770 ευρώ ετησίως χάνει κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης στη χώρας μας. Παρά τις επιμέρους άτολμες αλλαγές, οι ασφαλισμένοι όχι μόνο χάνουν χρήματα, αλλά και η Ελλάδα συνεχίζει να έχει τη μεγαλύτερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, πρόβλημα που αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω των δημογραφικών τάσεων.
Το Policy Brief του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών «Συνταξιοδοτικό – Γιατί καθένας μας χάνει 770 ευρώ τον χρόνο και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό» παρουσιάζει τεκμηριωμένα τη σημερινή κατάσταση του συνταξιοδοτικού συστήματος στη χώρα μας, τις επίμονες παθογένειες και τις αντιστάσεις στη μεταρρύθμιση, και καταθέτει συγκεκριμένες και ρεαλιστικές προτάσεις που ενισχύουν την ελευθερία και την ευημερία των ασφαλισμένων, αλλά και τη βιωσιμότητα της εθνικής οικονομίας.
Όπως αναφέρει η έρευνα “το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει μεταρρυθμιστεί πολλές φορές, συνήθως στο πλαίσιο διαδοχικών άτολμων αλλαγών που απλώς έδιναν παράταση σε ένα επίμονο και περίπλοκο πρόβλημα. Δεν είναι τυχαίο πως την περίοδο 2000-2017 η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση της δαπάνης για πληρωμή συντάξεων (5,3 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ) ανάμεσα στις 39 πιο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου (ΟΟΣΑ). Η συχνή τροποποίηση των σχετικών νόμων υπογραμμίζει τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού στην Ελλάδα, που διαμόρφωσε το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα. Το σύστημα αυτό έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: κύρια εθνική και αναλογική σύνταξη για όλους, συνταξιοδότηση στα 67 έτη (ή στα 62 έτη με 40 χρόνια εργασίας), με έναν φορέα κύριας σύνταξης και έναν μονοπωλιακό κρατικό φορέα επικουρικής ασφάλισης.
Το συνταξιοδοτικό ως πρόβλημα: υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες και δημογραφικές προκλήσεις
Η μεγάλη καθυστέρηση της μετάβασης από το αναδιανεμητικό σύστημα σε ένα μεικτό σύστημα με κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, είχε τόσο δημοσιονομική
επίπτωση, καθώς η Ελλάδα πληρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό της συνταξιοδοτικής της δαπάνης από τη γενική φορολογία,4 όσο και απώλεια πραγματικού εισοδήματος για εργαζόμενους και συνταξιούχους. Δεν είναι τυχαίο πως παρά τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις μίας ολόκληρης δεκαετίας, η Ελλάδα
συνεχίζει να έχει κατά πολύ τη μεγαλύτερη δαπάνη για συντάξεις (ως προς το ΑΕΠ) στην ΕΕ.
Η πρόσφατη μάλιστα μεταρρύθμιση που εισήγαγε κεφαλαιοποιητικό πυλώνα μόνο για τους νέους ασφαλισμένους ήταν άτολμη και δεν αντιμετώπισε
τον συνολικό όγκο του προβλήματος μεταθέτοντας την ολική ρύθμιση του συνταξιοδοτικού στο μέλλον. Δεδομένης της συγκυρίας στην οποία εφαρμόστηκε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαμένη ευκαιρία για μια ουσιαστικότερη μεταρρύθμιση”.
Βασικά συμπεράσματα:
• Η απώλεια εισοδήματος από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης στην Ελλάδα εκτιμάται στα 770 ευρώ ετησίως κατά κεφαλή, σε τρέχουσες τιμές 2022.
• Εάν ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας ήταν εξίσου ανεπτυγμένος όπως στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, η ετήσια απόδοσή του θα αντιστοιχούσε, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, περίπου σε 3-4% του ΑΕΠ.
• Η Ελλάδα ήταν και παραμένει σταθερά ουραγός ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ ως προς τα κεφάλαια που διοχετεύονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης την τελευταία δεκαετία, με μέσο όρο 0,7% έναντι 29% του ΑΕΠ, την τελευταία δεκαετία.
• Παρά τις πολλαπλές αλλαγές του συνταξιοδοτικού συστήματος μέσω νομοθέτησης, η Ελλάδα διατηρεί τη μεγαλύτερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ.
• Οι πολίτες άνω των 65 ετών στην Ελλάδα έχουν μέσο καθαρό εισόδημα, το οποίο αντιστοιχεί στο 95% του μέσου καθαρού εισοδήματος του συνόλου του πληθυσμού. Ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 89%