Αντισυνταγματικές έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τις διατάξεις του νόμου 4092 που έθεταν περιορισμούς στις αποζημιώσεις του Επικουρικού Κεφαλαίου. Θυμίζουμε ότι το Νοέμβριο του 2012 υπερψηφίστηκε από τη βουλή (με 158 βουλευτές) νόμος ο οποίος όριζε πλαφόν 6.000 ευρώ στις αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη που έδινε ο φορέας σε περιπτώσεις ατυχημάτων που η υπαιτιότητα βάραινε τον ιδιοκτήτη που είχε συμβόλαιο σε εταιρεία που ανακλήθηκε η άδεια της ή σε περίπτωση τροχαίου με ανασφάλιστο όχημα.
Η απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου έρχεται τώρα να δημιουργήσει νέα δεδομένα και επιπτώσεις στις αποζημιώσεις , που διερευνώνται από τους επικεφαλής του ΕΚ. Το ζήτημα που προκύπτει είναι πως θα αντιμετωπιστεί το οικονομικό “άνοιγμα” του ΕΚ αλλά και κατά πόσο είναι πιθανό η εξέλιξη αυτή να εγείρει αξιώσεις για αποζημιώσεις που έχουν “κλείσει, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την οικονομική κατάσταση του Επικουρικού. Σύμφωνα πάντως με τα επίσημα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΚ που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ο λογαριασμός διαχείρισης του φορέα το 2015 έκλεισε με έλλειμμα 403 εκατ. ευρώ.
Τι λέει ο νόμος 4092/2012
Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο.
Η αποζημίωση για τα εδάφια α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ΄ της προηγούμενης παραγράφου το συνολικό ποσόν για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα:
α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής,
β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ,
γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ,
δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ,
ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ,
στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ.
Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία, η φύση και ο βαθμός της οποίας, καθώς και το ύψος αποζημίωσης, θα οριστούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ).
Η ανωτέρω γνώμη διατυπώνεται εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο ΚΕΠΑ του σχετικού αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών.
Σε περίπτωση άπρακτης της προθεσμίας των 30 ημερών, η κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή.
Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση. Οι δικαιούχοι αποζημίωσης δύναται να διεκδικήσουν το υπόλοιπο ποσόν της ζημίας από την κοινή εκκαθάριση. Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να μεταβάλλεται το εν λόγω ποσοστό.
Οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου υπόκεινται στην παραγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10.» δ. Στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής: «8. Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή, μόνον αν ο ενάγων έχει υποβάλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφη αίτηση αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του.
Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.»
Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 237/1986, στην πρώτη πρόταση οι λέξεις «5% επί των καθαρών ασφαλίστρων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «6% επί των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων» και στην τρίτη πρόταση οι λέξεις «επί των καθαρών ασφαλίστρων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «επί των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων»…
Η πρώτη απόφαση από το Εφετείο Αθηνών
Αρχικά τον Απρίλιο του 2016 το Εφετείο Αθηνών έκρινε ως ανίσχυρες και ανεφάρμοστες τις σχετικές διατάξεις. Όπως ανέφερε η τότε απόφαση “πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση, η οποία, στερώντας από τον συνεπή οδηγό κ.λ.π. την ασφαλιστική κάλυψη, που, λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, ανέμενε και δικαιούται, μετατρέπει, ουσιαστικά, το ασφάλιστρο σε φόρο και μη ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ρύθμιση, πέραν της αντίθεσης της προς τις ανωτέρω υπερνομοθετικές διατάξεις, έρχεται, για το λόγο τούτο, σε αντίθεση και με το περί δικαίου αίσθημα, μη δυνάμενη, επομένως και από το λόγο αυτό, να τύχει εφαρμογής, ούτε, φυσικά, από το Δικαστήριο τούτο.
Απόφαση Δ’ Τμήματος Αρείου Πάγου
Το 2015 με απόφαση του το Δ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε αντικοινοτικές τις διατάξεις καθώς σύμφωνα με την οδηγία 84/5/ΕΟΚ “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1». Επίσης κρίθηκε αντίθετη ως προς την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο στο αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος”.