Η ελληνική πρόταση της κυβέρνησης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση έγινε δεκτή από τους θεσμούς, σύμφωνα με όσα δήλωσε χθες ο Υπ. Εργασίας εξερχόμενος από τη συνάντηση που είχε με τα ανώτατα κλιμάκια τους.
Μένει να δούμε αν η πρόταση αυτή θα γίνει δεκτή από την …πραγματικότητα, αφού ψηφιστεί από το ελληνικό κοινοβούλιο, μετά το Πάσχα.
Και αυτό γιατί το πακέτο μέτρων του νέου Ασφαλιστικού εμπεριέχει δύο αντίθετης κατεύθυνσης μέτρα:
- Από τη μια μεριά την αύξηση των εισφορών
- Από την άλλη τη σταδιακή μείωση των συντάξεων
Ο συνδυασμός αυτών των αντίθετων μέτρων προφανώς υπηρετεί την πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να αυξηθούν τα έσοδα των Ταμείων μέσω εισφορών για να μειωθούν κατ΄ελάχιστο οι συντάξεις.
Ωστόσο αμφιλεγόμενο είναι το αν η πολιτική αυτή υπηρετεί τη λογική με την οποία κινείται η οικονομία, ειδικά στην παρατεταμένη υφεσιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Για να αποδώσει τα αναμενόμενα έσοδα μία εισφορά ή ένας φόρος απαιτούνται δύο όροι, ειδικά στην «ελεύθερη οικονομία».
Ο ένας προβλέπει να βρίσκεται η οικονομία και τα εισοδήματα που παράγονται σε άνοδο.
Ο άλλος προβλέπει την ύπαρξη κοινωνικής συναίνεσης. Κανένας από τους δύο παραπάνω όρους δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα.
Οι ρυθμοί της οικονομίας εξακολουθούν να κινούνται αρνητικά, ενώ σύσσωμοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιστήμονες και οι αγρότες έχουν ταχθεί ενάντια στην εισφορά 20% επί του εισοδήματος.
Οι στόχοι της εισφοράς 20% αλλά και των άλλων αυξημένων παρακρατήσεων (π.χ. υπέρ ΕΟΠΥΥ, υπέρ της επικουρικής ασφάλισης κ.λπ.) υπονομεύονται διπλά από την επικείμενη μείωση των συντάξεων.
Αφενός γιατί κάθε μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (π.χ. από 1.6.2016 αναμένεται να μειωθούν οι δαπάνες για τις επικουρικές συντάξεις κατά 300 εκατ. ευρώ και για το ΕΚΑΣ κατά 223 εκατ. ευρώ) προκαλεί τάση για ύφεση και μείωση εσόδων από φόρους-εισφορές και αφετέρου γιατί οι χαμηλές συντάξεις δημιουργούν αντι-κίνητρο για καταβολή εισφορών.