κλιματικού νόμου, είχε προβλέψει διάταξη που καθιστούσε υποχρεωτική την ασφάλιση των κατοικιών, αλλά μόνο για τις περιοχές «υψηλής τρωτότητας» και μάλιστα για τις κατοικίες που θα χτίζονταν από το 2025 και μετά. Πιο αναλυτικά, η διάταξη πρόβλεπε ότι από την 1η Ιανουαρίου 2025 τα νέα κτίρια που βρίσκονται σε ζώνες υψηλής τρωτότητας θα ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Η ύπαρξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου, μάλιστα, θα αποτελεί προϋπόθεση για την ηλεκτροδότηση του κτιρίου. Ως ζώνες υψηλής τρωτότητας θεωρούνται οι περιοχές που βρίσκονται είτε σε γεωγραφικές ζώνες υψηλής πιθανότητας πλημμύρας ή πλησίον δασικών περιοχών που χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς. Οι περιοχές αυτές θα καθορίζονται με απόφαση του οικείου γενικού διευθυντή Δασών, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της δασικής βλάστησης, την πυκνότητά της, την απόσταση από τα κτίρια και τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος είχε αντιδράσει στο συγκεκριμένο άρθρο του νόμου. «Πρόκειται για μια ρύθμιση η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ασφαλιστική επιστήμη και τεχνική.
Βασική αρχή της ασφάλισης είναι η ασφάλιση τυχαίου, αβέβαιου και μελλοντικού κινδύνου, κινδύνου δηλαδή που δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, αλλά αποτελεί ενδεχόμενο», είχε αναφέρει η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, με τον πρόεδρό της, Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου, να δηλώνει τον περασμένο Μάιο: «Το εν λόγω άρθρο είναι ξεκάθαρα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς για πρώτη φορά εισάγει την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης των κτιρίων. Ωστόσο εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες, καθώς περιορίζει την υποχρεωτικότητα μόνο σε μικρές και επικίνδυνες περιοχές, με τρόπο που τελικά καθιστά τεχνικά ανέφικτη την ασφάλιση. Στις ασφάλειες η βασική αρχή είναι ότι οι πολλοί πληρώνουν λίγα, για να καλυφθούν ζημιές των λίγων όταν χρειαστεί. Εάν ασφαλίζονται λίγοι, τότε το κόστος θα είναι υψηλό και ουσιαστικά η ασφάλιση θα είναι ανέφικτη», υπογράμμισε ο κ. Σαρρηγεωργίου. Προσέθεσε ότι, όταν ένας ιδιοκτήτης επιλέγει να μην ασφαλίσει το σπίτι του, ουσιαστικά αυτασφαλίζεται, πράγμα που σημαίνει ότι αναλαμβάνει να πληρώσει μόνος του τις πιθανές ζημιές. «Όμως αυτό μπορούν να το κάνουν λίγοι. Η ιδιωτική ασφάλιση είναι για τους πολλούς, αυτοί τη χρειάζονται», υποστήριξε ο ίδιος. Αναφορικά με το κόστος, σημείωσε ότι ένα πλήρες πακέτο, που περιλαμβάνει και τον κίνδυνο σεισμού (για τον οποίο δεν τίθεται ζήτημα υποχρεωτικότητας από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο), κυμαίνεται μεταξύ 120 και 150 ευρώ τον χρόνο για μια κατοικία 86 τ.μ., που εκτιμάται ότι είναι το εμβαδόν του μέσου σπιτιού, ενώ η μαζική ασφάλιση θα έριχνε τις τιμές. Σύμφωνα με τον κ. Σαρρηγεωργίου, η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης στις περιοχές υψηλής τρωτότητας δεν θα πρέπει να αφορά μόνο τα νέα κτίρια, αλλά και τα υφιστάμενα, καθώς αυτά θεωρούνται ακόμα πιο ευάλωτα.
Έντονες αντιδράσεις, που έδειξαν και τι οφείλει να συγκεράσει ο νομοθέτης όταν επανέλθει με μια αντίστοιχη διάταξη, υπήρξαν και από άλλες κοινωνικές ομάδες. Για υψηλά έως απαγορευτικά ασφάλιστρα στην περίπτωση που ψηφιστούν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις προειδοποίησε και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ), Στράτος Παραδιάς, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως, «σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλισης, δεν υπάρχει ασφάλιση κτιρίων που βρίσκονται αποκλειστικά σε ζώνες υψηλού κινδύνου, στις οποίες το ασφαλιζόμενο θα είναι όλο στην επισφάλεια. Εάν κάτι τέτοιο εφαρμοστεί, τα ασφάλιστρα θα είναι εκπληκτικά υψηλά, απαγορευτικά. Στην ασφάλιση περιλαμβάνουμε στο πακέτο τα πάντα, και τα ασφαλή και τα επισφαλή. Δεν γίνεται να ασφαλίζεται η επισφάλεια». Ελλιπή και χωρίς μέριμνα για τους οικονομικά ευάλωτους έκριναν τη ρύθμιση έντεκα περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί φορείς. Σε κοινή ανακοίνωσή τους επισήμαναν ότι ο κλιματικός νόμος μεταξύ άλλων «προβλέπει ασφάλιση κινδύνου για κλιματική αλλαγή, αγνοώντας τα υφιστάμενα κτίρια, χωρίς να θίξει τις διατάξεις που ενθαρρύνουν την εγκατάσταση δραστηριοτήτων στις ζώνες υψηλής τρωτότητας (όπως, π.χ., το νομικό πλαίσιο για τις οικιστικές πυκνώσεις και την τακτοποίηση αυθαιρέτων) και χωρίς κάποια ελάχιστη διασφάλιση ότι η ασφαλιστική προστασία θα είναι προσιτή σε όλους».
Συνοπτικά, και μετά αυτές τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση έλαβε υπόψη της τους λόγους που παρατίθενται στη συνέχεια, προκειμένου να αποσύρει τη διάταξη. Για κάποιους από αυτούς, προφανώς, δεν έχει επανέλθει στο θέμα:
- Η επιβολή πάγιου ετήσιου κόστους διαβίωσης σε συγκεκριμένη ομάδα νοικοκυριών (που αποκτούν νεόδμητες κατοικίες σε ζώνες υψηλής τρωτότητας), σε μια περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων και μεγάλης αβεβαιότητας.
- Η σφοδρότατη αντίδραση που εξέφρασε σύσσωμη η ασφαλιστική αγορά.
- Η λανθασμένη, ασφαλιστικά, προσέγγιση της υποχρεωτικής κάλυψης των κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών. Η διάταξη αφορούσε μόνο τις κατοικίες υψηλού κινδύνου και αυτό ανέτρεπε όλες τις αναλογιστικές μελέτες του κλάδου.
- Το σοβαρό ενδεχόμενο η εφαρμογή της σχετικής ρύθμισης να οδηγούσε σε αυξήσεις ασφαλίστρων για τις καλύψεις των ακινήτων έναντι ακραίων φυσικών φαινομένων.
- Η προβληματική εφαρμογή της προτεινόμενης διάταξης μετά την ηλεκτροδότηση κάθε νεόδμητου ακινήτου σε περιοχές υψηλής τρωτότητας.
- Η άσκηση αυστηρής κριτικής από την αντιπολίτευση.
- Το ότι η χώρα εισέρχεται πλέον σταδιακά σε προεκλογική περίοδο, γεγονός το οποίο δεν αφήνει περιθώρια για ανάλογες αποφάσεις.
- Το μεγάλο διάστημα που θα μεσολαβούσε για την εφαρμογή της απόφασης, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δίνει τη δυνατότητα στη σημερινή ή και στην επόμενη κυβέρνηση να επανέλθει στο θέμα με αναθεωρημένη πρόταση.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΑΕΕ
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος επιθυμεί η συζήτηση που θα διεξαχθεί να εκκινεί από τη θέση ότι η υποχρεωτικότητα θα πρέπει να αφορά όλες τις κατοικίες και όχι μόνο τις νεόδμητες στις περιοχές υψηλής τρωτότητας. Η εξήγηση είναι απλή: Αν ο νόμος εφαρμοστεί μόνο στις κατοικίες υψηλής τρωτότητας, ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος, που το ασφάλιστρο θα είναι απαγορευτικά υψηλό. «Είναι σαν να τιμολογείς συμβόλαια υγείας μόνο σε άτομα που έχουν διαγνωστεί ως καρκινοπαθείς», αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς. Αντίθετα, αν το μέτρο αφορά όλες τις κατοικίες, τότε το ασφάλιστρο θα μπορούσε να μειωθεί κατακόρυφα για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή θα υπήρχαν οικονομίες κλίμακας για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Δεύτερον, γιατί ο μέσος κίνδυνος θα ήταν πολύ χαμηλότερος. Και τρίτον, διότι ένα τμήμα του κόστους θα μπορούσε –άμεσα ή έμμεσα, όπως π.χ. φοροαπαλλαγή ασφαλίστρου– να το επωμιστεί το κράτος. Αν συνέβαιναν όλα αυτά, θα έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Σε περίπτωση φυσικής καταστροφής, τη ζημιά θα πλήρωναν οι ξένες αντασφαλιστικές εταιρείες, οι πολίτες θα ήταν σίγουροι πως θα μπορούσαν να επανακτήσουν την περιουσία τους και ο κρατικός προϋπολογισμός θα επωφελείτο. «Το πρόβλημα εστιάζεται στο ότι οι κυβερνήσεις φοβούνται μήπως ένα τέτοιο νομοθέτημα θεωρηθεί ως ένα ακόμη χαράτσι στα ακίνητα, τα οποία είναι ήδη έντονα φορολογικά επιβαρυμένα. Και αυτός ο φόβος εντείνεται ιδίως τώρα που βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες πριν από τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές», αναφέρουν χαρακτηριστικά πηγές της αγοράς.