(Δύο κείμενα – από διαφορετική σκοπιά – με τον ίδιο στόχο: μια όμορφη Ελλάδα. Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως πάντα απολαυστικός ): “Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό – όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να ‘ρθει η σειρά τους … Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ’ τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.
Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.
Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές – όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.
Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας.
Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργα σίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας.Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας … Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές – χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ – θα αποκαταστήσουν την τρέλλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ’ τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ’ τον… Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
Θυμήσου και κόψ’ τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ’ τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ’ τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ’ το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις…
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει …
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας”.
Μια απάντηση στον Ξανθούλη, από την Eλευθερία Τσακιροπούλου
“Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα. Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι (Μ.Ασία) μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά.
Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου. Μου άρεσαν οι πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο. Μου άρεσε ο Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης. Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.
Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου. Δουλέυω από την ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη». Και διάλεξα και τα δύο. Και τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχω κρύψει ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.
Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά. Πρέπει να ντρέπομαι; Ούτε επιδοτήσεις για ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση, ούτε σε επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου. Ότι έκανα το έκανα μόνη μου. Και τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα. Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το περίφημο κουτί από το salon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε και μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».
Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής και προοδευτικής κοινωνίας. Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο σπίτι μου όταν αρρωστήσω. Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με περιθάλψει. Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου. Δεν πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές εταιρείες.
Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα. Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά (στο ρετιρέ του ο κος. Ξανθούλης ας το κάνει), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και οι δάφνες μου. Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου. Και μάλιστα πολύ. Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής.
Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου. Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι μια καλύτερη πατρίδα. Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.
Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ. Ε, λοιπόν όχι! Δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν. Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.
Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον Αλκιβιάδη. Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Το Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα. Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων, τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια. Η φτώχεια όμως όχι. Δεν θα πάρω. Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!”
ΨΙΤ,ΨΙΤ, ΠΑΙΔΙΑ ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑ
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΜΥΑΛΑ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΥΤΑ.
ΕΙΔΑΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΡΙΜΑ(ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΩΡΕΑΝ)-(ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗΣ)
μια φορά και ένα καιρό ήταν μια πολύ……….. πολύ μακρινή χώρα.
Ας την ονομάσουμε λοιπόν ” Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΞΥΛΟΚΟΠΩΝ”
Στη χώρα αυτή , οι πολίτες δεν ήταν καθόλου έξυπνοι διότι πολύ απλά …………..
ήταν όλοι ξυλοκόποι. Δεν ακόνιζαν το μυαλό τους , δεν πήγαιναν τα παιδιά σχολειό ,
δεν είχαν καμιά ιστορία πέραν από βάρβαρους πολέμους και πορεύονταν μόνο με τα
απλά και λιγοστά είδη που έβγαζε η γη τους , καθώς και μερικά ψάρια που έβγαζε η θάλασσά τους.
Τα χρόνια περνούσαν , οι αιώνες περνούσαν και ενώ άλλες χώρες προόδευαν , δημιουργούσαν πολιτισμούς ,αυτή η χώρα δεν είχε καμία εξέλιξη . Πολύ απλά γιατί……….. ήταν όλοι ξυλοκόποι. Ψηλοί , δυνατοί ……… αλλά ……… ξυλοκόποι.
Είχαν όμως ένα προνόμιο . Ένα και μοναδικό . Τέτοιο που ήταν αρκετό ώστε να βγάζει ένα λαό από τα δύσκολα , χωρίς να περηφανεύεται ότι έχει επιτύχει κάτι σπουδαίο , αλλά ζώντας όλοι χαρούμενοι.
Αυτό λοιπόν το προνόμιο ήταν η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ. Κάθισε λοιπόν ο γέροντας του χωριού μαζί με τους …. λιγότερο χαζούς … και συμφώνησαν ότι για να καταφέρουν να περάσουν από γενιά σε γενιά και να επιβιώσουν έτσι ώστε να μην δημιουργηθεί μια χώρα λύκων , όπου τελικά ο δυνατότερος θα επιβιώνει σε βάρος του ασθενέστερου θα πρέπει όλα τα παιδιά, μα όλα τα παιδιά της χώρας να μεγαλώσουν με το ίδιο σύστημα αξιών.
Αποφάσισαν λοιπόν ότι θα πρέπει να μάθει το κάθε παιδί ότι :
είναι μέρος μιας οικογένειας , και θα πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.
είναι μέρος μιας γειτονιάς , και θα πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.
είναι μέρος μιας ομάδας , και θα πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.
είναι μέρος ενός σχολείου , και θα πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.
είναι μέρος μιας πόλης , και θα πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα.
Όλα φαίνονταν ότι πήγαιναν καλά , ωστόσο η ανθρώπινη πονηριά καραδοκούσε . Έτσι μετά από μερικά χρόνια , άρχισαν να ξεφυτρώνουν κάποιες ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Κάποιοι ” λάδωναν ” τους δασκάλους να μάθουν τα δικά τους παιδιά περισσότερα πράγματα , άλλοι ”λάδωναν ” κάποιους άλλους να βάλουν τα δικά τους παιδιά στις καλύτερες δουλειές με αποτέλεσμα σιγά – σιγά η κοινωνία που ευαγγελίζονταν ο γέροντας και οι προύχοντες να αρχίζει να αλλοιώνεται .Τότε ο γέροντας ξανακάλεσε το συμβούλιο των ….. λιγότερο χαζών , για να πάρουν αποφάσεις .Κάποιος είπε ότι πρέπει οι παράνομοι να μπαίνουν φυλακή .Τότε ο γέροντας του απάντησε : – Μα είσαι εντελώς χαζός , πως θα ξεπληρώσει την παρανομία που έκανε ; ταΐζοντας τον τσάμπα και αφήνοντάς τον να τεμπελιάζει;
Μετά λοιπόν από πολύ σκέψη αποφάσισαν ότι :
όποιος δεν ακολουθεί το νόμο μια φορά – θα δουλεύει για την πόλη , χωρίς να πληρώνεται – για ένα χρόνο , όποιος δεν ακολουθεί το νόμο δύο φορές – θα δουλεύει για την πόλη – για πέντε χρόνια και η περιουσία του θα δημεύεται ως περιουσία της πόλης , όποιος δεν ακολουθεί το νόμο τρείς φορές – θα δουλεύει για την πόλη – για πέντε χρόνια – θα του παίρνουν την περιουσία του και θα τον διώχνουν από τη χώρα.
Ένας λοιπόν θρασύς ξυλοκόπος θεώρησε ότι κανείς δεν μπορεί να του πάρει την περιουσία ακόμη και αν παρανομήσει. Ωστόσο όταν δοκίμασε αντιλήφθηκε ότι εκεί οι νόμοι ισχύουν , και βρέθηκε χωρίς περιουσία , δουλεύοντας μάλιστα για τους συμπολίτες του για ένα χρόνο . Τότε ο καλύτερος του φίλος το διέδωσε σε πολλούς ανθρώπους από τα διπλανά χωριά και κανείς πλέον δεν σκέφτηκε να περάσει την κόκκινη γραμμή του νόμου της κοινωνίας . Έτσι όλοι αντιλήφθηκαν ότι πλέον οι νόμοι εφαρμόζονται και έτσι συνέχισαν να τους τηρούν , κάτι που θεωρήθηκε δεδομένο πλέον και από τα παιδιά τους , τα οποία συνέχισαν να τους τηρούν . Τώρα θα με ρωτήσετε ποια χώρα είναι αυτή . Η απάντηση είναι ότι : Αυτή η χώρα, παραμένει για μας ακόμη,….. πολύ μακρινή.
Πες τα χρυσοστομη!
ΧΙΛΙΑ ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΣΑΚΙΡΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΑΚΑΡΙ ΟΛΟΙ ΝΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΝΕΡΓΟΥΣΑΜΕ ΕΤΣΙ! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΗΤΗΣΗ ΣΑΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!