Στο επενδυτικό τοπίο στην Ελλάδα, τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που αναδύονται και του τομείς που θα αποτελέσουν πεδίο ανάπτυξης αναφέρεται σε συνέντευξή του στο “am” o Marcos CARIAS, PhD. Economist στην Coface. Επισημαίνει ότι η χώρα μας πρέπει να επενδύσει στον κλάδο των μεταφορών και των Logistics, βελτιστοποιώντας τις υποδομές και να αυξήσει το ποσοστό του ενεργού ανθρώπινου δυναμικού γυναικών. Σε σχέση με την επενδυτική βαθμίδα αναφέρει ότι είναι απόρροια των μεταρρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας.
(Περιοδικό Ασφαλιστικό Marketing, Τεύχος Μαρτίου 2024, συνέντευξη στον Νίκο Μωράκη)
Σε ποιους επιχειρηματικούς τομείς πιστεύετε ότι πρέπει να επενδύσουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις στρατηγικές τους. Είναι ο κλάδος του τουρισμού η λύση;
Πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη μας τι έχει συμβεί στο παρελθόν, αναλογιζόμενοι, εν προκειμένω, τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο τομέας του τουρισμού τα τελευταία χρόνια. Γνωρίζουμε ότι υπήρξε μια έκρηξη σε αυτόν τον κλάδο, οι άνθρωποι εστίασαν σε μεγαλύτερο βαθμό στην εμπειρία τους και λόγω της εξόδου από την πανδημία καταγράφηκε αυξημένη ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες. Και αυτό είναι κάτι που αυτές οι χώρες πρέπει να εκτιμήσουν, επειδή έχουν στοιχεία, όπως λόγου χάρη ωραίο καιρό, πλούσια αρχιτεκτονική και όλα αυτά τα πλεονεκτήματα που πρέπει να κεφαλαιοποιήσουν. Mειονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης σε αυτούς τους τομείς και αυτό έχει συνέπειες στο εργατικό δυναμικό. Ο τομέας του τουρισμού απασχολεί πολλούς ανθρώπους που δεν χρειάζονται πολλά προσόντα γενικά και επίσης έχει μια εποχικότητα που δεν συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ισχυρός δεσμός μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων. Δεν είναι ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τους εργαζόμενους που επενδύουν στον εαυτό τους, για τις εταιρείες που επενδύουν σε εργαζομένους και, ως εκ τούτου, για την αγορά που για να γεφυρώσει το χάσμα παραγωγικότητας διαφοροποιείται και αναπτύσσεται. Οπότε, ναι, ο τουρισμός είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά πρέπει να αναζητηθούν και αλλού λύσεις.
Έχουν οι χώρες της νότιας Ευρώπης άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα; Σε ποιους άλλους τομείς ενδεχομένως μπορούν να επενδύσουν πέρα από τον τουρισμό;
Νομίζω ότι χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα πρέπει να καλύψουν το “κενό” που εντοπίζεται στις υποδομές. Υπάρχει τεράστια ευκαιρία για αυτές τις χώρες να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στις μεταφορές και τα logistics. Για την Ελλάδα είναι ήδη ένας τομέας στον οποίο κατέχει ηγετική θέση με πολλούς τρόπους, αλλά εάν καταφέρετε να βελτιώσετε τους σιδηροδρόμους και τους δρόμους, και ειδικότερα να συνδέσετε τις λιμενικές υποδομές με την υπόλοιπη Ευρώπη, τότε υπάρχει μια τεράστια ευκαιρία. Φυσικά, είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθούμε πάντα τι συμβαίνει στη γεωπολιτική σφαίρα γιατί όπως γνωρίζουμε – με όλες τις εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα – υπάρχει κίνδυνος παρεμπόδισης των θαλασσίων διαδρομών και αναζήτησης εναλλακτικών διαδρομών γύρω από την Αφρική. Ο ενεργειακός κλάδος και στη Μεσόγειο θα διαδραματίσει τεράστιο ρόλο για τον ενεργειακό εφοδιασμό στην Ευρώπη. Αυτοί οι τομείς είναι πολύ σημαντικοί και δημιουργούν τεράστιες ευκαιρίες. Η ψηφιοποίηση, οι τηλεπικοινωνίες και η εκπαίδευση είναι επίσης τομείς με τεράστιο ενδιαφέρον.
Από το 2011 η Ελλάδα αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα, είναι απειλή και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; Είναι το brain gain η λύση και τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Μεσογείου;
Αυτή είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δημοσιεύσαμε μια μελέτη που επικεντρώνεται στην Ιταλία, αλλά θα είναι γενικότερα σημαντική από άποψη διδαγμάτων, γιατί η Ιταλία και η Ελλάδα “υποφέρουν” από παρόμοιες καταστάσεις όσον αφορά το δημογραφικό θέμα. Μια λύση λοιπόν, που θα την ονομάσω η εύκολη λύση, είναι η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Επειδή κοιτάζετε την Ιταλία και την Ελλάδα και αυτές τις άλλες χώρες, οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά την επίσημη απασχόληση είναι οι μεγαλύτερες. Όταν μιλάμε για το θέμα της έλλειψης εργατικού δυναμικού, ναι, το ποσοστό του γυναικείου φύλλου που έχεις εκτός εργατικού δυναμικού είναι κάτι που θεωρητικά μπορεί να ενεργοποιηθεί σχετικά γρήγορα. Και το λέω αυτό γιατί έχουμε το παράδειγμα της Ισπανίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 – αρχές της δεκαετίας του 2000, που ήταν η εποχή της άνθησης της ισπανικής οικονομίας, είχαμε κεντρικές χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία και η Γερμανία όπου το χάσμα συμμετοχής ήταν πολύ χαμηλό (περίπου το 70% των γυναικών ήταν ενεργές και διαθέσιμες για εργασία) και είχαμε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία που το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν σε 30-40%. Κατά τη διάρκεια της ισπανικής οικονομικής άνθησης, υπήρξε δραματική αύξηση στον αριθμό των γυναικών που εργάζονταν και σε διάστημα είκοσι ετών η χώρα έφτασε στο ίδιο επίπεδο με τη Γαλλία. Η εξέλιξη αυτή ήταν απίστευτα γρήγορη. Άρα, είναι πιθανό να πετύχουμε κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα. Εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει πολιτικές και δούμε περισσότερες γυναίκες να εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό, θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον την κατάσταση της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Δεν θα είναι αρκετό, αλλά είναι ένας παράγοντας που θα παίξει ρόλο. Ένας άλλος πυλώνας είναι το μεταναστευτικό ισοζύγιο. Κάθε χώρα που αντιμετωπίζει δημογραφικά προβλήματα θέλει να έχει ελκυστικούς εργαζόμενους που θα έχουν απαραίτητες δεξιότητες για την οικονομία. Φυσικά, ο άλλος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό είναι η εκπαίδευση. Αυτό που πρέπει να κάνετε, είναι να “βουτήξετε στα βαθιά”. Πρέπει, δηλαδή, να επενδύσετε είτε σε διευκολύνσεις έκδοσης βίζας, είτε σε φορολογικά κίνητρα, πράγματα που θα προσελκύσουν ξένους εργαζόμενους. Όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπινο κεφάλαιο η βέλτιστη εκδοχή του τι μπορούμε να εισάγουμε είναι εργαζόμενοι με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και με ικανότητες. Είναι πιο σημαντικό να διευκολυνθεί η μετανάστευση για καταρτισμένα άτομα με υψηλούς μισθούς και εξαιρετικό βιοτικό επίπεδο.
Η επενδυτική βαθμίδα που κέρδισε η Ελλάδα πέρυσι είναι ένδειξη ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από τα δεκαετή μέτρα λιτότητας και τη βαθιά ύφεση. Είναι αρκετό σαν εξέλιξη; Τι άλλο πρέπει να γίνει για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παγκόσμιων αγορών και να προσελκύσει περισσότερες ποιοτικές επενδύσεις;
Νομίζω ότι είναι απλώς η συνέχεια αυτού που έχει ήδη συμβεί. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μια επισημοποίηση αυτού που αντιλαμβάνονται όσοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, που γνωρίζουν ήδη ότι η χώρα έχει αλλάξει πολύ. Πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές, αλλά έχει υποστεί σημαντικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις για να μπορεί να έχει πρωτογενή πλεονάσματα, διατηρεί ένα τεράστιο ταμειακό απόθεμα, έτσι ώστε ακόμη και αν έχει μεγάλο χρέος να μπορεί εύκολα να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές απαιτήσεις, μεταρρυθμίζει τη δημόσια διοίκηση, κάνει τις προσλήψεις πιο γραφειοκρατικά και έχει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Ως κυβέρνηση μεταρρυθμίσεων, υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια και επανεξελέγη και πρόκειται να είναι εδώ για άλλη μια θητεία, διασφαλίζοντας τη σημασία της πολιτικής συνέχειας των μεταβολών αυτών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μια άλλη θετική πτυχή της ανάκαμψης της επενδυτικής βαθμίδας είναι ότι πρόκειται να προσελκύσει και να ξεκλειδώσει πολλά ιδιωτικά κεφάλαια. Λόγω της μεταρρύθμισης που συνέβη στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό ρυθμιστικό σύστημα μετά την κρίση του 2008, βασικά, οι διαχειριστές χρημάτων και οι διεθνείς επενδυτές είναι πιο δύσκαμπτοι. Το να έχεις επενδυτική βαθμίδα είναι πολύ σημαντικό γιατί είμαι σίγουρος ότι οι επενδυτές ήθελαν χρόνια τώρα να επενδύσουν στην Ελλάδα αλλά λόγω των κανονισμών δεν μπορούσαν. Αυτή η επισημοποίηση με κάνει να πιστεύω ότι μεγάλο κεφάλαιο θα επενδυθεί στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Σε ποιο επίπεδο τοποθετείτε την ελληνική αγορά και οικονομία στην αξιολόγηση κινδύνου και γιατί; Προβλέπετε μακροοικονομική βελτίωση και φιλικότερο επιχειρηματικό κλίμα λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική σταθερότητα;
Η Ελλάδα είναι στην βαθμίδα Α4. Και αν κοιτάξετε υπό το δικό μας πρίσμα – έχουμε κάτι που αντικατοπτρίζει τη λογική του επενδυτικού βαθμού – έχουμε Ε, που είναι βασικά οι χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο, έχουμε C & D που είναι οι βαθμοί που δίνουμε στις χώρες που δεν είναι σε αυτή την κατάσταση αλλά μπορεί να βιώνουν σοβαρά ασταθείς καταστάσεις (όπως η Αίγυπτος) και έχουμε το Β ( εκεί παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα η Ελλάδα). Και αυτό γιατί η μακροοικονομική απόδοση που είδαμε τα έτη 2021 – 2022 ήταν καλύτερη από αυτό που περιμέναμε. Ειδικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η βαθμίδα Α4 είναι η αρχή της περιοχής επενδυτικής βαθμίδας, και συνήθως αυτή είναι η βαθμολογία που δίνουμε σε αναδυόμενες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα με καλές προοπτικές. Δεν πάει παραπάνω γιατί υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει. Στοιχεία όπως η συντριβή του τρένου πέρυσι δείχνουν ότι υπάρχει δουλειά που πρέπει να γίνει. Αν ο ρυθμός είναι ίδιος τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ίσως δούμε άλλη αναβάθμιση για την Ελλάδα.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, υπάρχουν αγορές στην Ελλάδα που αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς (όπως αγορά ενέργειας, κατασκευές, εγγυητικά ομόλογα, HORECA) που αυτή τη στιγμή τις χαρακτηρίζετε με υψηλό ρίσκο για να τις καλύψετε, δίνοντας χώρο στον ανταγωνισμό. Σκέφτεστε να κάνετε εξαίρεση για την Ελλάδα;
Δεν ασχολούμαι τόσο πολύ με τις αποφάσεις ανά κράτος. Τους συμβουλεύω, καταθέτω τη γνώμη μου για την οικονομία, αλλά δεν αποφασίζω κυριολεκτικά σε ποιες αγορές θα επικεντρωθούμε. Απλώς για να σας δώσω μια μικρή εικόνα για το τι συμβαίνει λειτουργικά όταν λαμβάνουμε τέτοιου είδους αποφάσεις, ακόμη και μια χώρα ή ένας τομέας είναι ένα μεγάλο καλάθι και έχουμε δει όλα να συμβαίνουν ταυτόχρονα, οπότε μπορεί να έχετε έναν τομέα που αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου δραστηριότητας, από την άποψη των εσόδων, και μπορεί να είναι ταυτόχρονα ενδιαφέρον να αναλάβουμε μεγαλύτερο ρίσκο σε ορισμένα τμήματα αυτού του τομέα, ενώ θα πρέπει να προσέχουμε ας πούμε τις εταιρείες ζόμπι που εξακολουθούν να βρίσκονται σε αυτόν τον τομέα. Σε μια γενική προοπτική, όσο περισσότερη ανάπτυξη υπάρχει τόσο περισσότερες ευκαιρίες να αναλάβουμε ρίσκο και δυνητικά καλό ρίσκο, αλλά δεν μπορώ να μπω στη θέση του αναδόχου και να πω ότι στην ενέργεια υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη και επομένως πρέπει να πάρουμε μεγαλύτερο ρίσκο.