Μείωση συνολικής παραγωγής κατά 7,4% (α’ εξάμηνο 2011), εξαγορά συμβολαίων, πτώση της επενδυτικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια συμπίεση των εποπτικών κεφαλαίων, είναι ένα μόνο μέρος του τιμήματος που έχει πληρώσει η ασφαλιστική αγορά λόγω της ύφεσης, σύμφωνα με έκθεση της ΤτΕ που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Για την ομαλή πορεία προς το μέλλον, στόχος είναι κεφαλαιακά ισχυρές ασφαλιστικές εταιρείες, διαδικασία «μακρά και επίπονη» σύμφωνα με την Τράπεζα, πλην όμως απαραίτητη προκειμένου α) να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις εν μέσω κρίσης και β) να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Solvency II.
Γνωστό και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί και η επαναθεώρηση ζητημάτων που αφορούν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και τον κώδικα δεοντολογίας Διαμεσολαβητών με στόχο, αφενός την αναβάθμιση των εργασιών και αφετέρου την εξάλειψη των «νοσηρών πρακτικών». Από την αρχή του έτους η Τράπεζα της Ελλάδος έχει διαχειριστεί 350 παράπονα πελατών για ασφαλιστικές που λειτουργούν και έχει καλέσει 19 επιχειρήσεις σε ακρόαση. Επίσης, έχουν εξεταστεί 80 ερωτήματα φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και επαγγελματικών επιμελητηρίων, που αφορούν διαμεσολαβητές και 100 άλλου είδους ερωτήματα και καταγγελίες (π.χ. για επιχειρήσεις που έχουν κλείσει). Συνολικά από το 2008, ο συνολικός αριθμός των εταιριών που πλέον δεν λειτουργούν ανέρχεται σε 17.
Ενδιαφέροντα είναι και μερικά συγκεντρωτικά αποτελέσματα:
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 72 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, 55 εκ των οποίων εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, 42 με συνολικό ενεργητικό της τάξεως των 15 δισεκ. ευρώ. Σε όρους παραγωγής ασφαλίστρων, οι ελληνικές ανώνυμες εταιρίες κατέχουν το 89,4%, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών το 7,9%, τα υποκαταστήματα κρατών-μελών της ΕΕ και ΕΟΧ το 2,4% και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί το 0,3%.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αγοράς αποτελεί ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο ζωής και, συγκριτικά, η διασπορά στον κλάδο ασφαλίσεων κατά ζημιών. Με βάση τα στοιχεία του 2010, στον κλάδο ασφαλίσεων ζωής, οι 5 και 10 μεγαλύτερες σε μέγεθος παραγωγής εταιρίες καλύπτουν αντίστοιχα το 71,0% και 91,7% της συνολικής παραγωγής. Στον κλάδο ασφαλίσεων κατά ζημιών οι 5 και 10 μεγαλύτερες σε μέγεθος καλύπτουν αντίστοιχα το 41,2% και 61,9% της συνολικής παραγωγής.
Αναλυτικά, το πρώτο εξάμηνο του 2011, η μείωση στις ασφαλίσεις ζωής ανήλθε σε 11,3%, ενώ στις ασφαλίσεις κατά ζημιών σε 4,5%. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματοποιηθείσες εντός του 2011 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ύψους 102,5 εκατ. ευρώ, τα εποπτικά κεφάλαια υπερβαίνουν τα απαιτούμενα κατά περίπου 1 δισεκ. ευρώ.
Ωστόσο το ποσό αυτό διαμορφώνεται με τη χρήση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται από την ασφαλιστική νομοθεσία και τις οικείες ρυθμιστικές αποφάσεις για τη φερεγγυότητα. Οι παρεκκλίσεις αυτές επιτρέπουν : (α) την καταχώρηση του 70% των αποθεμάτων εκκρεμών ζημιών στις ασφαλίσεις κατά ζημιών και (β) την αποτίμηση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) στην αξία κτήσης τους.
Με βάση μια πιο συντηρητική προσέγγιση, που δεν θα λάμβανε υπόψη τις προαναφερθείσες νόμιμες παρεκκλίσεις, στο τέλος του 2010 οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να συγκεντρώσουν πρόσθετα κεφάλαια ύψους 545 εκατ. ευρώ.
Με σκοπό την προσαρμογή στα νέα πλαίσια και την πλήρη χαρτογράφηση από τις ασφαλιστικές εταιρίες των όποιων αδυναμιών τους σε τεχνογνωσία, στελέχωση και υποδομές, η Τράπεζα της Ελλάδος διενεργεί σχετική άσκηση, η ολοκλήρωση της οποίας θα βοηθήσει τις εταιρίες να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις ελλείψεις που τυχόν θα εντοπιστούν.
Μέσω της άσκησης δίνεται η δυνατότητα στα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς να εξοικειωθούν, άμεσα και πρακτικά και σε στενή συνεργασία με την εποπτική αρχή με τις συνθήκες λειτουργίας στο νέο περιβάλλον και να αποκομίσουν και τα οφέλη της τεχνογνωσίας που αποκτούν τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος από τη συμμετοχή τους σε διεθνείς συναντήσεις των εποπτών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.