Κατά τη γνώμη μας, η ιδιωτικοποίηση ενός κρατικού ή ενός ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Οργανισμού, όταν είναι επιλεκτική, συστηματική και ορθά προγραμματισμένη, αποφέρει ειδικά και γενικά οφέλη στην Οικονομία. Η άποψη αυτή, αν και υποστηρίζεται από πολλούς, στην πράξη υλοποιείται διστακτικά. Αυτό που όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι με την πάροδο του χρόνου πολλά αγαθά που ορίζονταν ως “δημόσια αγαθά” ακριβώς γιατί η αγορά αποτύγχανε να τα παράγει σε επαρκείς ποσότητες και με χαμηλές τιμές, με την εξέλιξη των αγορών και τις τεχνολογίας μετατρέπονται σε “ιδιωτικά αγαθά“! Ένα τέτοιο κλασικό παράδειγμα είναι οι αερομεταφορές που κάποτε ήταν εξ ορισμού κρατικές και σήμερα είναι ακριβός το αντίθετο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η προσφορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Η περίπτωση της εξέλιξης του Ομίλου ΟΤΕ και της βελτίωσης τόσο των Υπηρεσιών του όσο και των μεγεθών του, επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Το ζητούμενο λοιπόν, είναι ότι πρέπει κάθε φορά με αποφασιστικότητα και γενναιότητα το πολιτικό σύστημα να αναγνωρίζει και να ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες προηγουμένως κρατικές, αλλά που με τις σύγχρονες εξελίξεις μπορούν να προσφέρουν αποδοτικότερα από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν κέρδη παραγωγικότητας τόσο στην παραγωγή του αγαθού, όσο και γενικότερα στην οικονομία. Αυτό σημαίνει περισσότερες επενδύσεις, μεγαλύτερα εισοδήματα και περισσότερη απασχόληση! Ακριβώς δηλαδή αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος αυτή τη στιγμή. Πιστεύω συνεπώς ότι το ζήτημα “περισσότερες ή λιγότερες ιδιωτικοποιήσεις” δεν είναι ζήτημα ιδεολογικό, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά ζήτημα τεχνοκρατικό, ζήτημα τελικά δημοσίου συμφέροντος, με την έννοια ότι πρέπει να προκρίνεται ο τρόπος παραγωγής ενός αγαθού με τον πιο αποδοτικό τρόπο ήτοι χαμηλότερο κόστους, υψηλότερο ποιότητας και επαρκή ποσότητα σύμφωνα με τη ζήτηση.
Θα πρέπει βέβαια να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να αποφύγουμε τη μετατροπή των δημοσίων μονοπωλίων σε ιδιωτικά ( κάτι που αφορά φυσικά, περισσότερο σε μονοπώλια που αξιοποιούν φυσικό πλούτο). Έτσι, λοιπόν, σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να εξετασθεί και η περίπτωση το κράτος να διατηρήσει την ιδιοκτησία του δικτύου (με τη διαχείρισή του να δίνεται ίσως σε μια ανεξάρτητη αρχή), ενώ η παραγωγή και η πώληση να δίνονταν στον ιδιωτικό τομέα και, μάλιστα, σε περισσότερες της μιας εταιριών, με σκοπό τον ανταγωνισμό και τα οφέλη που προκύπτουν για τον καταναλωτή.
Όσον αφοράν στη σημερινή συγκυρία, το πρόβλημα για την ελληνική περίπτωση είναι ότι οι αποκρατικοποιήσεις, δεν δρομολογούνται για το κύριο προσδοκώμενο όφελος, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι η παραγωγή αγαθών με τον πιο αποδοτικό τρόπο, αλλά για εισπρακτικού λόγους με βάση τις μνημονιακές μας δεσμεύσεις. Το δυστύχημα λοιπόν είναι ότι παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων θα είναι επωφελής για το δημόσιο συμφέρον αλλά και αναγκαία για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος στην κακοδιαχείριση πολλών εταιριών που στο κάτω κάτω ανήκουν στον λαό, οι ιδιωτικοποιήσεις επείγουν σε μια περίοδο όμως ισχνών αγελάδων, χαμηλότατης ζήτησης και ύφεσης. Το αποτέλεσμα είναι μεγάλη δυσκολία στη σωστή αποτίμηση τόσο των κρατικών εταιριών όσο και της αξίας της κρατικής περιουσίας.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω, ότι εμείς στη ΕΑΣΕ πιστεύουμε σε έναν καθαρό και σαφή διαχωρισμό κρατικών και ιδιωτικών λειτουργιών και σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζουμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας σήμερα είναι το ίδιο το Κράτος και γι’αυτό απαιτείται όχι να διαλύσουμε το Κράτος, αλλά να το οικοδομήσουμε ξανά στα σωστά του μεγέθη και στον πραγματικό του ρόλο. Και σίγουρα ο ρόλος του Κράτους δεν είναι η Επιχειρηματική δραστηριότητα!
Νικήτας Κωσταντέλλος
Πρόεδρος ΕΑΣΕ