Από τον Αριστείδη Παπανικόλα. Σύμφωνα με την έκθεση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) με τίτλο «Ασφάλιση Περιουσίας 2011» και τα στοιχεία της Εποπτικής Αρχής, κατά τη διάρκεια του 2011, 37 ασφαλιστικές επιχειρήσεις (έναντι 38 το 2010) δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο πυρκαϊάς και στοιχείων της φύσης και εμφάνισαν παραγωγή 578 εκατομμυρίων ευρώ στους τρεις κλάδους οι οποίοι απαρτίζουν την ασφάλιση περιουσίας (πυρκαϊά και στοιχεία της φύσης, λοιπές ζημίες αγαθών -όπου περιλαμβάνονται και οι τεχνικές ασφαλίσεις– και διάφορες χρηματικές απώλειες).
Η παραγωγή αυτή είναι μειωμένη κατά 7,3% έναντι του 2010, κατά το οποίο τα συνολικά ασφάλιστρα ήταν 623 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα δε με έρευνα της ΕΑΕΕ κατά το 1ο εξάμηνο του 2012, η παραγωγή ασφαλίστρων των προηγούμενων κλάδων μειώθηκε περαιτέρω κατά 3,8% σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του 2011. Παράλληλα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέβαλαν συνολικά 158,8 εκατομμύρια ευρώ σε αποζημιώσεις σχετικά με τις ανωτέρω ασφαλίσεις το 2011, αποζημιώσεις που ήταν αυξημένες κατά 18,8% σε σχέση με το 2010. Οι λόγοι της μείωσης κατά δεύτερη συνεχή χρονιά των ασφαλίστρων των ποιο πάνω κλάδων εύκολα εξηγείται, λόγω της μείωσης της ασφαλιστικής ύλης από το κλείσιμο επαγγελματικών χώρων και επιχειρήσεων, από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών που προχωρούν (κακώς βέβαια) σε ακυρώσεις ασφαλιστηρίων κατοικιών και από την ανύπαρκτη χορήγηση στεγαστικών δανείων, που εμμέσως οδηγούσε και στην ασφάλιση του ακινήτου. Όμως, τα στοιχεία αυτά και η προσέγγιση των αιτιών της μείωσης των ασφαλίστρων, απεικονίζουν μικρό μέρος του προβλήματος. Το κυρίαρχο πρόβλημα είναι ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις, μόνο ένα στα δέκα σπίτια στην Ελλάδα είναι ασφαλισμένο, ενώ η πλειοψηφία των μικρών επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών θεωρεί περίπου ως περιττό έξοδο την ασφάλισή της επιχείρησής του.
Γιατί όμως ο Έλληνας έχει ανασφάλιστη την περιουσία του; Η απάντηση είναι απλή, ποτέ, δεν διδάχθηκε, δεν έμαθε, την αξία της ασφάλισης. Αυτοί που ασφαλίζουν την περιουσία τους χωρίζονται (δυστυχώς) σε δύο μεγάλες ομάδες. Σε αυτούς που υποχρεώνονται να ασφαλιστούν, κυρίως λόγω δανειοδοτήσεών τους από τις τράπεζες και στους λίγους που έχουν έμφυτη την ασφαλιστική ιδέα, έχουν αναπτυγμένη ασφαλιστική συνείδηση. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία βέβαια, αυτών που πείστηκαν από ακούραστους διαμεσολαβούντες για την αναγκαιότητα της ασφάλισης των σπιτιών τους και των επιχειρήσεών τους. Πέραν τούτων, τίποτα.
Στα προγράμματα εκπαίδευσης, από τη προνηπιακή ηλικία μέχρι και το πανεπιστήμιο, πουθενά δεν υπάρχει ένα μάθημα, μια ώρα διδασκαλίας για την αξία της ασφάλισης. Το κράτος εμφανίζεται μόνο όταν έχει να καταγγείλει την ασφαλιστική αγορά, όταν έχει να δημοσιοποιήσει «κακά» νέα ή όταν παροτρύνει τους καταναλωτές να ψάξουν για… φθηνότερα ασφάλιστρα. Ακόμα και οι ασφαλιστικές εταιρίες, μόνο μέσω διαφημίσεων αναφέρονται στην ασφάλιση περιουσίας. Μήπως είναι η κατάλληλη εποχή να αναληφθεί από τους φορείς των διαμεσολαβούντων μια καλά σχεδιασμένη προσπάθεια ενημέρωσης, σχετικά με το αγαθό της ασφάλισης; Μήπως, συλλογικά, πρέπει να μιλήσουν με τη γλώσσα του καταναλωτή, του πελάτη, του απλού ανθρώπου; Αυτό δηλαδή, που αρκετοί διαμεσολαβούντες κάνουν, ένας-ένας, καθημερινά. Χωρίς ακατανόητους τεχνικούς όρους και χωρίς δυσνόητους συνδυασμούς. Ο καλύτερος πελάτης είναι ο ενημερωμένος πελάτης και γι’ αυτό δεν φροντίζει σχεδόν κανείς.
Πριν νομοθετήσουμε (π.χ. με τον υπό διαβούλευση Κώδικα Δεοντολογίας), ότι ο υποψήφιος πελάτης πρέπει να λαμβάνει εναλλακτικές προσφορές ασφάλισης και ότι πρέπει να ενημερώνεται για τα στοιχεία του διαμεσολαβητή και τις προμήθειές του, μήπως πρέπει να του πούμε πρώτα-πρώτα, γιατί πρέπει να ασφαλιστεί; Ή νομίζουμε ότι το ξέρει, ότι είναι αυτονόητο;