Ανίσχυρες και ανεφάρμοστες οι σχετικές διατάξεις του Ν.4092/2012 για το Επικουρικό Κεφάλαιο, σύμφωνα με απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάρτηση της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου ( https://www.esd.gr) με την απόφαση (που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου 2914 της Επιθεώρησης) κρίθηκαν ανίσχυρες και αντίθετες οι διατάξεις του τετάρτου άρθρου εδάφ. γ΄ και στ΄ περ. 3 και 5 του νόμου 4092/2012, κατ’ άρθρο 288 III της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ευθείας αντίθεσης τους προς το άρθρο 1 παρ. 4 της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983. Είναι δε ευθέως αντίθετες οι ανωτέρω διατάξεις προς εκείνες της Οδηγίας που προαναφέρθηκε, αφού, περιορίζοντας την αξίωση κατά Επικουρικού Κεφαλαίου στα ποσά που αναφέρονται στην σχετική διάταξη του νόμου (Ν.4092/2012), μειώνουν στα ποσά αυτά τη μεγαλύτερη τούτου αξίωση αποζημίωσης για σωματικές βλάβες, ήτοι κάτω του ελαχίστου ορίου της οικείας ασφαλιστικής κάλυψης, ενώ, κατά την ανωτέρω Οδηγία, η οποία, λόγω του παραπάνω σαφούς περιεχομένου της, έχει άμεση εφαρμογή, η αξίωση αυτή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα αυτά όρια της ασφαλιστικής κάλυψης.
Ομοίως οι διατάξεις του εδ. στ΄ περ. 3, που ορίζουν, ότι «η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου…», είναι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ανίσχυρες, επειδή, καταργώντας, καταργούν αναδρομικά, και τις υφιστάμενες δηλαδή κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 4092/2012, ενοχικές αξιώσεις. Συνεπώς έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει κυρωθεί, μαζί με τη Σύμβαση, με το νδ 53/1974, με υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ, καθόσον στην περιουσία που προστατεύεται από τα παραπάνω άρθρα περιλαμβάνονται, πλην άλλων και οι απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία δικαστικής ικανοποίησης τους, βάσει του ισχύοντος πριν την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικού καθεστώτος, ενώ, παράλληλα, δεν συντρέχουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή ωφέλειας που να δικαιολογούν την παραπάνω αναδρομική κατάργηση, όπως απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τα ανωτέρω μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, δεν είναι ούτε αναγκαία, αλλά ούτε και πρόσφορα για την προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου και την αποζημίωση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα, αφού το ανωτέρω επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα χωρίς κόστος για τους ασφαλισμένους, όπως με την αποτελεσματική προληπτική επιτήρηση και τον έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά και τη μέριμνα για την εξάλειψη ή την – ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν ανασφάλιστα.
Συνεπώς, πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση, η οποία, στερώντας από τον συνεπή οδηγό κ.λ.π. την ασφαλιστική κάλυψη, που, λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, ανέμενε και δικαιούται, μετατρέπει, ουσιαστικά, το ασφάλιστρο σε φόρο και μη ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ρύθμιση, πέραν της αντίθεσης της προς τις ανωτέρω υπερνομοθετικές διατάξεις, έρχεται, για το λόγο τούτο, σε αντίθεση και με το περί δικαίου αίσθημα, μη δυνάμενη, επομένως και από το λόγο αυτό, να τύχει εφαρμογής, ούτε, φυσικά, από το Δικαστήριο τούτο.