Μια απλή, καθησυχαστική, ανθρώπινη θα έλεγα, δήλωση του Υφυπουργού Ανάπτυξης Αθανάσιου Σκορδά στον ΑΝΤ1: “Κανένας οικονομικά αδύναμος δεν έχει να φοβάται για την πρώτη του κατοικία”, ήρθε να συμπληρώσει τη δήλωση, πριν από λίγες μέρες, του ίδιου του Υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη: “Οι φτωχοί άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται”.
Κι όμως, η διπλή αυτή δήλωση εμένα με γέμισε φόβο, αγωνία, άγχος.
Να φοβάμαι ή όχι; Κι αν φοβάμαι, για ποιο λόγο να φοβάμαι; Τι έκανα; Ποια θα είναι η τιμωρία; Μπα, μάλλον λάθος κάνω. Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Είμαι καθαρός, δεν με κυνηγάνε. Δεν έβλαψα κανέναν, αντίθετα, πολλοί με έβλαψαν. Αυτοί να φοβούνται. Αυτούς θα εννοεί ο Υπουργός. Αλλά πάλι, αυτοί δεν είναι φτωχοί, είναι ισχυροί, είναι στα πράγματα. Πώς μπορεί να εννοεί αυτούς ο Υπουργός; Μπερδεύτηκα.
Πάλι από την αρχή. Να φοβάμαι ή όχι; Όχι βέβαια, το είπε ο Υπουργός. “Οι φτωχοί άνθρωποι δεν πρέπει να φοβούνται”. Είμαι όμως φτωχός; Με συμπεριέλαβε ο Υπουργός στην ομάδα που μπορούμε να συνεχίσουμε… άφοβα τη ζωή μας; Ναι, είμαι φτωχός, αφού δεν τα βγάζω πέρα, αφού δεν μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου αυτά που χρειάζονται, αφού κάνω 3 παράλληλες δουλειές για να τα καταφέρω, αφού χρωστάω. Είμαι φτωχός.
Γιατί όμως εξακολουθώ να φοβάμαι; Τι συμβαίνει; Ξαναδιαβάζω τη δήλωση του Υφυπουργού. “Κανένας οικονομικά αδύναμος δεν έχει να φοβάται για την πρώτη του κατοικία”. Κατάλαβα γιατί φοβάμαι, γιατί δυστυχώς η ανθρώπινη αυτή δήλωση αφορά μόνο στην πρώτη κατοικία. Μόνο σε αυτή. Κι εγώ που χρωστάω και στην εφορία; Εγώ να φοβάμαι λοιπόν. Η στοργή δεν επεκτείνεται σε μένα. Να φοβάμαι γιατί χρωστάω και στον ΟΑΕΕ, πώς να τα πληρώσω 850 ευρώ το δίμηνο; Μα δεν είμαι φτωχός άνθρωπος; Γιατί να φοβάμαι; Είναι διαφορετικό αν χρωστάω για το σπίτι μου και διαφορετικό αν χρωστάω για την ασφάλισή μου; Δεν τα έκλεψα, δεν τα παρακράτησα από τον υπάλληλό μου, δεν τα καταχράστηκα, τα δικά μου ασφάλιστρα είναι, εγώ είμαι ανασφάλιστος, εγώ δεν θα πάρω σύνταξη! Γιατί να φοβάμαι;
Κάνω λάθος, είναι σίγουρο. Πρέπει να τα διακανονίσω, να πληρώνω. Το έκανα μια φορά και τα ασφάλιστρα του διμήνου, μαζί με τη δόση, από 850 έφθασαν στα 1.200. Δεν μπόρεσα να τηρήσω το διακανονισμό. Τώρα χρωστάω πάλι. Πρέπει να φοβάμαι λοιπόν, το είπε και ο Υπουργός. Και έχει δίκιο, πώς θα δείξω την αλληλεγγύη μου στους σημερινούς συνταξιούχους, πώς θα εισπράττουν αυτοί τη σύνταξή τους, αν δεν πληρώνω εγώ; Σωστά, είμαι απαίσιος, πρέπει να βρω τρόπο να πληρώσω αμέσως. Κι αν δεν τα καταφέρω μου αξίζει ο φόβος, ο συνεχής βασανιστικός φόβος για το σήμερα, για το αύριο, για μένα, για την οικογένειά μου.
Αλλά για στάσου, δεν μπορεί να φοβάμαι μόνο εγώ! Γιατί εγώ; Αυτοί που κούρεψαν και εξαφάνισαν με μια απόφαση τα αποθεματικά των ταμείων, δεν πρέπει να φοβούνται; Αυτοί που είπαν ότι δεν έχει σημασία τι εισφορές πλήρωνες για τη σύνταξή σου, εμείς τώρα στη μειώνουμε, δεν πρέπει να φοβούνται; Αυτοί που μου έκλεψαν τα μισά χρήματα από όσα είχα βάλει σε ένα ομόλογο του δημοσίου, δεν πρέπει να φοβούνται; Μα τι λέω; Τρελός είμαι; Αυτοί έσωσαν τη χώρα, άγαλμα θα τους κάνουμε, όχι να φοβούνται. Εγώ πάλι, ποιος είμαι εγώ που σκέφτομαι αυτά τα πράγματα; Εγώ ή να πάω γρήγορα να πληρώσω ή να φοβάμαι, να τρέμω, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Μα τι έκανα; Δεν μπορώ να πληρώσω τις υποχρεώσεις μου, μόνο αυτό. Δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, δεν εξαπάτησα. Τη δουλειά μου έχασα. Ήμουν όμως τυχερός, ξαναβρήκα μια. Τι κι αν έχει πολύ χαμηλότερο μισθό. Εργάζομαι, είμαι τυχερός και δεν είμαι φτωχός!
Γι΄ αυτό φοβάμαι, το βρήκα. Φοβάμαι γιατί δεν είμαι φτωχός. Είχε δίκιο ο Υπουργός, δεν μπορεί να τα έχουμε όλα σ΄αυτή τη ζωή. Ή φόβο θα έχουμε ή φτώχια, διαλέξτε. Εγώ δεν είμαι φτωχός, είμαι τυχερός, είμαι ελεύθερος να φοβάμαι. Μπορούν να μου πάρουν το πατρικό μου, δεν πειράζει, δεν είναι η πρώτη μου κατοικία. Μπορούν να πάρουν και τις ελιές στο χωριό, του παππού μου, εγώ αστός είμαι, τι να τις κάνω; Μπορούν να πάρουν και τις ελάχιστες οικονομίες μου από την τράπεζα. Αφού χρωστάω πρέπει να πληρώσω. Μα δεν έχω, τα εισοδήματά μου λιγόστεψαν και τους φόρους δεν τους αύξησα εγώ. Το χαράτσι δεν το έβαλα εγώ. Δεν δανείστηκα, απλώς ξαφνικά έμαθα ότι χρωστάω, από αποφάσεις άλλων. Και δεν έχω να πληρώσω. Είμαι λοιπόν φτωχός; Όχι, έχω περιουσία.
Γι’ αυτό πρέπει να ζω με το φόβο, με την τιμωρία να έρχεται. Αποτελώ μια αμελητέα μονάδα της κοινωνίας, ποιος θα νοιαστεί για μένα; Τι θυμήθηκα τώρα! Το στίχο του εθνικού μας ποιητή «όλα τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Μα δεν έχουμε σκλαβιά, γιατί πρέπει να φοβόμαστε; Επειδή δεν έχουμε να πληρώσουμε; Μπερδεύτηκα πάλι. Και είναι τόσο απλό, ή φτωχός ή φοβισμένος. Μια κοινωνία από φτωχούς και φοβισμένους. Μια καταδικασμένη κοινωνία, χωρίς όραμα, χωρίς αύριο. Με πλεόνασμα όμως, φτώχιας και φόβου.
Δεν μπορεί όμως να συμβαίνουν όλα αυτά. Κάπου κάνω λάθος. Θα το βρω. Δεν φοβάμαι να ψάξω κι άλλο, δεν φοβάμαι να σκέπτομαι, δεν φοβάμαι να βρω το λάθος.
πολύ καλό κείμενο κε Παπανικόλα.
Έτσι ακριβώς!