Η έβδομη έκδοση της Παγκόσμιας Έρευνας της Deloitte σχετικά με τη Διαχείριση Κινδύνου, η οποία υλοποιήθηκε κατά το τρίτο τρίμηνο του 2010, αξιολογεί τα επίπεδα διαχείρισης ρίσκου στο νέο περιβάλλον, όπως έχει προκύψει μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση. Ο κλάδος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών βίωσε μια ιδιαιτέρως ασταθή περίοδο, με αποτέλεσμα Διοικητικά Συμβούλια και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων να επανεξετάζουν τις μεθόδους διαχείρισης κινδύνου.
Επιπλέον, ο πρωτόγνωρα έντονος ρυθμός αλλαγών των κανονιστικών διατάξεων, εξαιτίας των απαιτήσεων του νέου Πλαισίου για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (Basel III) και των επιμέρους ρυθμίσεων σε διάφορα κράτη, αποτελεί πρόκληση για τον κλάδο και δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Στην πιο πρόσφατη -έβδομη κατά σειρά- έρευνα της Deloitte, συμμετείχαν 131 χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί από ολόκληρο τον κόσμο με συνολικά περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν τα 17 τρισεκατομμύρια δολάρια και αντιπροσωπεύουν τους διάφορους κλάδους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τη μελέτη, γίνεται αντιληπτό ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί διδάχτηκαν από την εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης και εξελίσσουν τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου, αφού η έρευνα καταδεικνύει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα.
Σημαντικά ευρήματα:
• Η θέση του Chief Risk Officer (“CRO”) εξακολουθεί να γνωρίζει εξάπλωση μεταξύ των οργανισμών. Πράγματι, το 86% των επιχειρήσεων έχει CRO ή κάποιο παρόμοιο πόστο, ποσοστό σημαντικά ενισχυμένο από το 73% το 2008 και το 65% το 2002. Στον CRO έχει δοθεί αρκετή δύναμη, αφού αναφέρεται στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο Διευθύνοντα Σύμβουλο (ή και στους δυο) στο 85% των οργανισμών που συμμετείχαν στη μελέτη. Μάλιστα, το 51% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι το ΔΣ πραγματοποιεί τακτικές συναντήσεις με τον CRO, όταν το 2008 το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε μόλις το 37%.
• Στην αρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η σημασία της ενσωμάτωσης της διαχείρισης κινδύνου στη διαδικασία αξιολόγησης και στις αποφάσεις σχετικά με τις αμοιβές έγινε θέμα συζήτησης. Ωστόσο, μόνο το 37% των οργανισμών του δείγματος ανέφερε ότι εφαρμόζει τη συγκεκριμένη πρακτική ολοκληρωμένα ή έστω μερικώς στο προσωπικό των επιχειρηματικών μονάδων.
• Περισσότεροι οργανισμοί έχουν υιοθετήσει προγράμματα ERM (Enterprise Risk Management- Διαχείρισης Επιχειρηματικού Ρίσκου) αφού 79% των οργανισμών του δείγματος ανέφερε ότι είτε χρησιμοποιεί είτε εξελίσσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, σημειώνοντας σημαντική αύξηση από το 59% το 2008. Ως σημαντικότερες προκλήσεις στην εφαρμογή ενός αποτελεσματικού προγράμματος ERM, αναφέρθηκαν από σχεδόν το ένα τέταρτο του δείγματος η ενσωμάτωση των δεδομένων στο σύνολο του οργανισμού και τα ζητήματα κουλτούρας.
• Ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των οργανισμών ανέφερε ότι οι αλλαγές στις κανονιστικές διατάξεις των κρατών όπου δραστηριοποιούνται είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του. Μάλιστα, στο 40% του δείγματος, οι επιπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν την ανάγκη διατήρησης υψηλότερων επιπέδων κεφαλαίου και ποσοστών ρευστότητας.
• Η χρήση των stress tests έχει αρχίσει να γίνεται κοινή πρακτική στον κλάδο, υποστηριζόμενη από τη μέθοδο «Αξία σε Κίνδυνο» (VaR: Value at Risk) και άλλες αναλύσεις κινδύνου. Το 86% των οργανισμών εφάρμοσαν τα stress tests για παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν το πιστωτικό τους χαρτοφυλάκιο, σημειώνοντας αύξηση από το 79% το 2008. Παράλληλα, 74% πραγματοποιούν stress tests για τον κίνδυνο αγοράς στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους.
• Αρκετοί ερωτώμενοι δήλωσαν ότι χρειάζεται ακόμα δουλειά, προκειμένου να βελτιωθούν τα τεχνολογικά συστήματα ρίσκου. Ενώ τα ¾ των στελεχών εκτιμούν ότι οι οργανισμοί τους είναι πολύ ή αρκετά αποτελεσματικοί στη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου αγοράς και ρευστότητας, μόνο το 60% θεωρεί ότι τα τεχνολογικά συστήματα μπορούν να υποστηρίξουν ικανοποιητικά τη διαχείριση πιστωτικού ρίσκου και κινδύνου αγοράς και το 47% εξέφρασε την ίδια ανησυχία για τον κίνδυνο ρευστότητας.