Τα αποταμιευτικά & επενδυτικά προγράμματα των Ασφαλιστικών εταιρειών συνήθως εξυπηρετούν την ανάγκη αναπλήρωσης του ποσοστού της σύνταξης που θα λάβουμε από τη Δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση, λειτουργώντας συμπληρωματικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν και άλλους βασικούς μακροχρόνιους οικονομικούς μας στόχους.
γράφει ο Νίκος Μωράκης (Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα “Σύνταξη & Αποταμίευση” στο περιοδικό Κ που κυκλοφόρησε την Κυριακή 12/3/2023 μαζί με την εφημερίδα Καθημερινή)
Τα συγκεκριμένα προγράμματα μπορούν να ικανοποιήσουν κάθε οικονομική ανάγκη του δικαιούχου όπως το κεφάλαιο για να καλυφθούν τα δίδακτρα σπουδών των παιδιών μας, η αποπληρωμή ενός δανείου ή η αγορά ενός ακινήτου. Τα εν λόγω προγράμματα είναι επί της ουσίας επενδυτικά, αποταμιευτικά ασφαλιστικά συμβόλαια που αξιοποιούν τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο ασφαλισμένος επενδύοντας τα στις διεθνείς αγορές. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που ακολουθούν δεν αποτελούν κανόνα και, ανάλογα με την εταιρεία που θα επιλέξει κανείς, διαφοροποιούνται οι αποδόσεις, και οι όροι των συμβολαίων. Αποτελούν όμως έναν πολύ καλό οδηγό για όσους ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν ένα μακροχρόνιο επενδυτικό πλάνο. Σε κάθε περίπτωση αν τα όσα σας παρουσιάσουμε παρακάτω σας πείσουν για την αξία των επενδυτικών, αποταμιευτικών ασφαλιστικών προγραμμάτων, τότε με τη βοήθεια ενός πιστοποιημένου Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή θα μπορέσετε να ξεκινήσετε και εσείς το δικό σας.
1. Τι είναι τα Επενδυτικά, αποταμιευτικά ασφαλιστικά προγράμματα;
Είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια των Ασφαλιστικών Εταιρειών συνδεδεμένα με επενδύσεις που λειτουργούν παράλληλα και ως επενδυτικά προϊόντα αξιοποιώντας τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο ασφαλισμένος σε ετήσια ή μηνιαία βάση.
2. Πόσα «είδη» τέτοιων προγραμμάτων υπάρχουν στην Ασφαλιστική αγορά;
Τα αποταμιευτικά ασφαλιστικά προγράμματα χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Σε αυτά με τις λεγόμενες «εγγυημένες αποδόσεις» και στα unit linked τα οποία συνδέονται με επενδυτικές μονάδες (units) αμοιβαίων κεφαλαίων.
3. Ποια από τα δύο είδη προγραμμάτων είναι καλύτερο;
Υπάρχει μεγάλο debate αναφορικά με αυτό το θέμα. Τα εγγυημένα προγράμματα έχουν εγγυημένη αξία λήξης και εγγυημένη αξία εξαγοράς ανά έτος ασφάλισης χωρίς να επηρεάζονται από τις αλλαγές στο ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει παράλληλα ότι είναι αρκετά περιορισμένα λόγω του αυστηρού πλαισίου μέσα στο οποίο ανήκουν ενώ ο ασφαλισμένος δεν έχει το δικαίωμα επιλογής στο που θα επενδυθούν τα κεφάλαιά του. Εναλλακτικά τα Unit Linked προγράμματα είναι πολύ πιο ευέλικτα με περισσότερη διαθέσιμη πληροφορία προς τον ασφαλισμένο ο οποίος μπορεί να επιλέξει το επενδυτικό προφίλ που επιθυμεί όπως επίσης το επενδυτικό ρίσκο. Η βασική τους διαφορά είναι ότι στα unit linked προγράμματα το ρίσκο αλλά και το ύψος της απόδοσης είναι κυμαινόμενο ενώ στα εγγυημένης απόδοσης ο ασφαλισμένος γνωρίζει εκ των προτέρων την αξία εξαγοράς στη λήξη του συμβολαίου τους.
4. Πόσο καιρό πρέπει να διατηρήσω ένα τέτοιο πρόγραμμα προκειμένου να βγω κερδισμένος;
Τα συγκεκριμένα προγράμματα λειτουργούν και αποδίδουν σε έναν χρονικό ορίζοντα minimumδεκαετίας. Οι ασφαλισμένοι μέσω των ασφαλίστρων που πληρώνουν μηνιαίως αγοράζουν (επενδύουν) αυτόματα σε νέα μερίδια (units) συμμετέχοντας με αυτό το τρόπο σε μια συλλογική επένδυση. Στη δεκαετία ένας ασφαλισμένος μπορεί να αγοράσει για λογαριασμό του μερίδια σε 120 διαφορετικές ημερολογιακές χρονικές στιγμές (12 μήνες x 10 χρόνια = 120). Στρατηγική που επειδή έχει συνέπεια στις εντολές επένδυσης σε βάθος χρόνου αλλά και ποικιλία στις τιμές αγοράς, στατιστικά μιλώντας οι πιθανότητες το ποσό που θα του αποδοθεί στη λήξη του συμβολαίου να είναι αισθητά μεγαλύτερο από το συνολικό κεφάλαιο είναι πολύ υψηλές.
5. Τι θα συμβεί αν διακόψουμε το συμβόλαιο πριν τη λήξη του;
Αν τα εξαγοράσεις πριν την προκαθορισμένη διάρκεια τους ή πριν την προτεινόμενη διάρκεια τους ενδέχεται οι αποδώσεις τους να μην είναι οι αναμενόμενες έως και αρνητικές. Ανάλογα τους όρους των συμβολαίων κάποιες Ασφαλιστικές Εταιρείες εφαρμόσουν και ποινές εξαγοράς. Με λίγα λόγια δεν συμφέρει να τα διακόψουμε πριν τη minimum διάρκεια απόδοσής τους.
6. Υπάρχει ιδανική ηλικία για να ξεκινήσει κανείς;
The sooner the better. Όσο πιο πολλά χρόνια έχει κανείς μπροστά του μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης του, τόσες περισσότερες εντολές αγοράς (μερίδια) θα έχει συγκεντρώσει κάτι που θεωρητικά σημαίνει και μεγαλύτερες πιθανότητες για υψηλές αποδόσεις. Οι προτεινόμενες ηλικίες έναρξης είναι τα 30 με 40 έτη χωρίς αυτό να είναι κανόνας.
7. Οι προηγούμενες αποδόσεις εξασφαλίσουν τις μελλοντικές;
Πολλές ασφαλιστικές εταιρείες και ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές χρησιμοποιούν τους παλιότερους κύκλους της οικονομίας και τις αποδόσεις παρόμοιων επενδυτικών προγραμμάτων από το παρελθόν ως εργαλεία για να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους. Κάτι που εν μέρη έχει λογική αλλά δεν είναι κανόνας και δεν θα πρέπει να στηριζόμαστε αποκλειστικά σε αυτά τα στατιστικά. Αυτός είναι και ο λόγος που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητάει από εταιρείες και επαγγελματίες να δηλώνουν ρητά ότι «οι προηγούμενες αποδόσεις δεν εξασφαλίζουν τις μελλοντικές».
8. Στην τράπεζα και safe ή να τα επενδύσω με χαμηλό/ μεσαίο ρίσκο;
Σε περιόδους πληθωρισμού (6,5% τον Φεβρουάριο σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) το να έχουμε τα χρήματά μας μακροχρόνια σε προθεσμιακές καταθέσεις τραπεζών χαμηλών επιτοκίων και μάλιστα με 15% φόρο ισοδυναμεί με μείωση της αγοραστικής τους αξίας. Χρησιμοποιώντας ένα ασφαλιστικό/ επενδυτικό πρόγραμμα μπορούμε να αντισταθμίσουμε τις απώλειες που πιθανός δημιουργήσει ο πληθωρισμός στην αγοραστική τους δύναμη ακόμα και να βγάλουμε κέρδος.
9. Ποιος και πως αξιοποιούνται τα χρήματά μας;
Η διαχείριση των κεφαλαίων μας δεν γίνετε από την Ασφαλιστική εταιρεία που επιλέγουμε αλλά από Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ), μεγάλους επενδυτικούς οίκους, πιστωτικά ιδρύματα (κυρίως του εξωτερικού) και Asset/ Fund Managers που έχει επιλέξει να συνεργάζεται. Για παράδειγμα η Allianz Ασφαλιστική συνεργάζεται μεταξύ άλλων με τις PIMCO & Allianz Global Investors, η ERGO με την MEAG (Munich ERGO Asset Management), η ΕΘΝΙΚΗ Ασφαλιστική και η Groupama με την PNB Paribas, η NN Ασφαλιστική με την NN Investment Partners και η Eurolife FFH με την Eurobank Asset Management. Αυτοί οι οργανισμοί επενδύουν σε ομόλογα κρατών και πιστωτικών ιδρυμάτων, κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστήρια, μετοχές, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και συνάλλαγμα φροντίζοντας για τη διασπορά του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου με βάση τον επενδυτικό κίνδυνο που εμείς επιθυμούμε.
10. Πόσο risky μπορεί να γίνει η επένδυσή μας;
Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει το ύψος ή το βάθος μιας επένδυσης είναι ο λεγόμενος «επενδυτικός κίνδυνος». Για αυτό το λόγο υπάρχουν κλίμακες οι οποίες ορίζουν το ύψος του επενδυτικού ρίσκου. Ανάλογα το ρίσκο που θέλουμε να πάρουμε οι Ασφαλιστικές εταιρείες και Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές μας προτείνουν το προϊόν που ταιριάζει στο προφίλ μας. Η πιο γνωστή κλίμακα που χρησιμοποιούν οι Ασφαλιστικές εταιρείες έχει 7 επίπεδα όπου στο νούμερο 1 η επένδυση θεωρείτε super συντηρητική με τις αναμενόμενες χαμηλές αποδόσεις και στο νούμερο 7 επιθετική με την προσδοκία όμως για υψηλά κέρδη. Η πιο κοινή στρατηγική που συνιστούν οι Ασφαλιστικές εταιρείες και Ασφαλιστικοί Διαμεσολαβητές είναι μεσαίου ρίσκου συνήθως από το επίπεδο 3 μέχρι το επίπεδο 5 με τις ανάλογες αποδόσεις.
11. Ποιος μπορεί να μας ενημερώσει/ κατευθύνει;
Μόνο οι Ασφαλιστικοί Διαμεσολαβητές (Ασφαλιστές) που έχουν λάβει το πιστοποιητικό Δ από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το συγκεκριμένο πιστοποιητικό διαφέρει από τη γενική άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή (πιστοποιητικό Α) καθώς πιστοποιεί ότι ο κάτοχός του έχει επιπλέον γνώσεις στην προώθηση επενδυτικών προϊόντων. Τις συγκεκριμένες άδειες εκδίδει μέσω εξετάσεων η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (Δ.Ε.Ι.Α) της Τραπέζης της Ελλάδος η οποία είναι υπεύθυνη για την γενικότερη εποπτεία του κλάδου της Ιδιωτικής Ασφάλισης στη χώρα μας (όπως σε κάθε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Καλό θα ήταν λοιπόν, πριν εμπιστευτούμε έναν επαγγελματία για επενδυτικά/ συνταξιοδοτικά προϊόντα να σιγουρευτούμε ότι διαθέτει τη σχετική πιστοποίηση.
12. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις των Ασφαλιστικών εταιρειών;
Ο νόμος που υπαγορεύει τις υποχρεώσεις των Ασφαλιστικών εταιρειών και Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών κατά την ενημέρωση, σύναψη και διάρκεια ενός επενδυτικού/ αποταμιευτικού προγράμματος είναι ο 4583/2018. Ένας νόμος που ακολουθεί κανόνες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη Διανομή Ασφαλιστικών Προϊόντων (IDD). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένα οδηγία που αποτελεί νόμο του κράτους πριν υπογράψουμε οτιδήποτε, Ασφαλιστής και Ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένοι να μας προσκομίσουν ενημερωτικό υλικό με ειδικές και γενικές πληροφορίες για το πρόγραμμα που σκεφτόμαστε να ακολουθήσουμε, να αναλύσουν τις ανάγκες μας και να αξιολογήσουν την καταλληλόλητά μας μέσω ερωτηματολογίου, να μας κάνουν προ συμβατική ενημέρωση και να μας δώσουν σχετική επίσημη προσφορά.
13. Αυτά τα επενδυτικά προϊόντα αναγνωρίζονται ως έξοδα μιας επιχείρησης;
Αν και οι απόψεις διίστανται στο συγκεκριμένο θέμα εμείς θα πούμε πως όχι δεν αναγνωρίζονται. Βέβαια αν ο κύριος κάτοχος του συμβολαίου και δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι η επιχείρησή μας και το ασφαλιζόμενο πρόσωπο είμαστε εμείς (ο μέτοχος της εταιρείας), τότε η συγκεκριμένη δαπάνη μπορεί να θεωρηθεί έξοδο της εταιρείας. Και αυτό γιατί σε περίπτωση ξαφνικού θανάτου του μετόχου η εταιρεία θα εισπράξει ασφάλισμα έτσι ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της. Μια συνηθισμένη πρακτική καθώς εξασφαλίζει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας σε περίπτωση ξαφνικής απώλειας του ιδιοκτήτη της.
14. Τι κρυφά ή φανερά κόστη έχουν τα συγκεκριμένα προγράμματα;
Υπάρχουν 4 είδη διαχειριστικών εξόδων που μια Ασφαλιστική εταιρεία μπορεί να μας χρεώσει κατά τη έναρξη και διάρκεια ενός αποταμιευτικού/ επενδυτικού προγράμματος. Το πρώτο που οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες χρησιμοποιούν λέγετε «μη επενδυθέν ασφάλιστρο» (up frontcost) και ανάλογα την εταιρεία μπορεί να είναι τα ασφάλιστρα του πρώτου χρόνου, των πρώτων 2 χρόνων ακόμα και των πρώτων 3 χρόνων για έξοδα που έχει η ασφαλιστική εταιρεία (π.χ. προμήθεια συνεργατών κτλπ). Ένα δεύτερο κόστος είναι τα λεγόμενα «διαχειριστικά έξοδα». Έξοδα που ισχύουν για όλα τα χρόνια του συμβολαίου χρεώνοντας ένα συγκεκριμένο ποσοστό επί του λογαριασμού επένδυσης (running costs). Το τρίτο (που το εφαρμόζουν λιγότερες ασφαλιστικές εταιρείες) είναι μια αμοιβή πάνω στο ασφάλιστρο που πληρώνουμε (περίπου μισό τις εκατό) και το τέταρτο είναι οι λεγόμενες «τιμές εξαγοράς». Ένα κόστος που αφορά συνήθως την περίπτωση που ο ασφαλισμένος θελήσει να εξαγοράσει το συμβόλαιο του πριν τη λήξη του ή πριν αποκτήσει πρόσβαση στο 100% του λογαριασμού του. Όλα αυτά τα έξοδα ανάλογα την ασφαλιστική εταιρεία που θα επιλέξουμε σχετίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα αν μια εταιρεία δηλώνει ότι επενδύει το κεφάλαιο μας από το 1 ευρώ συνήθως έχει μεγάλες ποινές εξαγοράς ή running costs και το αντίστροφο.
15. Τι είναι το δικαίωμα συμβολαίου;
Το δικαίωμα συμβολαίου είναι ένα ακόμη διαχειριστικό κόστος που οι Ασφαλιστικές Εταιρείες μετακυλούν ως έξοδα επί του λογαριασμού επένδυσης. Είναι επί της ουσίας ένα μικρό σταθερό ποσό το χρόνο το οποίο αφαιρούν από το λογαριασμό μας και προστίθενται μαζί με υπόλοιπα έξοδα που επιβαρύνουν αυτού του είδους τα προγράμματα.
16. Πότε έχω πρόσβαση στο 100% του λογαριασμού που δημιουργώ;
Ανάλογα με την εταιρεία, συνήθως μετά τον 6 με 7 χρόνο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο 100% του λογαριασμού που έχουμε δημιουργήσει. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε εξαγορά του κεφαλαίου που έχει δημιουργηθεί (μερική ή ολική) χωρίς penalty (τιμή εξαγοράς). Όσο πιο νωρίς ασκήσουμε αυτό το δικαίωμα τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η τιμή εξαγοράς που προφανώς δεν μας συμφέρει.
17. Τι σημαίνει αξία εξαγοράς;
Αξία εξαγοράς σημαίνει τι χρήματα θα εκταμιεύσουμε αν τα ζητήσουμε ανά πάσα χρονική στιγμή. Η αξία εξαγοράς δεν ισοδυναμεί με την αξία του λογαριασμού μας καθώς όπως είπαμε παραπάνω υπάρχουν διάφοροι παράμετροι που καθορίζουν το τελικό ποσό που θα εισπράξουμε. Ένας από αυτούς τους παραμέτρους είναι τα penalties που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες αν αποφασίσουμε να εκταμιεύσουμε τα χρήματά μας πριν αποκτήσουμε 100% πρόσβαση στον λογαριασμό μας. Μόλις αποκτήσουμε πρόσβαση στο 100% του λογαριασμού μας τότε η αξία εξαγοράς ταυτίζεται με την αξία λογαριασμού μας. Η καλύτερη στρατηγική όμως είναι να περιμένουμε να εισπράξουμε το κεφάλαιο που έχει συσσωρευτεί στη λήξη του συμβολαίου.
18. Γιατί δεν πρέπει να αλλάξω το προϊόν που έχω ξεκινήσει για κάποιο άλλο;
Για τον απλούστατο λόγο ότι οι τιμές εξαγοράς θα ξεκινήσουν να μετράνε ξανά από την αρχή. Αν δηλαδή έχουμε ένα συμβόλαιο 10 χρόνια που σημαίνει ότι έχουμε πρόσβαση στο 100% του κεφαλαίου μας χωρίς ποινές, αν αποφασίσουμε να αλλάξουμε συμβόλαιο θα χάσουμε αυτομάτως και το δικαίωμα πρόσβασης στο 100% του λογαριασμού μας. Επίσης υπάρχει η περίπτωση να υπάρχουν ξανά upfrontcosts μιας και μιλάμε για καινούργιο πρόγραμμα άρα νέα διαχειριστικά κόστη για την Ασφαλιστική εταιρεία.
19. Τι είναι ο Πίνακας ενδεικτικών αποδόσεων; Πως λειτουργεί;
Ο πίνακας ενδεικτικών αποδόσεων είναι ένας υποχρεωτικός από τη νομοθεσία πίνακας που μας κοινοποιείτε μαζί με το συμβόλαιο που υπογράφουμε όταν συνάπτουμε ένα επενδυτικό ασφαλιστικό πρόγραμμα. Οι συγκεκριμένοι πίνακες δείχνουν ένα δυσμενές, ένα μέσο και ένα ευνοϊκό σενάριο αποδόσεων από το πρόγραμμα που έχουμε επιλέξει προκειμένου να έχουμε εικόνα των αποδόσεων που πιθανός λάβουμε αν αποφασίσουμε να εξαγοράσουμε το συμβόλαιό μας σε διάφορες χρονικές στιγμές.
20. Γιατί πολλά από αυτά τα συμβόλαια έχουν και υποχρεωτική ασφάλιση Ζωής;
Πολλές ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεώνουν όσους θέλουν να ξεκινήσουν ένα επενδυτικό/ αποταμιευτικό πρόγραμμα να συνάψουν και μια ασφάλεια ζωής η οποία πληρώνεται από τα μερίδια του λογαριασμού που έχει δημιουργηθεί. Ένα έξοδο που αφορά την περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου όπου οι δικαιούχοι/ συγγενείς θα λάβουν το κεφάλαιο που έχει προσυμφωνηθεί.
BONUS: Μπορώ να επενδύσω κεφάλαια από αδήλωτη εργασία μέσα από ένα αποταμιευτικού/ επενδυτικού προϊόν;
Tο ίδιος καθεστώς που ισχύει για τις Τράπεζες σε ότι έχει να κάνει με τη διαχείριση χρημάτων, ισχύει και για τις Ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτό σημαίνει ότι οι Ασφαλιστικές Εταιρείες υποχρεούνται να επαληθεύουν την προέλευση των κεφαλαίων του πελάτη ζητώντας τα ετήσια εισοδήματά του (εκκαθαριστικό). Με λίγα λόγια οι Ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να είναι πολύ προσεκτικές σε ότι αφορά το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος» έχοντας πολύ στενή ηλεκτρονική σχέση και επικοινωνία με την ΑΑΔΕ. Οπότε η απάντηση στο ερώτημα είναι πως όχι δεν μπορούν να επενδυθούν κεφάλαια από αδήλωτη εργασία καθώς σε τυχαίο έλεγχο, αν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προέλευση τους, η αρμόδια δημόσια υπηρεσία θα πρέπει να εξετάσει την υπόθεση επιβάλλοντας κατά πάσα πιθανότητα πρόστιμο και άλλες διοικητικές κυρώσεις.