Άλλη μια ενδιαφέρουσα Έρευνα της Deloitte δίδεται στη δημοσιότητα η οποία μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη στους δύσκολους Στρατηγικούς Σχεδιασμούς των Εταιρειών που προσφέρουν Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες. Η Νέα Έρευνα της που κυκλοφόρησε στις 17 Αυγούστου 2011 έχει τίτλο: “Harnessing the forces of change”, «Αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της αλλαγής» στην οποία συμμετείχαν 175 στελέχη του συγκεκριμένου χώρου. Μετά και την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι εταιρίες παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών έρχονται αντιμέτωπες με διάφορους εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι μεταβάλουν τα δεδομένα στον κλάδο και επηρεάζουν επιμέρους εταιρίες. Η έρευνα της Deloitte εξετάζει τις επιδράσεις που δέχεται ο κλάδος, ομαδοποιώντας τις σε 4 κατηγορίες:
Συμμόρφωση, Κεφάλαια, Πελάτες και Ανταγωνισμός:
Συμμόρφωση: Τον περασμένο χρόνο θεσπίστηκε μια ευρεία γκάμα νέων κανονιστικών απαιτήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων της έρευνας σχετικά με τον αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων αυτών στον κλάδο είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες, με αυτούς που θεωρούν ότι οι επιπτώσεις τους είναι αρνητικές να συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό. Μάλιστα, οι ερωτώμενοι από τις περιοχές που δέχτηκαν το ισχυρότερο πλήγμα από την πρόσφατη οικονομική κρίση είναι αυτοί που θεωρούν σε μεγαλύτερο βαθμό ότι οι μεταρρυθμίσεις είχαν αρνητικό αντίκτυπο για τον κλάδο.
Σημαντική διαφοροποίηση ως προς την αξιολόγηση των επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων παρατηρείται μεταξύ των στελεχών που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση επενδύσεων και αυτών που εργάζονται στον τραπεζικό και ασφαλιστικό κλάδο. Η πλειοψηφία όσων ασχολούνται με τη διαχείριση επενδύσεων φαίνεται να θεωρεί τις επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων ως αρνητικές.
Επιπλέον, το 83% των στελεχών αναμένουν στο μέλλον σημαντική ή μέτρια συνεργασία μεταξύ του κλάδου και των νομοθετών.
Επιπρόσθετα, εξαιτίας της αβεβαιότητας σχετικά με τις επερχόμενες μεταρρυθμίσεις η πλειοψηφία των στελεχών που ερωτήθηκαν (80%) υποστηρίζει ότι η ευελιξία του τμήματος συμμόρφωσης είναι σημαντική για τον κλάδο. Σύμφωνα με την έρευνα, το έμπειρο προσωπικό και η αυξημένη χρήση τεχνολογίας θεωρούνται οι αποτελεσματικότερες μέθοδοι επίτευξης της ευελιξίας αυτής.
Κεφάλαια: Όπως φάνηκε από την πιστωτική κρίση του 2008, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να επανεξετάσουν τις υπάρχουσες διαδικασίες διαχείρισης κεφαλαίου.
Ενώ η πλειοψηφία των ερωτωμένων υποστηρίζει ότι οι νέες απαιτήσεις σχετικά με τα κεφάλαια (Basel III για τις τράπεζες και Solvency II για τον ασφαλιστικό κλάδο) δεν επηρέασαν τις επιχειρήσεις τους –πιθανότατα εξαιτίας της διετούς διορίας συμμόρφωσης- αυτές οι νέες κατευθυντήριες γραμμές αναμφίβολα θα μεταβάλλουν τον τρόπο που οι οργανισμοί θα λειτουργούν στο μέλλον.
Με όλες αυτές τις αλλαγές ο κλάδος έρχεται αντιμέτωπος με την αύξηση του κόστους του κεφαλαίου και με τη μεταβολή του τρόπου πώλησης των προϊόντων. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, τις σημαντικότερες επιδράσεις δέχονται τα περιθώρια κέρδους των υπαρχόντων προϊόντων που έχουν συμπιεστεί εξαιτίας των υψηλότερων απαιτήσεων για κεφάλαια, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει τις εταιρίες να επανεξετάσουν το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους.
Η κρίση οδήγησε τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε μεγαλύτερο έλεγχο του κόστους, προκειμένου να επιβιώσουν. Πράγματι, η διαχείριση του κόστους και οι λειτουργίες των treasury αποτελούν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, την κυρίαρχη εστίαση του κλάδου. Η βελτίωση της διαχείρισης του κόστους είναι η βασική προτεραιότητα για περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους, ενώ ακολουθεί η εξεύρεση διαφοροποιημένων πηγών χρηματοδότησης και η βελτίωση των λειτουργιών του treasury.
Πελάτες: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας της Deloitte, οι πελάτες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχουν ενημερωθεί και επιμορφωθεί και έχουν καταστεί περισσότερο καχύποπτοι και λιγότερο πρόθυμοι να προβούν σε «ριψοκίνδυνες» συναλλαγές. Η πλειοψηφία του δείγματος της έρευνας υποστηρίζει ότι οι πελάτες είναι, πλέον, πιο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα τιμών και εξετάζουν πιο σχολαστικά τα προϊόντα. Για αυτό, πολλές επιχειρήσεις του κλάδου εστιάζουν στην υιοθέτηση μιας βελτιωμένης και πιο ξεκάθαρης επικοινωνίας σχετικά με τα παρεχόμενα προϊόντα και τις υπηρεσίες.
Επιπλέον, η πλειοψηφία των στελεχών του δείγματος ανέφερε ότι οι οργανισμοί στους οποίους εργάζονται εστιάζουν περισσότερο στην απλοποίηση και στην παροχή διευκρινίσεων γύρω από τα υπάρχοντα προϊόντα αν και το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών, γεγονός που ενδέχεται να συνδέεται με τον τρόπο πώλησης των ασφαλιστικών προϊόντων που παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες επεξήγησης.
Η πλειοψηφία των εταιριών του κλάδου που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι δεν προβαίνει σε κάποια αλλαγή των κατηγοριών πελατών στους οποίους στοχεύει. Πάντως, αρκετοί οργανισμοί (σχεδόν το ¼ του δείγματος) δηλώνουν ότι στοχεύουν σε κατηγορίες πελατών που ενέχουν μικρότερο κίνδυνο.
Ανταγωνισμός: Παρά το γεγονός ότι γνωστές επιχειρήσεις έκλεισαν, κάποιες νέες ξεκίνησαν τη λειτουργία τους, δημιουργώντας έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό. Υπηρεσίες που παλαιότερα παρέχονταν από μεγάλες τράπεζες ή ασφαλιστικές εταιρίες προσφέρονται, πλέον, από μη-παραδοσιακές και διεθνείς νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις. Εκτός των νέων εταιριών παρατηρούνται πολλές συγχωνεύσεις, με τους παίκτες – κλειδιά να αποκτούν παγκόσμια παρουσία και τις μικρότερες εθνικές και περιφερειακές εταιρίες να καθίστανται περισσότερο «στρατηγικές», προσχωρώντας σε αγορές αποτυχημένων και πιο αδύναμων οργανισμών.
Οι παραδοσιακές επιχειρήσεις του χώρου αντιδρούν με διάφορους τρόπους στις αλλαγές αυτές. Μια μέθοδος αντίδρασης, σύμφωνα με την έρευνα, αποτελεί η επιδίωξη επέκτασης στο εξωτερικό. Οι ερωτώμενοι ανέφεραν κατά σειρά την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Ρωσία ως τους κύριους στόχους επέκτασης.
Πάντως, οι μεγαλύτεροι διεθνείς παίκτες βλέπουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε τοπικούς ανερχόμενους παίκτες στους οποίους μπορεί κανείς να εντοπίσει καινοτόμες πρακτικές. Πράγματι, ο αυξημένος ανταγωνισμός οδηγεί τους οργανισμούς του κλάδου να εστιάσουν στην καινοτομία, με το 57% των ερωτώμενων να τη θεωρεί κλειδί για την επικράτηση έναντι του ανταγωνισμού.
Άλλος ένας τρόπος για να υπερισχύσει κανείς του ανταγωνισμού, φαίνεται ότι είναι η βελτίωση της εμπειρίας του πελάτη και η άμεση ανταπόκριση των υπηρεσιών στις ανάγκες του. Αν και περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους ανέφεραν ότι το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα παρέμεινε το ίδιο κατά το περασμένο έτος, ακόμα και οι πιο μεγάλοι και σταθεροί παίκτες δεν μπορούν να περιμένουν να ξεχωρίζουν απλώς και μόνο λόγω εμπειρίας και φήμης.
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μας: www.deloitte.gr