Νέες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, γνωστές και ως stress tests, φέρεται να σχεδιάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εκτός, όμως, από τον έλεγχο των 123 μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρώπης, στο μικροσκόπιο των αρμόδιων αρχών αναμένεται παράλληλα να μπουν ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και επενδυτικά και συνταξιοδοτικά ταμεία.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που αν επιβεβαιωθεί μόνο ευνοϊκή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί για τους εγχώριους ομίλους καθώς η παρατεταμένη αβεβαιότητα κινδυνεύει να εκμηδενίσει τα οφέλη της ανακεφαλαιοποίησης.
Για τον ασφαλιστικό κλάδο ο αντίκτυπος θα είναι διπλός. Και αυτό γιατί οι ασφαλιστικές που αποτελούν θυγατρικές τραπεζών βλέπουν τις μητρικές να μπαίνουν σε νέο ασφυκτικό κλοιό κεφαλαιακών εξετάσεων. Παράλληλα, στην ΕΚΤ αυξάνονται οι φωνές που θέλουν τα stress tests να επεκτείνονται σε όλες τις «συστημικές» εταιρείες του χρηματοοικονομικού κλάδου, πέραν των τραπεζών.
Γιατί στόχος της ΕΚΤ είναι μία ευρύτερη ενοποίηση των κεφαλαιαγορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και όχι μόνο της Ευρωζώνης, γεγονός που καθιστά τον αυστηρό έλεγχο ασφαλιστικών εταιρειών, επενδυτικών funds και συνταξιοδοτικών ταμείων επιβεβλημένο. Όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Vitor Constancio, τα stress tests θα πρέπει να επεκταθούν στα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της Ευρώπης – εκτός των τραπεζών – γεγονός που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ακεραιότητας του συστήματος.
Υπενθυμίζεται ότι τόσο οι τράπεζες (λόγω της ανάληψης του εποπτικού ελέγχου από την ΕΚΤ τον περασμένο Νοέμβριο και της σχεδιαζόμενης τραπεζικής ενοποίησης) όσο και οι ασφαλιστικές (λόγω της επικείμενης εφαρμογής του Solvency II) βρίσκονται ήδη στο μικροσκόπιο των ρυθμιστικών και εποπτικών Αρχών με αλλεπάλληλα τεστ. Οι εν λόγω προσπάθειες τώρα δείχνουν να εντείνονται, με την ΕΚΤ να εμφανίζεται αποφασισμένη να προλάβει νέες χρηματοοικονομικές κρίσεις στο μέλλον.
Βέβαια, ακριβώς λόγω της τραπεζικής ενοποίησης και του Solvency II, τράπεζες και ασφαλιστικές γνωρίζουν πολύ καλά ότι διάγουν μία περίοδο εντατικών ελέγχων. Στην ουσία, δηλαδή, όσες εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα έκριναν ότι πρέπει – και κατάφεραν – να ενισχυθούν κεφαλαιακά έχουν εκπονήσει σχέδια περαιτέρω ενίσχυσης στο μέλλον για να συμμορφωθούν με τις αυξανόμενες απαιτήσεις της ΕΚΤ και της EIOPA.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες στο μέλλον. «Οι ασκήσεις αντοχής σίγουρα θα είναι μέρος των εποπτικών δραστηριοτήτων στο μέλλον, με την μία ή την άλλη μορφή» δήλωσε ο Γιούκα Βεσάλα, γενικός διευθυντής της Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας της ΕΚΤ.