Ενώ το θέμα της βιωσιμότητας βρίσκεται σταθερά στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος της επιχειρηματικής κοινότητας, ο Γιάννης Ρούντος, ηγετικό στέλεχος του τομέα των Εταιρικών Υποθέσεων επί 20ετία στον ασφαλιστικό κλάδο (Interamerican) έως το 2021 -όταν και ολοκλήρωσε την επαγγελματική διαδρομή του- με πρότυπο σχεδιασμό, πρωτοποριακές εισηγήσεις και δράσεις για την επιχειρηματική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη, ανοίγει τη μεγάλη εικόνα με μια πολυθεματική συνέντευξη (Insurance World, τεύχος Δεκεμβρίου 2023).
Οι απόψεις του για την προσέγγιση της αειφορίας μέσα από την αμφίδρομη συνάρτηση των SDGs (UN Sustainability Development Goals) και των πολυσυζητούμενων κριτηρίων ESG (Environment, Social, Governance) συγκλίνουν στην προτεραιότητα ανάπτυξης μιας ισχυρής ενδοεταιρικής κουλτούρας στη βάση ενός ολιστικού Επιχειρηματικού Πολιτισμού. Όπως υποστηρίζει, αυτή η κουλτούρα αναφοράς κάθε οραματικού και λειτουργικού προσανατολισμού σε μια “Εταιρική Ηθική” βασισμένη στην παιδεία, μπορεί να οδηγήσει στην αφομοίωση και εφαρμογή των αρχών της βιωσιμότητας για την προώθηση της καινοτομίας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και την εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην αγορά.
Ο Γιάννης Ρούντος τονίζει χαρακτηριστικά: “Πιστεύω πως για τη βιώσιμη ανάπτυξη η υποχρέωση τεχνικής και απολογιστικής συμμόρφωσης, τα πλαίσια και οι τεχνοκρατικές θεωρήσεις θα πρέπει να συντρέχουν με την προϋπόθεση μιας βαθειάς μεταλλαγής της κουλτούρας. Αυτό, απαιτεί ισχυρές δονήσεις στις εταιρικές οικογένειες, αλλαγές στην αντίληψη του ρόλου της ηγεσίας που πρέπει να εμπνέει, να καθοδηγεί και να εμπιστεύεται και όχι απλώς να διεκπεραιώνει εντολές μετόχων, αλλά και αλλαγές στη βάση του επιχειρείν, στις δραστηριότητες. Τα κέρδη δεν είναι αυτοσκοπός σε έναν κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνο οργανισμό, που θέλει να επιστρέψει αξία στην κοινωνία. Δεν γίνεται ομελέτα χωρίς σπασμένα αυγά, απλώς με χάρτινες ή ψηφιακές εκθέσεις ευθυγράμμισης, με λογιστική επενδυτών, με ονειρώξεις σε γραφεία και ανέξοδες σχολικές δράσεις. Απαιτείται επιχειρηματικός ακτιβισμός με διάρκεια και δαπάνες για μια καλύτερη ζωή και αυτό έχει πάθος και πόνο”.
Αναφέρεται κατηγορηματικά στην αναγκαιότητα μιας ευρύτερης αντίληψης κάθε οργανισμού για τη βιωσιμότητα, επισημαίνοντας: “Χρειάζεται να ανοίξει δρόμος για μια εταιρική νοοτροπία δημιουργίας αποθέματος αξίας όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε ανθρώπινο, κοινωνικό, φυσικό, επιχειρηματικό και πνευματικό κεφάλαιο. Για έναν Ολοκληρωμένο Επιχειρηματικό Πολιτισμό, που πρέπει να είναι το σφαιρικό στοίχημα για βιώσιμη ανάπτυξη”. Προς αυτή την κατεύθυνση, όπως υπογραμμίζει, “μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια ισχυρή, σταθερή και αναγνωρίσιμη εταιρική ταυτότητα ως βάση, που να περιέχει την ενσωμάτωση της ευθύνης σε εταιρικές στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες”. Εξειδικεύοντας την τοποθέτησή του για την ασφαλιστική αγορά, όπου από τη θέση του στην Interamerican είχε δημιουργήσει από τις αρχές του 2000 πρότυπο ασφαλιστικού corporate responsibility και προεκτίμησε με την εισαγωγή στο sustainability τις εξελίξεις σε στόχους και υποχρεώσεις καταληκτικά με τα ESG, παρατηρεί πως στο σύνολο του κλάδου η ωρίμανση και ανταπόκριση έρχεται με καθυστέρηση σε σχέση με άλλους κλάδους του επιχειρείν.
“Η ασφαλιστική αγορά οφείλει να συνειδητοποιήσει πως η κοινωνική αποστολή της είναι θώρακας για μακροπρόθεσμη επιχειρηματική επιτυχία και για ασφαλιστική βιωσιμότητα”. Ο ίδιος, διακρίνει για τις ασφαλιστικές εταιρείες δύο κατευθύνσεις καλών πρακτικών ευθύνης. Η πρώτη, είναι σχετική με προγράμματα και υπηρεσίες σε άμεση συνάφεια με τις ασφαλιστικές δραστηριότητες στους βασικούς τομείς της κάλυψης από κινδύνους που διαχειρίζεται η αγορά. Καταστροφικοί κίνδυνοι για την περιουσία που αυξάνονται από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, φροντίδα της υγείας με έμφαση στην πρόληψη, ασφάλεια οικονομικής ευεξίας σε λογικές αποταμίευσης. “Εδώ, χρειάζονται προσιτού κόστους λύσεις με ανταποδοτικότητα αξίας στους πελάτες, που πρέπει να απευθύνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήθος ασφαλιζομένων, ώστε να μη γίνεται η ασφάλιση υπόθεση μόνον των υψηλότερων εισοδημάτων”, τονίζει.
Ειδικότερα για τους κλιματικούς κινδύνους, σημειώνει πως “υπάρχει ζήτημα ασφαλισιμότητας των κινδύνων από ακραία φυσικά φαινόμενα: μόνον ο Ντάνιελ άνοιξε απαιτήσεις στην ελληνική ασφαλιστική αγορά που εκτιμώνται σε 700 εκατ. ευρώ, όταν η ασφαλιστική αγορά έχει πληρώσει σε βάθος 30ετίας μέχρι το 2022 συνολικά 210 εκατ. ευρώ για καταστροφές από βροχοπτώσεις και πλημμύρες. Τα μεγέθη εξελίσσονται εκθετικά και απαιτείται προσαρμογή της ασφαλιστικής βιομηχανίας με βιώσιμα ασφαλιστικά προγράμματα”.
Η δεύτερη κατεύθυνση ευθύνης αφορά σε κορυφαία ζητήματα κοινωνικής ευημερίας, “όπου οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αναπτύξουν δραστηριότητα διαθέτοντας οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους”. Επισημαίνοντας πως “κάθε κρίση: κλιματική, γεωπολιτική, επισιτιστική, υγειονομική ή όποια άλλη, έχει κοινωνικό αντίκτυπο καταλήγοντας σε ανθρωπιστική κρίση, καθώς πλήττονται περισσότερο οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί”, ο Γιάννης Ρούντος δίνει προτεραιότητες επιχειρηματικής ευθύνης: το δημογραφικό για τη χώρα μας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ασφαλιστικό κλάδο – τη διαγενεακή αλληλεγγύη και τη θέση των γυναικών, στο πλαίσιο του οργανωσιακού και ψηφιακού μετασχηματισμού. “Κανένας μετασχηματισμός δεν μπορεί να θεωρείται πως γίνεται με κοινωνική συνείδηση και ηθική ευθύνη όταν είναι βίαιος για τους εργαζομένους και φέρνει αντιμέτωπες τις γενιές”, υπογραμμίζει.
Ακόμη, θεωρεί αναγκαίο να ενδιαφερθεί η ασφαλιστική κοινότητα για τα γράμματα, τη γλώσσα, τις τέχνες και την παράδοση, που διαμορφώνουν χαρακτήρα για την ελληνοκεντρική συνέχεια και κοινωνική συνοχή. “Ο πολιτισμός αποτελεί επιστέγασμα για όλα τα SDGs, τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. Η πολιτιστική-πολιτισμική κληρονομιά και το φυσικό περιβάλλον είναι όλος ο πλούτος του τόπου μας και οφείλουμε να τον μαθαίνουμε, να τον διατηρούμε και να τον αναδεικνύουμε πάνω απ’ ο,τιδήποτε άλλο για να επιβιώσουμε”.
Καταλήγοντας για το κλιματικό, εκτιμά πως η επιτάχυνση της αλλαγής είναι πέρα από κάθε πρόβλεψη. “Η πιο σοβαρή αναγκαιότητα για την απεξάρτηση -το γρηγορότερο- από τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, δεδομένου ότι μεγάλες οικονομίες που στηρίζονται σε αυτά αντιστέκονται και θα συνεχίσουν να επενδύουν σε υδρογονάνθρακες” παρατηρεί, προσθέτοντας πως στο Ντουμπάι κατά την πρόσφατη COP28 επιβεβαιώθηκε η υποκρισία, η αντιφατικότητα, ο καιροσκοπισμός και η απόσταση από την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Συνόδου του Παρισιού (2015): “Δεν έχουμε παρά να προσπαθούμε και να ελπίζουμε σε μια χρονοκαθυστέρηση της κλιματικής αλλαγής. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε πως μπορούμε να τη σταματήσουμε. Υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και τις διελκυστίνδες μεγάλων συμφερόντων που αντιτίθενται σε δραστικά παγκόσμια μέτρα εδώ και τώρα, είναι φάρσα να συζητείται ως στόχος ο περιορισμός αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς C σε σύγκριση με τα επίπεδα θερμοκρασίας της προβιομηχανικής εποχής, έως το 2050”.