Τα κυριότερα ασφαλιστικά συστήματα που έχουν προταθεί παγκοσμίως είναι το διανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Σύμφωνα με το διανεμητικό σύστημα, οι εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές, αλλά οι εισφορές αυτές την ίδια χρονιά χρησιμοποιούνται για να ικανοποιηθούν τα θεσπισμένα δικαιώματα των συνταξιούχων.
του Πέτρου Χατζόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή Αναλογιστικής Επιστήμης, Πανεπιστημίου Πειραιώς, και Αποστόλη Μποζίκα, επίκουρου καθηγητή Αναλογιστικής Επιστήμης, Πανεπιστημίου Πειραιώς (Αναδημοσίευση από τον ΟΔΗΓΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ που κυκλοφόρησε στις 24/11/2024)
Ένα από τα συστήματα που θα αντικαταστήσει το διανεμητικό σύστημα, τουλάχιστον εν μέρει, είναι το κεφαλαιοποιητικό (επαγγελματικών συνταξιοδοτικών ταμείων). Το σύστημα αυτό βασίζεται στην ομαδική αποταμίευση των εργαζομένων και εγκαταλείπεται εντελώς η φιλοσοφία της αλληλεγγύης των γενεών, που αποτελούσε το βάθρο του διανεμητικού συστήματος. Καθώς το κεφαλαιοποιητικό σύστημα αντιστοιχεί στην αποταμίευση, οι εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου επενδύονται και η απόδοσή τους (μαζί με το κεφάλαιο) χρηματοδοτεί τις συντάξεις. Έτσι, βάσει τού, εν μέρει, κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, είναι προφανές ότι κρίνεται απαραίτητο να υπάρχουν αναλογιστικές μελέτες. Μια αναλογιστική μελέτη είναι η εκτίμηση της μακροχρόνιας ισορροπίας ενός ταμείου με βάση τις αποδιδόμενες παροχές και τις αναμενόμενες μελλοντικές εισφορές.
Όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, είναι γενικά αποδεκτό ότι είναι οικονομικά μη βιώσιμο. Αναμφίβολα, υπάρχουν διάφορες αιτίες που οδήγησαν το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα σε μια δυσχερή κατάσταση. Η θνησιμότητα σε συνδυασμό με τη γονιμότητα και τη μετανάστευση αποτελούν τους τρεις δημογραφικούς παράγοντες που διαμορφώνουν το μέγεθος και τη σύνθεση κάθε πληθυσμού. Η μοντελοποίηση και πρόβλεψη της θνησιμότητας είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα σε επίπεδο χωρών, για τον μακροχρόνιο σχεδιασμό των τομέων της υγείας, της εργασίας και της κοινωνικής – ιδιωτικής ασφάλισης. Είναι γεγονός ότι από την αρχή του 20ού αιώνα έχουν παρατηρηθεί σημαντικές πτωτικές τάσεις στα ποσοστά θνησιμότητας, αλλά οι τάσεις αυτές δεν είναι ομοιόμορφες σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ιδίως τον 20ό αιώνα, είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης σειράς αλλαγών (του βιοτικού επιπέδου, της δημόσιας υγείας, της προσωπικής υγιεινής και της ιατρικής περίθαλψης, μεταξύ άλλων), καθεμία εκ των οποίων παίζει είτε σημαντικό είτε δευτερεύοντα ρόλο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Σε αντίθεση με χρηματοοικονομικούς κινδύνους, όπως ο επενδυτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος επιτοκίου και ο κίνδυνος του πληθωρισμού, η ανάλυση και η κατανόηση του κινδύνου μακροζωίας έχουν εξεταστεί σχετικά πρόσφατα από τους παρόχους συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος μακροζωίας αντιπροσωπεύει τον «κίνδυνο» τα μέλη κάποιου πληθυσμού αναφοράς να ζήσουν περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Κατά συνέπεια, είναι ζωτικής σημασίας για τους παρόχους συντάξεων να κατανοήσουν τη μακροχρόνια έκθεσή τους στον κίνδυνο αυτόν και να αναλάβουν δράση στο παρόν, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές οικονομικές τους υποχρεώσεις. Έτσι, έχει γίνει όλο και πιο σημαντικό για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα συνταξιοδοτικά ταμεία να βρεθεί ένας κατάλληλος και αποτελεσματικός τρόπος να ποσοτικοποιηθεί ο κίνδυνος μακροζωίας ή να μεταφερθεί εν μέρει στους αντασφαλιστές ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ο κίνδυνος μακροζωίας, ωστόσο, δεν είναι τόσο εύκολο να μεταφερθεί, καθώς είναι δύσκολο να τον κατανοήσουμε και ως εκ τούτου να τον διαχειριστούμε. Τα προβλήματα αυτά είναι ιδιαίτερα έντονα στην Ελλάδα, η οποία κατατάσσεται μεταξύ των ταχύτερα γηρασκουσών χωρών της Ευρώπης και υπέστη διαρθρωτικές ανατροπές μετά την οικονομική κρίση. Όσον αφορά την καλύτερη διαχείριση του κινδύνου μακροζωίας, όπου απαιτούνται προβλέψεις για τη μελλοντική τάση της θνησιμότητας, χρησιμοποιούνται γενεαλογικοί πίνακες θνησιμότητας, σε συνδυασμό με κατάλληλα στοχαστικά μοντέλα. Συνεπώς, το ενδιαφέρον θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αξιοποίηση στοχαστικών μοντέλων, καθώς και στην ανάπτυξη νέων, καινοτόμων μεθόδων για την ανάλυση και την πρόβλεψη της μελλοντικής θνησιμότητας και κατ’ επέκταση του κόστους των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.