Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει τις Δημόσιες Διαβουλεύσεις σχετικά με την μεταβολή των κανονισμών περί Υπαιτιότητας των Ορκωτών Λογιστών. Η Επιτροπή παρουσίασε κάποιες Εναλλακτικές Λύσεις και προσκάλεσε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές να δώσουν την άποψή τους στο θέμα. Ωστόσο με προχθεσινή Ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφάλισης (CEA) υποστηρίζει ότι η πλευρά των Ασφαλιστικών Εταιριών δεν εισακούσθηκε ενώ αντιθέτως ήταν παρόντες και ελήφθησαν υπόψη όλοι οι Εκπρόσωποι των Ελεγκτικών Οίκων.
Η αντιπαράθεση έχει ως εξής:
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία απαιτείται εξωτερικός έλεγχος των Οικονομικών Καταστάσεων και Λογαριασμών των εταιριών. Οι Ελεγκτές βεβαίως οφείλουν να διατυπώνουν Ανεξάρτητη Γνώμη ως προς την Χρηματοοικονομική θέση των Eταιριών, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις
τους. Kατά συνέπεια έχουν σημαντικό ρόλο γιατί με την εκτίμησή τους μπορούν να προάγουν την εμπιστοσύνη των Επενδυτών και άρα να συμβάλλουν στη Σταθερότητα των Χρηματοοικονομικών Αγορών.
Ωστόσο, η Αδυναμία Εκπλήρωσης των Υποχρεώσεων εκ μέρους των Επιχειρήσεων (ιδίως η πτώχευση), καθώς και η Αποκάλυψη περιπτώσεων Απάτης από την πλευρά της Διοίκησης, συχνά οδηγούν σε Κατηγορίες περί Αποτυχίας του Εξωτερικού Ελέγχου, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να καταλήξουν σε Δικαστικές Αγωγές:
Καθώς ο Ελεγκτής είναι από κοινού και εις ολoκλήρου Υπεύθυνος με την Ελεγχόμενη Εταιρία, οι Ενάγοντες δελεάζονται να στραφούν εναντίον του σε περίπτωση παράβασης της Εταιρικής Δεοντολογίας. Μάλιστα, όταν πρόκειται για τη Χρεοκοπία μιας εταιρίας, ο Ελεγκτής αντιμετωπίζεται ως ο Συντελεστής που διαθέτει Χρηματοοικονομικούς Πόρους για Αποζημίωση. Τα Ελεγκτικά Γραφεία κινδυνεύουν έτσι να θεωρηθεί ότι είναι οικονομικά υπεύθυνα, ακόμη και αν πρόκειται για ζημία που έχει προκύψει εξ αιτίας παράβασης που δεν διέπραξε ο Ελεγκτής, αλλά την οποία αυτός δεν ανακάλυψε.
Τον Οκτώβριο του 2005, Ελεγκτικά Γραφεία στην ΕΕ προερχόμενα από τα έξι μεγαλύτερα ελεγκτικά δίκτυα, επισήμαναν ότι χειρίζονταν 28 εκκρεμούσες υποθέσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεμονωμένες αξιώσεις ικανές να υπερβούν τα 75 εκατ. ευρώ ανά περίπτωση. Από τις αξιώσεις αυτές, 16 υπερέβαιναν εκάστοτε τα 160 εκατ. ευρώ, ενώ σε πέντε περιπτώσεις το εκάστοτε απαιτούμενο ποσό υπερέβαινε τα 750 εκατ. ευρώ. Έξι από τις 28 εκκρεμούσες υποθέσεις εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ. Οι υπόλοιπες προέρχονται από το εσωτερικό της ΕΕ.
Εκτιμάται ότι εντός της ΕΕ, οι κίνδυνοι όσον αφορά την ευθύνη για τα Ελεγκτικά Γραφεία είναι σημαντικοί. Ωστόσο, δεν υφίσταται σήμερα ικανή ασφαλιστική κάλυψη έναντι των εν λόγω κινδύνων. Το τρέχον επίπεδο της εμπορικής ασφάλισης καλύπτει συχνά ποσοστό μικρότερο από 5% των μεγαλύτερων αξιώσεων. Για το υπόλοιπο, οι τέσσερις μεγαλύτεροι ελεγκτικοί οίκοι ( Ernst & Young, Deloitte, PWC, KPMG), λειτουργούν με τις δικές τους «δέσμιες» Ασφαλιστικές Εταιρίες, οι οποίες συγκεντρώνουν ασφάλιστρα των ελεγκτικών εταιριών στο ίδιο δίκτυο και, σε περιορισμένο βαθμό, μπορούν να καλύψουν μερικές μείζονες αξιώσεις αποζημίωσης. Στην πορεία του χρόνου, παρατηρήθηκε απότομη μείωση στην πρόσβαση σε εξωτερική ασφάλιση για ελεγκτικές εταιρίες που ελέγχουν εισηγμένες εταιρίες. Από το 1981 έως το 1992, μόνο δύο χρόνια ήταν κερδοφόρα για την ασφαλιστική κάλυψη της επαγγελματικής ευθύνης των ελεγκτικών γραφείων παγκοσμίως, εκτός Η.Π.Α. Η εμπορική αγορά ασφαλίσεων, η οποία υπέστη ζημίες που ξεπέρασαν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 1992, αποφάσισε να μη προσφέρει πλέον πλήρη ασφαλιστική κάλυψη της επαγγελματικής ευθύνης στη διεθνή ελεγκτική αγορά.
Η κατάσταση δεν έχει έκτοτε μεταβληθεί. Η έλλειψη προβλεψιμότητας σχετικά με μελλοντικές αξιώσεις – τόσο όσο αφορά την πιθανότητα όσο και τα μεγέθη – δυσχεραίνει την αποτελεσματική εκτίμηση του κινδύνου που θα αναλάμβαναν οι Ασφαλιστικές Εταιρείες. Κατά την χρονική περίοδο 1981 έως 2003, το μέσο μεμονωμένο κόστος των αξιώσεων έναντι κοινοτικών εταιριών ανερχόταν σε 3,9 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, στην εν λόγω περίοδο, το συνολικό κόστος για αξιώσεις αστικής ευθύνης παρουσίασε σημαντική διακύμανση, φτάνοντας σχεδόν τα 400 εκατ. ευρώ το 1991.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εισαγάγουν περιορισμούς όσον αφορά την Αστική Ευθύνη καθώς και Αρχές Υψηλού Επιπέδου για την εξασφάλιση δίκαιου περιορισμού για τους Ελεγκτές, τις Ελεγχόμενες Εταιρείες και λοιπούς Ενδιαφερόμενους, όπως ο καθορισμός Ορίου ή η Αναλογική Ευθύνη. Πρόσφατα συνέστησε περιορισμό της Υπαιτιότητας των Ελεγκτών στα κράτη μέλη ως το 2010, στην ουσία υιοθετώντας τη θέση των Ελεγκτικών Οίκων. Ο περιορισμός της Ευθύνης δεν θα ισχύει, ωστόσο, σε περίπτωση δόλου εκ μέρους του Ελεγκτή.
H CEA, εκπροσωπώντας όλους τους Ασφαλιστές Υπαιτιότητας, αλλά και όλες τις Ασφαλιστικές Εταιρίες ως χρήστες ελεγκτικών υπηρεσιών και ως Κορυφαίους Θεσμικούς Επενδυτές, εδώ και καιρό υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της Υπαιτιότητας δεν θα περιορίσει τις μεγάλες Ζημίες, ούτε θα βελτιώσει την Ασφαλισιμότητα των μεγάλων Ελεγκτικών Οίκων. Οι Κίνδυνοι θα παραμείνουν μεγάλοι για τους Ασφαλιστές. Ένα ενδεχόμενο «πλαφόν» στην ευθύνη των Ελεγκτών, θα προστατεύσει μόνο τους ίδιους τους Ελεγκτές, και είναι πιθανόν να οδηγήσει τα θύματα μεγάλων Ζημιών, να προσπαθήσουν να επανακτήσουν με άλλους τρόπους όσα έχασαν, πιθανότατα στρεφόμενα εναντίον των Διευθυντών και λοιπών Ανώτατων Στελεχών της Εταιρίας. Αυτό θεωρείται ασύμφορη εξέλιξη για τον Ασφαλιστικό Κλάδο και αυτό προσπαθεί να αποτρέψει η CEA, γιατί το κόστος μιας τέτοιας Ασφάλισης θα ήταν μεγαλύτερο και άρα ως προϊόν δεν θα είχε ζήτηση.