Αναδημοσίευση από το περιοδικό “ασφαλιστικό marketing” τεύχος 99 Ιουλίου-Αυγούστου:
Θερμός προμηνύεται ο φετινός χειμώνας. Οι συνθήκες που επικρατούν γενικότερα στην οικονομία, εντός και εκτός της χώρας, μας προετοιμάζουν για μια εκρηκτική χειμερινή περίοδο, για την οποία καλό είναι να οργανωθούν ανάλογα, τόσο τα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, όσο και οι εμπλεκόμενοι στην πρώτη γραμμή της, δηλαδή στα δίκτυα πωλήσεων.
Η ενεργειακή ακρίβεια που έχει εκτινάξει τις τιμές των προϊόντων στα ύψη και ανάλογα και τον πληθωρισμό, καθιστώντας κατά πολύ ακριβότερο έναντι των προηγούμενων ετών το κόστος διαβίωσης, περιορίζουν αισθητά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών για μία σειρά από δαπάνες που δεν λογίζονται πρώτης γραμμής για τους καταναλωτές. Μία εξ αυτών φαίνεται να είναι και η δαπάνη για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Αυτό έχει δείξει εξάλλου η εμπειρία, αν κρίνει κανείς από το τι συνέβη την περίοδο της κρίσης χρέους της χώρας. Για μεγάλο διάστημα, για όσο δηλαδή οι κυβερνήσεις ψαλίδισαν τα εισοδήματα (μισθούς και συντάξεις), τα νοικοκυριά απομακρύνθηκαν σε κάποιο βαθμό από την ασφαλιστική αγορά, θεωρώντας ότι οι δαπάνες για την ασφάλιση της υγείας, της περιουσίας, όπως και τα κόστη για τη διαμόρφωση ενός επενδυτικού κουμπαρά, έπρεπε να περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι μαζί με τα εισοδήματα ψαλιδίζονταν τότε και τα διαθέσιμα για αποταμιεύσεις.
Σήμερα, λοιπόν, που το κόστος διαβίωσης έχει εκτιναχθεί στα ύψη, με έναν πληθωρισμό ο οποίος κινείται στα επίπεδα του 12% με 13%, οι προβλέψεις που κάνουν τα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς προδιαγράφουν έναν κρίσιμο χειμώνα για τον κλάδο. Έναν χειμώνα κατά τον οποίο οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές θα περιορίσουν σε κάποιο βαθμό τις πωλήσεις τους στις υποχρεωτικές ασφαλίσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτή της αστικής ευθύνης οχημάτων, όπως και στις καλύψεις της Υγείας, δεδομένου ότι μετά την επικράτηση των προγραμμάτων ετήσιας ανανέωσης, το κόστος τους έχει εκλογικευτεί θεαματικά, κρίνοντας από το ύψος των ασφαλίστρων που χαρακτήριζαν τα ισόβια προγράμματα.
Ωστόσο, τα προβλήματα δεν θα περιοριστούν στην πρώτη γραμμή της αγοράς. Θέμα θα τεθεί και για τις αποδόσεις των επενδύσεων της ιδιωτικής ασφάλισης. Όπως είναι γνωστό, οι ασφαλιστικές εταιρείες λογίζονται θεσμικοί επενδυτές, επενδύοντας υψηλής αξίας κεφάλαια σε μακροπρόθεσμη βάση. Το αρνητικό κλίμα που επικρατεί διεθνώς τους τελευταίους μήνες και που αναμένεται να συνεχιστεί, ίσως και εντονότερο, για το υπόλοιπο του έτους, αναμένεται να επηρεάσει ανάλογα και τις αποδόσεις των επενδυτικών τίτλων. Αν η κρίση στην Ουκρανία δεν λάβει γρήγορα τέλος, αν οι ρωσικές δυνάμεις δεν αποχωρήσουν από τα ουκρανικά εδάφη, αν η Μόσχα δεν υπογράψει κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία με το Κίεβο και επί της ουσίας με τη Δύση, τότε είναι βέβαιο ότι οι διεθνείς αγορές και ειδικότερα τα χρηματιστήρια, οι αγορές ομολόγων, οι αγορές εμπορευμάτων, θα οδηγηθούν σε αδιέξοδη πορεία. Οι συνέπειες αυτής της πορείας θα αποτυπωθούν και στα επενδυτικά προγράμματα των ασφαλιστικών εταιρειών, δεδομένων των αρνητικών υπεραξιών που θα εμφανίσουν μέχρι τέλος του έτους. Πρόκειται για μια εξέλιξη που θα αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στο σωρευτικό καθαρό αποτέλεσμα του κλάδου για το 2022.
Βέβαια, δεν θα είναι η πρώτη φορά που ο κλάδος θα δεχθεί πιέσεις στα αποτελέσματά του. Συνέβη και κατά το παρελθόν, θα συμβεί και στο μέλλον. Η ιστορία όμως έδειξε ότι η ασφαλιστική βιομηχανία είναι για τα εύκολα, αλλά και για τα δύσκολα. Στα δύσκολα δείχνει την κρυμμένη υπεραξία της. Στα δύσκολα αναδεικνύει τη δυναμική της και κόντρα σε κάθε κρίση, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, κερδίζει και τις εντυπώσεις και τους στόχους της.