Από το βιβλίο του Δημήτρη Πάτρα «Ασφάλιση Αυτοκινήτου» που εξέδωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Ασφαλιστικών Σπουδών παραθέτουμε κάποιες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες επισημάνσεις σχετικά με τον υπολογισμό του Τεχνικού Ασφαλίστρου:
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει στην Αγορά για το Τεχνικό Ασφάλιστρο. Η Ασφαλιστική Αγορά έχει αναθέσει πολλές φορές μέχρι σήμερα σε ειδικούς την εκτίμηση του τεχνικού ασφαλίστρου αστικής ευθύνης. Του ασφαλίστρου, το οποίο θα επαρκεί για την κάλυψη μόνο των ζημιών εκείνων που προκύπτουν από τον ασφαλιστικό αυτό κίνδυνο. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι προσδιορίσαμε ένα ποσοστό ασφαλίστρου. Και λοιπόν; Τι θα γίνει; Θα προσαρμόσουμε τα ολικά ασφάλιστρα στο ασφάλιστρο, το οποίο προσδιορίστηκε από τις ζημιές της αστικής ευθύνης; Για να αποτελεί το τεχνικό ασφάλιστρο μια σταθερή βάση εκτίμησης του ολικού ασφαλίστρου, πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία του κινδύνου, που καλύπτεται από την ασφαλιστική εταιρεία. Συγκεκριμένα, η συχνότητα ζημιών επί το μέσο κόστος της ζημιάς του κινδύνου που εξετάζεται προσδιορίζει το τεχνικό ασφάλιστρο το κινδύνου αυτού. Παρατηρούμε ότι διαχωρίζουμε τις ζημιές της αστικής ευθύνης αυτοκινήτων με μόνο παράγοντα τη χρήση τους (ας μην αναφερθούμε στο Β/Μ και στην ιπποδύναμη).
Η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Για να προσεγγίζουμε σωστά το τεχνικό ασφάλιστρο του κινδύνου, πρέπει να χρησιμοποιούμε λεπτομερή τιμολόγια με διάφορα τεχνικά ασφάλιστρα. Ο διαχωρισμός πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένους παράγοντες ή συνδυασμούς αυτών: ως προς το αυτοκίνητο, τη χρήση του, το χώρο κίνησης, την περιοχή που κινείται (αγροτική ή αστική), την ιπποδύναμη, τη μάρκα, τον τύπο και το έτος κατασκευής του. Ως προς τον οδηγό, την ηλικία του, την εμπειρία οδήγησης, την οικογενειακή κατάσταση, το επάγγελμά του και το πλήθος ζημιών που έχει προκαλέσει. Οι ζημιές αυτές πρέπει να εξετάζονται κατά παράγοντα, ο οποίος επηρεάζει τη συχνότητα και το ύψος τους.
Η λεπτομερής τιμολόγηση ανάλογα με τον τρόπο ζωής του οδηγού του αυτοκινήτου, τον τύπου του αυτοκινήτου και το χώρο όπου κινείται θα έχει ως αποτέλεσμα τη σωστή προσέγγιση του τεχνικού ασφαλίστρου του κινδύνου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε με όση ασφάλεια μπορούμε το τεχνικό ασφάλιστρο. Μιλάμε επομένως για πολλά τεχνικά ασφάλιστρα ανά παράγοντα ή συνδυασμό αυτών. Η εκτίμηση αυτή υποτίθεται ότι θα ακολουθείται στην πράξη από το underwriting στην ανάληψη κινδύνου. Αν έχουμε διαφοροποίηση στην τιμολογιακή πολιτική και την εκτίμηση των αναλαμβανόμενων κινδύνων, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμιά αξία. Δεν είναι δυνατό για παράδειγμα να εκτιμάται με τον ίδιο ασφάλιστρο ο κίνδυνος αστικής ευθύνης των επωνύμων και των απλών ανθρώπων, διότι ως προς την κάλυψη των συνεπιβαινόντων, που συμπεριλαμβάνεται στην αστική ευθύνη, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους – είναι αναμενόμενο ότι οι επώνυμοι ασφαλισμένοι οδηγοί θα έχουν ως συνεπιβαίνοντες επίσης επώνυμους, που με τη σειρά τους θα έχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος, αφού η απώλεια εισοδήματος γι’ αυτούς θα είναι πολύ μεγάλη, αν χρειαστεί να απέχουν από την εργασία τους.
Ίδια προσέγγιση πρέπει να γίνει και στις προαιρετικές καλύψεις που προσθέτουμε στα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Για να επιτευχθεί, π.χ., ο στόχος της ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας, κατασκευάζονται από τα εργοστάσια αυτοκίνητα επιρρεπή σε διαρκώς αυξανόμενες υλικές ζημιές, ώστε να προστατεύονται τα άτομα που επιβαίνουν σ’ αυτά από τραυματισμούς. Το γεγονός αυτό έχει αρνητικά αποτελέσματα στην κάλυψη μεικτής. Το rate στον κίνδυνο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα παραπάνω, θα έχει πάντα αρνητικό αποτέλεσμα. Οι παράγοντες που παίζουν ρόλο στη συχνότητα και στο ύψος της ζημιάς για κάθε κίνδυνο πρέπει να καθορίζουν την εκτίμηση του τεχνικού ασφαλίστρου των καλύψεων. Για παράδειγμα, η κάλυψη της κλοπής δεν μπορεί να τιμολογείται το ίδιο σε περιοχές που έχει να κλαπεί αυτοκίνητο τα τελευταία πέντε χρόνια, μόνο και μόνο για να εξισορροπήσουμε τα αποτελέσματα της αστικής ευθύνης…
Συγκρίνοντας λοιπόν τα παραπάνω με τον τρόπο υπολογισμού του τεχνικού ασφαλίστρου που ακολουθείται μέχρι σήμερα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι δεν τηρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις για τη σωστή εκτίμηση του κινδύνου και η αντιμετώπιση θα έπρεπε να είναι πολύ διαφορετική. Ελπίδα για βελτίωση δεν είναι πιθανή, αν η αγορά εξακολουθήσει να φοβάται να βρει τα πραγματικά ασφάλιστρα της αστικής ευθύνης και των προαιρετικών καλύψεων, ώστε να σχεδιάσει ένα τιμολόγιο βασισμένο στα έξοδα και στις αποζημιώσεις της.