Την ανθεκτικότητά τους στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και γεωπολιτικής αναταραχής, επέδειξε ο ασφαλιστικός τομέας. Αυτό αποτυπώνεται σε έκθεση της EIOPA που αναλύει τις εξελίξεις και τους κινδύνους στους κλάδους της ιδιωτικής ασφάλισης και των επαγγελματικών συντάξεων.
Όπως μάλιστα σημειώνει η EIOPA παρά το δύσκολο τοπίο οι ασφαλιστικές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία παρέμειναν ανθεκτικά:
-
- Οι εταιρείες ξεκίνησαν το 2023 με ισχυρούς δείκτες φερεγγυότητας ακόμη και ενόψει σημαντικών απωλειών από φυσικές καταστροφές, ασθενέστερων αποδόσεων επενδύσεων, υψηλότερου του αναμενόμενου πληθωρισμού και συνεχιζόμενων οικονομικών αβεβαιοτήτων.
- Τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν στους γενικούς κλάδους, αλλά παρέμειναν στάσιμα για τις επιχειρήσεις ζωής.
- Παρά τις δύσκολες διαπραγματεύσεις ανανέωσης στις αρχές του 2023, οι οποίες διήρκεσαν περισσότερο από το συνηθισμένο και σημείωσαν σημαντικές αυξήσεις τιμών, οι ασφαλιστικές μπόρεσαν να αποκτήσουν την αντασφαλιστική κάλυψη που ζητούσαν.
- Όσον αφορά τις επενδύσεις, τα περιουσιακά στοιχεία σταθερού εισοδήματος παραμένουν η κυρίαρχη κατηγορία για τους ασφαλιστές, αν και το μερίδιο των κρατικών και εταιρικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια μειώθηκε.
Η Petra Hielkema, Πρόεδρος της EIOPA δήλωσε: «Τα πρόσφατα γεγονότα στις χρηματοπιστωτικές αγορές απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι οι κίνδυνοι μπορεί είτε να είναι «αργοί» ή μπορεί να προκύψουν εντελώς ξαφνικά. Οι εντάσεις γύρω από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ και τα επενδυτικά κεφάλαια που βασίζονται στην ευθύνη είναι παραδείγματα των τελευταίων. Τέτοιες απότομες εξελίξεις δείχνουν πόσο σημαντικό είναι για τις ασφαλιστικές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία να διαθέτουν αποθέματα ασφαλείας και για τις εποπτικές αρχές να διαθέτουν τα απαραίτητα δεδομένα. Καθώς δεν γνωρίζουμε ποιοι κίνδυνοι θα πραγματοποιηθούν πραγματικά, ένα ισχυρό εποπτικό πλαίσιο είναι το κλειδί όπως και οι κατάλληλες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Για να περιορίσουν καλύτερα τον αντίκτυπο των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς, οι εποπτικές αρχές χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για τον κίνδυνο ρευστότητας και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών αγορών.