Στην κατακόρυφη αύξηση των αποζημιώσεων για φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις από την κλιματική κρίση και την πολιτική της κυβέρνησης αναφέρεται ο Χρήστος Τριαντόπουλος, Υφυπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και Βουλευτής ΝΔ Μαγνησίας. Μιλώντας σχετικά με την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία για την υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων και την ίδρυση Παρατηρητηρίου επισημαίνει ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία δεν δύναται να προκύψει από μια αυστηρά market-based προσέγγιση. Για αυτό και απαιτείται συνεργασία και συγχρονισμός των εμπλεκομένων.
Συνέντευξη του Υφυπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και Βουλευτή ΝΔ Μαγνησίας, Τριαντόπουλου Χρήστου (Ασφαλιστικό Marketing Ιουλίου – Αυγούστου 2024)
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι οικονομικές επιπτώσεις από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Σε επίπεδο μεγεθών τι αποζημιώσεις κατέβαλε στο παρελθόν η πολιτεία ετησίως και τι καταβάλλει τα τελευταία 2-3 χρόνια;
Η κλιματική κρίση αποτελεί, δυστυχώς, τη νέα δυσμενή πραγματικότητα, με τις επιπτώσεις αυτής να είναι ευκρινώς ορατές στα ακραία καιρικά φαινόμενα και στις φυσικές καταστροφές των τελευταίων ετών. Ακραία φαινόμενα και φυσικές καταστροφές που έχουν δημιουργήσει σημαντικές ανάγκες τόσο στήριξης, όσο και αποκατάστασης μετά από μία φυσική καταστροφή. Ανάγκες για νέες και πιο ανθεκτικές υποδομές, αποκαθιστώντας ή – συχνά – αντικαθιστώντας αυτές που επλήγησαν από τις φυσικές καταστροφές. Ανάγκες για αποζημιώσεις και ενισχύσεις προς αγρότες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά μέσα από ένα δίκτυο συνεργασίας όλων των εμπλεκομένων Υπουργείων και Οργανισμών.
Για το σύνολο της πενταετίας, η δημοσιονομική επίπτωση αυτών των μέτρων αποζημίωσης και ενίσχυσης ξεπερνά τα 2,3 δισ. ευρώ. Μόνο από το πλαίσιο της κρατικής αρωγής, μέσω των οριζόντιων μέτρων, αλλά και των ειδικών στοχευμένων σχημάτων, η δημοσιονομική επίπτωση της αρωγής έχει ξεπεράσει το 0,5 δισ. ευρώ και αυξάνεται σε εβδομαδιαία βάση. Βέβαια, αυξήθηκαν οι ανάγκες, αλλά άλλαξε και η πολιτική του κράτους απέναντι σε αυτές τις ανάγκες σε σχέση με το παρελθόν, όπου απουσίαζε η στήριξη του κράτους στους πληγέντες πριν το 2019. Έτσι, άλλαξε η φιλοσοφία του ΕΛΓΑ, διαμορφώθηκαν νέα εργαλεία από τα αρμόδια Υπουργεία, αλλά δημιουργήθηκε και το πλαίσιο της κρατικής αρωγής προς τις επιχειρήσεις, στο οποίο ενσωματώθηκε και μεγάλο μέρος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων για να καλύψει τα μεγάλα κενά στο καθεστώς των ΚΟΕ, τα πρώην ΠΣΕΑ.
Με το πλαίσιο της κρατικής αρωγής, καταφέραμε να συγκεντρώσουμε τις αρμοδιότητες, να μειώσουμε τη γραφειοκρατία, να ψηφιοποιήσουμε πολλά βήματα, να μειώσουμε χρόνους, να αυξήσουμε ενισχύσεις, να ενσωματώσουμε στάδια, αλλά και να εσωτερικοποιήσουμε διαδικασίες. Ενδεικτικά να σας αναφέρω πως οι επιχειρήσεις και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που πληρώθηκαν από την κρατική αρωγή το 2022 ανήλθαν κοντά στις 4.500 περιπτώσεις από 200 το 2018 και ακόμα λιγότερες τα προηγούμενα έτη. Και θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Ενώ παράλληλα ενδυναμώνεται διοικητικά και οργανωτικά το εγχείρημα, με τη Γενική Γραμματεία Αποκατάστασης Φυσικών Καταστροφών και Κρατικής Αρωγής στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ενώ συνεχίζεται να εξελίσσεται το θεσμικό πλαίσιο με μία νομοθετική τριλογία που προωθείται. Το ένα μέρος αυτής έχει ήδη προχωρήσει, με το νόμο 5116 για την ιδιωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών, την κρατική αρωγή και την στεγαστική συνδρομή. Και την επόμενη περίοδο, η μεταρρύθμιση συνεχίζεται με άλλες δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Υπάρχουν πρακτικές που εφαρμόζονται στο εξωτερικό σε θέματα αποζημιώσεων που θεωρείτε ότι είναι αποδοτικές και ενδέχεται να τις δούμε σε βάθος χρόνου να υλοποιούνται και στην Ελλάδα;
Οι βασικές διαφορές της ελληνικής πραγματικότητας σε σχέση με μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης είναι τρεις. Η μία είναι ότι η Ελλάδα έχει, πλέον, διαμορφώσει ένα σταθερό σε μεγάλο βαθμό και όχι κατά περίπτωση πλαίσιο κρατικής στήριξης των πληγέντων από φυσικές καταστροφές, το οποίο έχει αποκτήσει μόνιμη δομή, εξελίσσεται και ενδυναμώνεται. Σε άλλες χώρες, η κρατική παρέμβαση συχνά διαμορφώνεται κατά περίπτωση, όπως ήταν και παλαιότερα συχνά στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, πλέον έχουμε την κρατική αρωγή, όπως εξελίσσεται.
Η άλλη βασική διαφορά είναι το ύψος της κρατικής αποζημίωσης και ενίσχυσης σε σχέση με τις ζημιές, όπου στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά φτάνοντας σε επίπεδα 70% – 80%, αλλά και 100% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η τρίτη διαφορά είναι ότι σε άλλες χώρες το εύρος και η έκταση της ιδιωτικής ασφάλισης έναντι των φυσικών καταστροφών είναι μεγαλύτερη από ότι στην Ελλάδα. Και αυτό διότι υπάρχει διαφοροποίηση τόσο ως προς την κουλτούρα ασφάλισης εντός της κοινωνίας, όσο – όμως – και ως προς την ωριμότητα της αγοράς και του κλάδου ασφάλισης.
Σε αυτές τις τρεις διαφορές, είναι χρήσιμο να λαμβάνουμε πάντα υπόψη ότι η Ελλάδα είναι στο hotspot της κλιματικής κρίσης, σε αντίθεσή με άλλες χώρες που δεν βιώνουν στον ίδιο μεγάλο βαθμό τις δυσμενείς επιπτώσεις αυτής.
Πιστεύετε ότι θα πρέπει να υπάρξει στην Ελλάδα στροφή στην ιδιωτική ασφάλιση, για μπορούν οι επιχειρήσεις και οι κατοικίες να αντέξουν στις φυσικές καταστροφές;
Με την πρόσφατη νομοθετική μας πρωτοβουλία κάναμε ένα ακόμα βήμα εξέλιξης προς την ιδιωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών σε συνέχεια σειράς κινήτρων την προηγούμενη περίοδο.
Η νομοθετική πρωτοβουλία αυτή διαμορφώνει το πεδίο συνεργασίας για την ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών ώστε αυτή να συμπορευτεί αρμονικά με την κρατική αρωγή, με το κράτος να παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις. Η κρατική αρωγή παραμένει προτεραιότητα για την Κυβέρνηση, γι’ αυτό και ενισχύθηκε σημαντικά με τις προβλέψεις του ίδιου νόμου.
Πιστεύω ότι η κρατική αρωγή μπορεί και πρέπει να συμπορευτεί αρμονικά με την ιδιωτική ασφάλιση έναντι των φυσικών καταστροφών, στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης. Με τις ασφαλιστικές εταιρείες, όμως, να μην έχουν μία προσέγγιση που θα βασίζεται αποκλειστικά σε όρους αγοράς. Οφείλουν, συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα, να λάβουν υπόψη τους όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους αλλά και αναγκαιότητες.
Θεωρώ ότι θα πρέπει οι ασφαλιστικές εταιρείες να προσεγγίσουν ως ένα σημαντικό μέρος της εταιρικής κοινωνικής τους ευθύνης, την προσπάθεια που γίνεται να αποκτήσει σταδιακά η κοινωνία μας ασφαλιστική κουλτούρα, αλλά και δυνατότητα. Και θα παρακολουθούμε στενά αυτές τις εξελίξεις.
Πρόσφατα ψηφίστηκε η υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 2 εκατ. ευρώ. Σχεδιάζεται και η επέκταση του μέτρου; Από τι θα εξαρτηθεί;
Ναι, για πρώτη φορά προβλέφθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών για επιχειρήσεις με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των δύο εκατ. ευρώ. Μια υποχρεωτικότητα που θα ξεκινήσει από το 2025, ενώ την επόμενη περίοδο δρομολογείται κανονιστική πράξη που θα περιλαμβάνει τα στοιχεία και τις διαδικασίες εφαρμογής της.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να «τρέξει» αυτή η πρώτη παρέμβαση υποχρεωτικής ασφάλισης στις επιχειρήσεις. Και όσον αφορά την επέκταση του συγκεκριμένου μέτρου και προς επιχειρήσεις με μικρότερο κύκλο εργασιών, αν και τέθηκε και από φορείς και από συναδέλφους στη Βουλή, δεν σχεδιάζεται. Αυτή τη στιγμή μας ενδιαφέρει η υλοποίηση του παρόντος μέτρου.
Ποιος θα είναι ο ρόλος του Παρατηρητηρίου στην πράξη; Ποια είναι τα οφέλη που αναμένετε να έχετε από τη λειτουργία του; Θεωρείτε ότι μέσα από τη συμμετοχή του ασφαλιστικού κλάδου στο Παρατηρητήριο θα μπορούσε η πολιτεία να ωφεληθεί στο πεδίο της αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών; Μέσα από την αξιοποίηση λόγου χάρη εμπειρίας ή δεδομένων κ.οκ.;
Το Παρατηρητήριο για την Ιδιωτική Ασφάλιση έναντι Φυσικών Καταστροφών θα είναι ο φορέας, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στο Συμβούλιο του, που θα παρακολουθεί και θα ασχολείται με το νέο εγχείρημα που σας ανέφερα. Δηλαδή, με τη σταδιακή επέκταση της ιδιωτικής ασφάλισης έναντι των φυσικών καταστροφών, ώστε αυτή να συμπορευθεί αρμονικά με την κρατική αρωγή – που παραμένει προτεραιότητα για την Κυβέρνηση. Από την πλευρά της Κυβέρνησης, θα επεξεργαστούμε μια σειρά από περαιτέρω κίνητρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Το σημαντικό είναι, όμως, και από την πλευρά του ασφαλιστικού κλάδου να δοθεί έμφαση στη δυνατότητα ασφάλισης. Δηλαδή, δεν είναι μόνο θέμα ζήτησης – κινητροδοτούμενης ή μη – είναι και θέμα προσφοράς, στο πλαίσιο των νέων δεδομένων που δημιουργεί η κλιματική κρίση. Το επιθυμητό αποτέλεσμα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία δεν θεωρώ ότι δύναται να προκύψει από μια αυστηρά market-based προσέγγιση. Για αυτό και απαιτείται συνεργασία και συγχρονισμός των εμπλεκομένων. Και το Παρατηρητήριο θέλουμε να αποτελέσει αυτό το πεδίο συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ κράτους και αγοράς.
Έχει συζητηθεί τo θέμα της συμμετοχής της ιδιωτικής ασφάλισης στις αποζημιώσεις των αγροτών για ζημιές από φυσικές καταστροφές. Θεωρείτε σκόπιμο ένα τέτοιο μέτρο;
Στον πρωτογενή τομέα, ειδικά κατά την περίοδο της κλιματικής κρίσης, η διάσταση της δυνατότητας ιδιωτικής ασφάλισης – δηλαδή η πλευρά της προσφοράς – είναι ακόμα πιο κρίσιμη, με πολλές ιδιαιτερότητες.Σε αυτές τις ιδιαιτερότητες, από την πλευρά της προσφοράς, απαντά ο ΕΛΓΑ, στον οποίο οι αγρότες ασφαλίζουν την παραγωγή τους.Πρόκειται για έναν κρατικό οργανισμό που όμως λειτουργεί με συγκεκριμένο κανονισμό και υπό τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα τελευταία χρόνια ο ΕΛΓΑ ανταποκρίθηκε στις ανάγκες που δημιούργησε η κλιματική κρίση, ενώ σε συνεργασία με όλα τα εμπλεκόμενα Υπουργεία διευρύνθηκε η στήριξη προς τον πρωτογενή τομέα. Μεταξύ άλλων, ενεργοποιήθηκε η κρατική αρωγή για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ενώ διαμορφώθηκαν και μεγάλα ad hock προγράμματα στήριξης για μεγάλες φυσικές καταστροφές, ώστε το κράτος να ανταποκριθεί στις μεγάλες ανάγκες που προέκυψαν. Δηλαδή στη μεγάλη ζήτηση για στήριξη και αποζημίωση που προέκυψε. Άρα η προσφορά σε αυτή τη ζήτηση από την πλευρά του πρωτογενούς τομέα περιλαμβάνει, και πρέπει να περιλαμβάνει λόγω μιας σειράς ιδιαιτεροτήτων, τη μεγάλη συμμετοχή του κράτους.
Προς αυτή την κατεύθυνση, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δρομολογεί την αλλαγή και ενδυνάμωση του πλαισίου λειτουργίας του ΕΛΓΑ ώστε να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα. Κάποια στιγμή, στο μέλλον, θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος ρόλος στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες σε αυτά τα νέα δεδομένα και σε κάποιες συγκεκριμένες διαστάσεις της δραστηριότητας του πρωτογενούς τομέα. Θυμίζω ότι η δυνατότητα ανάπτυξης προγραμμάτων ασφάλισης των καλλιεργειών από εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, προβλέπεται ήδη από την υφιστάμενη νομοθεσία, με το νόμο 3877 του 2010.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια, έχει ξεκινήσει ένας διάλογος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του ΕΛΓΑ με τους εκπροσώπους των ασφαλιστικών εταιρειών, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Επί του παρόντος, το κράτος είναι – και θα είναι – αυτό που ανταποκρίνεται στην ανάγκη στήριξης του πρωτογενούς τομέα μετά από φυσικές καταστροφές.
Η επέλαση του Daniel από τη Θεσσαλία αποτέλεσε πρωτοφανή καταστροφή για τη χώρα. Πως προχωρά η πορεία στήριξης των πληγέντων στην περιοχή;
Η φυσική καταστροφή που έπληξε τη Θεσσαλία κυρίως το Σεπτέμβριο του 2023, είναι μια από τις μεγαλύτερες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, με τα αιτήματα αποζημίωσης και ενίσχυσης να πλησιάζουν τις 100.000 περιπτώσεις, είτε πρόκειται για νοικοκυριά, είτε για επιχειρήσεις, είτε για αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Για να είμαι ακριβής, δεν πρόκειται για μοναδιαία ΑΦΜ, αλλά για περιπτώσεις αιτήσεων προς το ευρύτερο κρατικό μηχανισμό για αποζημίωση και στήριξη. Και από την πρώτη στιγμή έχει ξεκινήσει η ενεργοποίηση του πλαισίου της κρατικής αρωγής από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, αλλά και μια σειρά από μέτρα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και τον ΕΛΓΑ.
Μέχρι τα μέσα του Ιουλίου, έχουν καταβληθεί περίπου 240 εκατ. ευρώ από το πλαίσιο της κρατικής αρωγής και 262 εκατ. ευρώ από τον ΕΛΓΑ και άλλες πηγές προς τον πρωτογενή τομέα. Συνολικά, 0,5 δις. ευρώ έχουν καταβληθεί στις περιοχές που έχουν πληγεί από τις καταστροφικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου του 2023. Και συνεχίζονται οι καταβολές σε εβδομαδιαία βάση. Και θα συνεχίζονται, με τους γρηγορότερους δυνατούς ρυθμούς και προς αυτούς που δικαιούνται.