Στους κινδύνους σε σχέση με τα προγράμματα ζωής που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις αναφέρεται η έκθεση της ΤτΕ.
Ειδικότερα όπως σημειώνεται “οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζωής διαθέτουν, μεταξύ άλλων, προϊόντα τα οποία καλύπτουν ταυτόχρονα ασφαλιστικές και επενδυτικές ανάγκες των ασφαλισμένων. Αυτού του είδους τα προϊόντα αφορούν ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις (ή επενδυτικά κεφάλαια) και αναφέρονται με τον όρο “unit-linked”.
Στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, τα τελευταία έτη παρατηρείται αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων προϊόντων unit-linked καθώς η συνολική παραγωγή αυτών την τετραετία 2019-22 σχεδόν διπλασιάστηκε (από 21% το 2019 σε 39% το 2022 σε όρους μεριδίου αγοράς ασφαλίσεων ζωής).
Οφέλη και κίνδυνοι προϊόντων συνδεδεμένων με επενδύσεις
Τα προϊόντα αυτά παρέχουν στους καταναλωτές σημαντικά πλεονεκτήματα, κυρίως λόγω των δυνητικά μεγαλύτερων αποδόσεών τους σε σύγκριση με τα παραδοσιακά ασφαλιστήρια ζωής. Το παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών και η πρόσφατη γενικευμένη αύξηση του πληθωρισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, ανέδειξαν τα προϊόντα που φέρουν και επενδυτικά χαρακτηριστικά ως μια ελκυστική λύση για τους ασφαλισμένους.
Όμως, εκτός από τις δυνητικά υψηλότερες αποδόσεις, υπάρχουν και ορισμένοι κίνδυνοι που οι ασφαλισμένοι οφείλουν να γνωρίζουν σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Πρώτον, επειδή τα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι συνδεδεμένα με μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή με εσωτερικά μεταβλητά κεφάλαια, δηλαδή κεφάλαια που διαχειρίζεται η ίδια η ασφαλιστική επιχείρηση, είναι ευαίσθητα στις μεταβολές της αγοράς και κατά συνέπεια εμπεριέχουν επενδυτικό κίνδυνο, τον οποίο φέρουν κατά κανόνα οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι. Δεύτερον, αυτά τα προϊόντα συνοδεύονται από έξοδα επενδύσεων, τα οποία μετακυλίονται στους ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι αποδόσεις στη λήξη να μην είναι οι προσδοκώμενες. Τρίτον, είναι προϊόντα των οποίων η λειτουργία συχνά έχει υψηλή πολυπλοκότητα, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο μη συνετής πώλησης (ήτοι πώλησης που δεν ταιριάζει με το επενδυτικό και ασφαλιστικό προφίλ του πελάτη) και τον κίνδυνο να υπάρξει, και σ’ αυτή την περίπτωση, αναντιστοιχία μεταξύ των πραγματικών αποδόσεων και των προσδοκιών του ασφαλισμένου.
Η σχέση ποιότητας/τιμής και ο ρόλος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διασφαλίζουν την εύλογη σχέση ποιότητας/τιμής (value for money) των προϊόντων unit-linked και, μάλιστα, η διαδικασία επίβλεψης και διακυβέρνησης προϊόντων (Product Oversight and Governance – POG)1 απαιτεί η αξία των προϊόντων για τον ασφαλισμένο να λαμβάνεται υπόψη σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής τους. Ωστόσο, παρατηρούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι διανομείς τους αντιλαμβάνονται αυτή την υποχρέωσή τους, καθώς και στον τρόπο εποπτείας αυτής. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA), σε συνέχεια δήλωσής της σχετικά με την εποπτεία της σχέσης ποιότητας/τιμής των προϊόντων unit-linked, ανέπτυξε μεθοδολογία για την αξιολόγηση της σχέσης ποιότητας/τιμής των προϊόντων αυτών, προκειμένου να διασφαλίσει αφενός ότι υπάρχει κοινή εποπτική προσέγγιση στην ΕΕ και αφετέρου ότι οι ανάγκες των καταναλωτών λαμβάνονται υπόψη σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος, από το σχεδιασμό έως τη διανομή του. Μια από τις κύριες παραμέτρους που επηρεάζουν τη σχέση ποιότητας/τιμής είναι η τιμολόγηση των προϊόντων unit-linked. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση για το κόστος και την παρελθούσα επίδοση των βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων (insurance-based investment products – IBIPs), ορισμένα προϊόντα συγκεντρώνουν υψηλά κόστη, τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τις μελλοντικές αποδόσεις των ασφαλισμένων. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να έχουν μια δομημένη διαδικασία του τρόπου τιμολόγησης με σαφώς προσδιορισμένες και αιτιολογημένες χρεώσεις. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να πραγματοποιούν δοκιμαστικούς ελέγχους στα unit-linked
προϊόντα τους, μέσω ανάλυσης σεναρίων, πριν αυτά διατεθούν στην αγορά και παράλληλα να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές όποτε μεταβάλλονται σημαντικά οι ανάγκες, οι στόχοι και τα χαρακτηριστικά της καθορισμένης αγοράς-στόχου ή οι κίνδυνοι της αγοράς συνολικά. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να παρακολουθούν διαρκώς και να επανεξετάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα unit-linked προϊόντα τους, ώστε να εντοπίζουν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς τα κύρια χαρακτηριστικά, την κάλυψη κινδύνου ή τις εγγυήσεις αυτών των προϊόντων.
Όσον αφορά τον τρόπο διάθεσης, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν προϊόντα unit-linked θα πρέπει να μεριμνούν για την πληρότητα και τη διαφάνεια των πληροφοριών που παρέχονται, κατά το στάδιο της πώλησης, στον υποψήφιο αγοραστή, ώστε αυτός να προβαίνει στην αγορά τους μόνο εφόσον έχει κατανοήσει επαρκώς τους κινδύνους που συνοδεύουν την εν λόγω συναλλαγή. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ως δημιουργοί τέτοιου είδους προϊόντων, οφείλουν να μετρούν το επίπεδο πολυπλοκότητάς τους και να το λαμβάνουν υπόψη για τον προσδιορισμό της αγοράς-στόχου και της κατάλληλης στρατηγικής διανομής. Εποπτεία του κινδύνου επιχειρηματικών πρακτικών (risk of business conduct)
Το ζήτημα της εύλογης σχέσης ποιότητας/τιμής των προϊόντων unit-linked για τον ασφαλισμένο είναι εξέχουσας σημασίας για τις εποπτικές αρχές και συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες τόσο της EIOPA όσο και των εθνικών εποπτικών αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί τις προσπάθειες των εταιριών να προσφέρουν μια εύλογη σχέση ποιότητας/τιμής στους πελάτες τους. Προς το σκοπό αυτό, αναπτύσσει κατάλληλα εσωτερικά συστήματα μέτρησης και αξιολόγησης του κινδύνου των επιχειρηματικών πρακτικών (risk of business conduct) για τον εντοπισμό περιπτώσεων προϊόντων που φαίνεται να μην προσφέρουν οφέλη για τον ασφαλισμένο σε σχέση με την αξία τους και προβαίνει σε κατάλληλες εποπτικές ενέργειες όπου χρειαστεί”.