Τέσσερα σημεία επισημαίνουν σε κοινή ανακοίνωσή τους η Insurance Europe και επτά ενώσεις όσον αφορά τη στρατηγική ελέγχου των χρηματοοικονομικών επενδύσεων RIS.
της Βίκυς Γερασίμου
Ειδικότερα γίνεται λόγος για πολυπλοκότητα στο νομοθετικό πλαίσιο που απομακρύνει από τους αρχικούς στόχους που έχουν τεθεί στην ΕΕ στο πεδίο των λιανικών επενδύσεων, τις συνέπειες από τους περιορισμούς στις προμήθειες, τα προβλήματα από την προτεινόμενη εισαγωγή ενιαίων, ποσοτικών σημείων αναφοράς και το ανέφικτο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής που τίθεται.
Οι Insurance Europe, AMICE, EACB, EAPB, EBF, EFAMA, ESBG και EUSIPA αναφέρουν ότι με τη διαδικασία να βρίσκεται εν εξελίξει συνεχίζουν τη λεπτομερή ανάλυση των προτάσεων, ωστόσο εκφράζουν τις ανησυχίες τους στα πεδία που έχουν εντοπίσει ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην πρόσβαση των καταναλωτών σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την προτεινόμενη Επενδυτική Στρατηγική Λιανικής RIS στις 24 Μαΐου, η οποία θα εισαγάγει αλλαγές στην Οδηγία Διανομής Ασφαλίσεων, MiFID II, Οδηγία ΟΣΕΚΑ, Οδηγία Διαχειριστών Εναλλακτικών Επενδυτικών Κεφαλαίων, Κανονισμό PRIIPs και Οδηγία Solvency II.
Στην ανακοίνωσή τους οι ενώσεις αναφέρουν:
“Στις 24 Μαΐου 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πιο εκτεταμένη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της ΕΕ όσον αφορά το πλαίσιο για τις λιανικές επενδύσεις μέχρι σήμερα. Ως εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού και ασφαλιστικού τομέα, εμείς (AMICE, EACB, EAPB, EBF, EFAMA, ESBG, EUSIPA, Insurance Europe) ακόμα αξιολογούμε το πλήρες φάσμα των επιπτώσεων και των αλλαγών που προτείνονται στη Στρατηγική Επενδύσεων Λιανικής (RIS) μέσα από διαφορετικούς κανονισμούς: MiFID II, Οδηγία Διανομής Ασφαλίσεων, Οδηγία ΟΣΕΚΑ, Εναλλακτική Οδηγία για τους διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων, τον κανονισμό PRIIPs και την οδηγία Solvency II. Επιθυμούμε να κάνουμε ήδη κάποιες παρατηρήσεις υψηλού επιπέδου και να εκθέσουμε για ποιους λόγους οι εν λόγω προτάσεις μας ανησυχούν. Υποστηρίζουμε σθεναρά τον στόχο της ενίσχυσης της συμμετοχής λιανικής στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτιμώντας το ολοκληρωμένο έργο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα αυτό. Συγκεκριμένα, χαιρόμαστε για την ενθαρρυντική στροφή προς την «ψηφιακή από προεπιλογή» επικοινωνία, καθώς και την προσπάθεια για τον εξορθολογισμό των γνωστοποιήσεων και την περαιτέρω προώθηση της χρηματοοικονομικής παιδείας.
Ωστόσο, σημειώνουμε ότι πολλά μέτρα στις προτάσεις είναι μεγάλης εμβέλειας και εγείρουν πολλαπλάσιες ανησυχίες. Ειδικότερα:
- Αν και η Επιτροπή δήλωσε ότι είχε εγκαταλείψει το αρχικό της σχέδιο για πλήρη απαγόρευση των προμηθειών στη διανομή επενδυτικών προϊόντων που βασίζονται σε ασφάλιση για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα στην αγορά, υπάρχουν πολλές απαγορεύσεις στις προμήθειες στο RIS που θα έχουν σοβαρές αποδιοργανωτικές συνέπειες για τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα και την πρόσβαση των καταναλωτών σε επενδύσεις και ασφαλιστική προστασία. Διατηρούμε επίσης σημαντικές επιφυλάξεις για το νέο τεστ «καλύτερο συμφέρον του πελάτη». H προτεινόμενh προσέγγιση, η οποία εστιάζει δυσανάλογα στο κόστος, μπορεί να οδηγήσει τους πελάτες να δώσουν προτεραιότητα στο “φθηνότερο” προϊόν έναντι άλλων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να τους προσφέρουν μεγαλύτερη αξία. Σημειώνουμε ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα είναι, στην πραγματικότητα, αντίθετο προς το συμφέρον του πελάτη.
- Ο σημαντικός αριθμός νέων διαδικασιών, πολιτικών, οργανωτικών απαιτήσεων, τεχνικών γνωστοποιήσεων και οι υποχρεώσεις συμμόρφωσης που εισάγονται από τις προτάσεις αποκλίνουν από τους δηλωμένους στόχους i) μείωσης από την υπερφόρτωση πληροφοριών για τους πελάτες, και ii) απλούστερης πρόσβασης σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Στην πραγματικότητα ο συντριπτικός όγκος απαιτήσεων προσθέτει πολυπλοκότητες που είναι πολύ πιθανό να αποθαρρύνουν τη δέσμευση των καταναλωτών.
- Η προτεινόμενη εισαγωγή ενιαίων, ποσοτικών σημείων αναφοράς «value for money» έρχεται σε αντίθεση με το βασικό στόχο της επενδυτικής διαδικασίας, που είναι η προσφορά προσαρμοσμένων λύσεων στις ανάγκες των διαφορετικών πελατών. Πράγματι, η αξία περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεία από το κόστος και έχει διαφορετικές έννοιες για διαφορετικούς καταναλωτές, ανάλογα με τις περιστάσεις, τους στόχους και τις προσωπικές τους αξίες. Όχι μόνο θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη η εκτέλεση μιας τέτοιας συγκριτικής αξιολόγησης, με περιορισμένα οφέλη για πελάτες (μια προσέγγιση με επίκεντρο το κόστος και όχι με επίκεντρο τον επενδυτή), αλλά ουσιαστικά καθιερώνει παρέμβαση τιμών στις κεφαλαιαγορές. Ως εκ τούτου αμφισβητούμε την ανάγκη, τη νομική βάση και συνέπειες, ιδίως όσον αφορά τον ανταγωνισμό της αγοράς, μιας τέτοιας επιλογής πολιτικής. Όλα αυτά θα έχουν ξεκάθαρα αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή ελκυστικότητα της κεφαλαιαγοράς της ΕΕ.
- Μας ανησυχεί εξίσου το ανέφικτο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των νέων απαιτήσεων. Ο κλάδος χρειάζεται αρκετό χρόνο για να εφαρμόσει τυχόν νέες απαιτήσεις σε εκατομμύρια αποκλίνουσες συμβατικές σχέσεις που διατηρεί με ιδιώτες επενδυτές και πελάτες. Ως εκ τούτου, το χρονοδιάγραμμα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά.
Ως εκπρόσωποι του χρηματοοικονομικού και ασφαλιστικού κλάδου, παραμένουμε πλήρως δεσμευμένοι να συνεισφέρουμε με εποικοδομητικό τρόπο στη συζήτηση σχετικά με το πώς να ενδυναμωθούν οι μικροεπενδυτές. Θα συνεχίσουμε διάλογο με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.