Επισημαίνουν ότι ευθύνη της λάθος καταχώρησης έχουν οι κλινικοί γιατροί και όχι οι εργαστηριακοί γιατροί που δεν συνταγογραφούν Πρόσθετη αφαίμαξη χαρακτηρίζουν τα διαγνωστικά κέντρα τις περικοπές τιμολογίων από τον ΕΟΠΥΥ στην περίπτωση που το παραπεμπτικό για εξετάσεις διαπιστώνεται λανθασμένο.
Οι εκπρόσωποι των διαγνωστικών κέντρων επισημαίνουν ότι την ευθύνη συνταγογράφησης έχει ο κλινικός γιατρός που ζητά την παραπομπή και όχι οι εργαστηριακοί γιατροί που δεν έχουν δικαίωμα συνταγογράφησης, έτσι δεν είναι ανεκτή η επιβάρυνση των εργαστηρίων με την μη εξόφληση από τον ΕΟΠΥΥ και ζητούν μέχρι και διακοπή στις συμβάσεις των κλινικών γιατρών με τον Οργανισμό σε περίπτωση που οι λάθος καταχωρήσεις επαναλαμβάνονται.
Τα παραπάνω τονίζει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων (ΠΑΣΙΔΙΚ) με επιστολή του προς τον πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ καθ. Σωτήρη Μπερσίμη, αποποιούμενος την ευθύνη της διόρθωσης στη συνταγογράφηση παραπεμπτικού, εάν διαπιστώνεται λάθος στην καταχώρηση της αιτίας παραπομπής των ασθενών.
Αιτία για την επιστολή ήταν διευκρινιστική απάντηση του ΕΟΠΥΥ για την χρέωση του λάθους, σύμφωνα με την οποία, ο Οργανισμός επισημαίνει τα εξής: “Ο θεράπων ιατρός είναι αυτός που φέρει την ευθύνη εφαρμογής των κανόνων παραπομπής διαγνωστικών εξετάσεων όπως ορίζονται κάθε φορά από την κείμενη νομοθεσία, αλλά και την ορθή ιατρική πρακτική, όμως σε ακραίες περιπτώσεις όπου καταφανώς η δηλωμένη πάθηση (ICD-10) δεν συνάδει με το προφίλ του ασθενή (πχ. φύλο, ηλικία κτλ.) ή τις διαγνωστικές εξετάσεις για τις οποίες παραπέμφθηκε, ο εργαστηριακός ιατρός μπορεί να ζητήσει, σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό, την επανέκδοση/διόρθωση του παραπεμπτικού”. Στη σχετική επιστολή, ο πρόεδρος του ΠΑΣΙΔΙΚ δρ Γιώργος Βουγιούκας, σημειώνει πως “η ιατρική διαγνωστική μονάδα δεν έχει το δικαίωμα αναγραφής διαγνωστικών εργαστηριακών εξετάσεων και πράξεων, απεναντίας είναι υποχρεωμένη να εκτελεί όλες τις διαγνωστικές εξετάσεις που αναγράφονται στο παραπεμπτικό του ασφαλισμένου του ΕΟΠΥΥ, παραπεμπτικό το οποίο συντάσσει με την ευθύνη του και βάσει των συνταγογραφικών οδηγιών και των διαγνωστικών πρωτοκόλλων, αλλά και της ορθής ιατρικής πρακτικής και δεοντολογίας, ο κλινικός (παραπέμπων) ιατρός”.
Γι΄ αυτό, προσθέτει ο κ. Βουγιούκας, “είναι άδικο και ανήθικο να τιμωρείται οικονομικά η διαγνωστική μονάδα και να μην έχει καμία συνέπεια ο κλινικός ιατρός, ο οποίος επιδεικνύει ολιγωρία, αδιαφορία ή ανευθυνότητα στη σωστή σύνταξη του παραπεμπτικού, βάσει των κανόνων και των οδηγιών, όπως έχουν προσδιοριστεί με τις υπάρχουσες Υπουργικές Αποφάσεις και τις εγκυκλίους που κατά καιρούς έχει εκδώσει ο Οργανισμός.
Προτείνουμε λοιπόν όποιος κλινικός (παραπέμπων) ιατρός δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, σε πρώτη φάση να καλείται για εξηγήσεις και να προειδοποιείται για την κακή συμπεριφορά που επιδεικνύει και προς τον Οργανισμό, αλλά κυρίως προς τους συναδέλφους του εργαστηριακούς γιατρούς, τη δεύτερη φορά να έχει οικονομικές κυρώσεις και την τρίτη φορά να διακόπτεται η συνεργασία του με τον ΕΟΠΥΥ. Δεν είναι πλέον ανεκτό ούτε αποδεκτό από το σύνολο των διαγνωστικών μονάδων, οι οποίες έχουν ήδη υποστεί μεγάλη οικονομική ζημία από τα άδικα, ανήθικα και ληστρικά μέτρα του clawbackκαι rebate, μαζί με τις μεγάλες μειώσεις των ονομαστικών τιμών πλήθους εργαστηριακών εξετάσεων, να υφίστανται μία ακόμη οικονομική ζημία, γιατί κάποιοι δεν σέβονται τους συναδέλφους τους και δεν εκτελούν με υπευθυνότητα και σοβαρότητα την εργασία τους”.
Ο ΠΑΣΙΔΙΚ επισημαίνει ακόμη επί της διευκρίνισης που εκδόθηκε από την αρμόδια υπηρεσία του ΕΟΠΥΥ, ότι με την ανακοίνωση αυτή, έτσι όπως είναι διατυπωμένη δημιουργείται μία ασάφεια γύρω από τον καταλογισμό της ευθύνης εφαρμογής των κανόνων παραπομπής, που έχει ως αποτέλεσμα να προκαλεί μεγάλη ταλαιπωρία στον ασφαλισμένο και να δημιουργεί σημαντική δυσκολία στο εργαστήριο όσον αφορά την απρόσκοπτη ροή της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ και των λοιπών ασθενών. Από την άλλη μεριά επιφέρει μία άσκοπη γραφειοκρατική διαδικασία και “αφήνει ανοικτό πεδίο για αδικίες έως και σκόπιμες υποκειμενικές ερμηνείες στο στάδιο του ελέγχου, που πλήττουν οικονομικά μόνο την εργαστηριακή διαγνωστική μονάδα”.