Θείος του εκτελέστηκε για τη συμμετοχή του στη δολοφονία του Χρήστου Λαδά από την ΟΠΛΑ, την πρωτομαγιά του 1948, στην πλατεία Καρύτση. Έκτοτε, η οικογένεια Ψωμιάδη πέρασε οριστικά και με πάθος στην εθνικοφροσύνη. Επί χούντας Ιωαννίδη, ο νεαρός Παναγιώτης, γιος παπά, ντυνόταν με ράσο –εξ ου και το παρατσούκλι «ο καλόγερος»– και βασάνιζε κρατουμένους στο ΕΑΤ ΕΣΑ. Όχι επειδή ήταν στρατιωτικός, όχι επειδή τον υποχρέωσαν, όχι επειδή του έκαναν πλύση εγκεφάλου: απλώς, έτσι, από χόμπι. Με τη μεταπολίτευση, ο Μάκης άρχισε τη μακρόχρονη καριέρα του, η οποία περιλαμβάνει (αλλά πιθανώς δεν περιορίζεται σε) απαγωγές, λαθρεμπόριο (χρυσού, γούνας κ.ά.), πλαστογραφίες, παροχή «προστασίας», ίδρυση και διαχείριση νυχτερινών κέντρων, εκβιασμούς και (μετά συγχωρήσεως) έκδοση εφημερίδας. Και, φυσικά, last but not least, τη μακρόχρονη, λαμπρή πορεία του στον αθλητισμό.
«Το νομικό, κοινωνικό και επικοινωνιακό πλαίσιο το διαμορφώνουν οι Μάκηδες Ψωμιάδηδες», γράφει σήμερα η Ελίζα Μπενβενίστε. Είναι έτσι, ή αντίστροφα, το πλαίσιο δημιουργεί τους Μάκηδες; Πρόκειται για το γνωστό ερώτημα (αν η κότα έκανε ο το αυγό ή το αυγό την κότα), το οποίο δεν επιδέχεται απάντησης. Η αναζήτηση τού «τις πταίει» σε ιστορικές αναδρομές, καταλήγει συνήθως στην Τουρκοκρατία («τετρακόσια χρόνια σκλαβιά, χάσαμε την Αναγέννηση ρε γαμώτο…») Παρ’ όλα αυτά, ενίοτε οι αναδρομές είναι διδακτικές – και, πάντως, σίγουρα διασκεδαστικές.
Μια πρόχειρη αναδρομή, λοιπόν: η Κατοχή κατέστρεψε την (όποια) ελληνική αστική τάξη (πλην ελαχίστων μεγαλοαστικών οικογενειών), η οποία αντάλλαξε την περιουσία της με ένα ντενεκέ λάδι. Το μετακατοχικό κράτος παρέλαβε μια χώρα διαλυμένη , πού όδευε με ακρίβεια προς τον εμφύλιο πόλεμο, τη χαριστική βολή. Οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες (αυτοί που έδωσαν τον ντενεκέ το λάδι και πήραν τις περιουσίες), οι χίτες και οι ταγματασφαλίτες της Κατοχής –κατά κανόνα τα πιο λούμπεν στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας– κλήθηκαν να στελεχώσουν όχι μόνο το παρακράτος, αλλά σε κάποιο βαθμό και το ίδιο το κράτος. Η χούντα του 1967 υπήρξε η κορύφωση και το κύκνειο άσμα του μετεμφυλιακού κράτους· το 1974 η χούντα τελείωσε και, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα είχε μια αξιοπρεπή –για τα δεδομένα της– κοινοβουλευτική δημοκρατία. Που ναι, την είχε κερδίσει με πολύ αίμα.
Η χούντα τελείωσε, οι συνεργάτες της όμως όχι. Όχι όλοι. Πολλοί από αυτούς επέπλευσαν, έστω κι αν χρειάστηκε να κάνουν μερικά μακροβούτια, να lay low για λίγο. Ούτε δεκαετία μετά τη μεταπολίτευση, άρχισαν δειλά δειλά να εμφανίζονται αναβαπτισμένοι σε πόστα, σε θέσεις, σε γραφεία, σε καρέκλες, σε πολυθρόνες. Είτε του παρακράτους, είτε του κράτους. Είτε της Ν.Δ., είτε του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η εξουσία χρειάζεται ανθρώπους που ξέρουν πως να την ασκούν – όχι στα φώτα της δημοσιότητας αλλά στην πράξη, δηλαδή στο παρασκήνιο.
Ο βίος και η πολιτεία παραγόντων της χούντας με τις μεταλλάξεις τους, είναι χαρακτηριστικός. Θυμίζει το σκωπτικό τραγουδάκι, που ακουγόταν στην Αθήνα στα τέλη του ’44, μετά την απελευθέρωση:
Τα κορίτσια που ’χαν πρώτα Ιταλούς
τα κορίτσια που ’χαν πρώτα Γερμανούς
τώρα έχουν Εγγλεζάκια
με κοντά παντελονάκια
κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι ο χουντικός κρατικός μηχανισμός επιβίωσε συνολικά και συνέχισε τη λειτουργία του. Λέω απλώς, ότι την ατολμία και την απροθυμία της Νέας Δημοκρατίας να κάνει πραγματική «κάθαρση» (μάλλον λόγω αρτηριοσκληρωτικών φοβιών, κληρονομιά των περασμένων δεκαετιών) στη δεκαετία του ’70, τη διαδέχτηκε η αλαζονεία του παπανδρεϊκού ΠΑ.ΣΟ.Κ, η απίστευτη πρεμούρα για εξουσία, η απληστία με την οποία έστησε το δικό του κράτος, στελεχώνοντάς το βιαστικά (μεταξύ άλλων) με οποιονδήποτε καπάτσο και πονηρό καταφερτζή και συναλλασσόμενο (μεταξύ άλλων) με κάθε κατακάθι. Λέω απλώς πως το σημαντικό στα «κληροδοτήματα» της χούντας στη μεταπολιτευτική δημοκρατία δεν είναι τόσο το ακροδεξιό πολιτικό πρόσημο, όσο οι ίδιες οι διαδικασίες επιβίωσης, νομιμοποίησης, αναβάπτισης. Λέω απλώς, ότι οι Μάκηδες διαμόρφωσαν το πλαίσιο και το πλαίσιο τους Μάκηδες. Και ότι ένας Θεός ξέρει πόσοι Μάκηδες γαλουχήθηκαν με τη σειρά τους στο πλαίσιο αυτό, κι απομένει να τους βρούμε μπροστά μας. Λέω απλώς, ότι ο συγκεκριμένος Μάκης είναι –με υπερβολικό και γκροτέσκο τρόπο, σαν φιγούρα από ταινία του γερμανικού εξπρεσιονισμού– η ακραία καρικατούρα ενός τύπου νεοέλληνα της μεταπολίτευσης.
Μια πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας είναι αυτή απλώς, ίσως ούτε καν η πιο σημαντική. Κι ούτε ερμηνεύει τα πάντα, ούτε εξηγεί, βέβαια, τη σημερινή κρίση. Συνθέτει όμως μια αφήγηση, η οποία εικονογραφείται εξαιρετικά γλαφυρά από την εικόνα του Μάκη Ψωμιάδη με το πούρο του. Ο ανακριτής έκρινε ότι ο κατηγορούμενος για χρέη προς το δημόσιο –ο οποίος φυγοδικούσε επί μήνες– δεν είναι ύποπτος φυγής. Και τον άφησε ελεύθερο με εγγύηση. Εν συνεχεία, ο απελευθερωμένος Μάκης έκανε την τσάρκα του στα καφέ. Το καθεστώς –όχι η κυβέρνηση, όχι ένας δικαστικός λειτουργός, όχι τα media, αλλά το καθεστώς– δεν του επιτρέπει απλώς να υπάρχει και να δρα: τον ανάγει σε εμβληματική εικόνα. Η εμετική λούμπεν ορολογία, την οποία χρησιμοποιούσε για να απειλεί και να εκβιάζει τους πάντες και να στήνει παιχνίδια, έγινε ατάκα σε τηλεοπτική διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας. Ένας ήρωας της εποχής μας, με τα όλα του.
*Συγγραφέας: Γιώργος Τσακνιάς /πηγή: shinecast.wordpress.com/
το έχει το όνομα φαίνεται βλέπε … Ασπίς 🙂