Στόχος είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν είναι δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες Το ερώτημα είναι ερεθιστικό, και το συζητάμε συχνά στις παρέες – μάλιστα πολλές φορές φορτισμένο και ιδεολογικά -, δεν είμαι όμως βέβαιος ότι νοηματοδοτούμε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο τις λέξεις. Ας αρχίσω από δυο επιμέρους ερωτήματα. Πρώτο, ποιος πληρώνει για το Σύστημα Υγείας.
του Ηλία Μόσιαλου*
Και δεύτερο, ποιός και πώς παρέχει τις υπηρεσίες του. Αξιόπιστες έρευνες δείχνουν ότι το 1% των ασθενών αντιστοιχεί στο 30% του κόστους (από το οποίο το 10% αντιστοιχεί με τη σειρά του, στο 70% του κόστους), ενώ για το υπόλοιπο 90% ξοδεύεται μόνο το 30%. Κι αυτό γιατί οι «ακριβοί» ασθενείς είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας και με πολλαπλά νοσήματα (διαβήτης, καρδιοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια κλπ), ενώ το κόστος τους προσαυξάνεται από την έλλειψη συντονισμού, που τους στέλνει συνεχώς από τον Άνα στον Καϊάφα. Ως προς τη χρηματοδότηση, ένα σύστημα που θα απέκλειε το «ακριβό» 10% θα ήταν, φαινομενικά, «αποτελεσματικό». Αλλά τι θα γινόταν αυτό το 10%; Το ιδιωτικό σύστημα θα τους άφηνε να στην τύχη τους, αυτό όμως θα ήταν αδιανόητο στο δημόσιο.Τα συστήματα ιδιωτικής ασφάλισης συνδέουν το ύψος των εισφορών με την πιθανότητα της αρρώστιας. Οι ιδιωτικές εταιρίες ή δεν ασφαλίζουν καθόλου τους «επικίνδυνους» πελάτες (π.χ. διαβητικούς), ή τους ζητούν πολύ ψηλό ασφάλιστρα. Για το λόγο αυτό στη Γερμανία, για παράδειγμα, ένας στους πέντε ασφαλισμένους έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει σε ιδιωτική ασφάλιση, παίρνοντας μαζί και τις εισφορές του, αλλά μόνο το 40% απ΄ αυτούς το κάνουν. Η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος εκτελείται είτε μέσω του προϋπολογισμού, είτε μέσω ασφαλιστικών ταμείων. Έτσι, το επίπεδο υγείας και το είδος των νοσημάτων αποσυνδέονται από την πληρωμή, η οποία αντιστοιχεί στο εισόδημα και μόνο.
Αξιόπιστες έρευνες δείχνουν ότι το 1% των ασθενών αντιστοιχεί στο 30% του κόστους, ενώ για το υπόλοιπο 90% ξοδεύεται μόνο το 30%
Τα συστήματα αυτά αναδιανέμουν χρηματοδοτικές εισφορές και φόρους: από υγιείς σε ασθενείς, από νέους σε ηλικιωμένους, από πλουσιότερους σε φτωχότερους. Και βεβαίως, δεν αποκλείουν «επικίνδυνους» ασθενείς. Από κοινωνική άποψη, υπερέχουν ως προς τα ιδιωτικά. Άλλη παράμετρος είναι η αντιστοίχιση επαγγέλματος –ταμείου, που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές ανισότητες λόγω διαφορετικών πακέτων παροχών. Γι΄ αυτό το λόγο, οι χώρες της Δ. Ευρώπης κατάργησαν τα ταμεία αυτά και δημιούργησαν δημόσια ταμεία ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ώστε ο κάθε ασφαλιζόμενος να επιλέγει το επιθυμητό ταμείο ανεξάρτητα από το επάγγελμά του. Η επιλογή εξασφαλίζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Στην Ελλάδα η χρηματοδότηση είναι μικτή: το 60% των πόρων προέρχονται από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και το 40% από άμεσες πληρωμές των ασθενών, ιδίως για πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας ή οδοντιατρική φροντίδα και δευτερευόντως για φάρμακα ή νοσοκομειακή περίθαλψη. Εδώ όμως, ανταγωνισμός μεταξύ των ταμείων δεν υφίσταται. Από τα πάμπολλα επαγγελματικά ταμεία περάσαμε στον ΕΟΠΥΥ, που τον συναποτελούν ταμεία-συλλέκτες προκαθορισμένων και ανελαστικών εισφορών. Τα ταμεία και οι εισφορές θα μπορούσαν να καταργηθούν πλήρως, εφόσον, πρώτο, τα δισ. ευρώ των ασφαλιστικών εισφορών εξασφαλίζονταν από άλλους πόρους και, δεύτερο, υπήρχε δικαιότερη φορολόγηση. Αλλά η ουσιαστική αλλαγή του φορολογικού έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
Από τα πάμπολλα επαγγελματικά ταμεία περάσαμε στον ΕΟΠΥΥ, που τον συναποτελούν ταμεία-συλλέκτες προκαθορισμένων και ανελαστικών εισφορών. Τα ταμεία και οι εισφορές θα μπορούσαν να καταργηθούν πλήρως, εφόσον, πρώτο, τα δισ. ευρώ των ασφαλιστικών εισφορών εξασφαλίζονταν από άλλους πόρους και, δεύτερο, υπήρχε δικαιότερη φορολόγηση
Τώρα, όσον αφορά την παροχή, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, όταν υπάρχει ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο, τότε η συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να λειτουργήσει θετικά για τους ασθενείς. Ο στόχος είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες. Για να γίνει όμως αυτό, το Δημόσιο εκεί παρεμβαίνει στην αγορά των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ως ρυθμιστής. Καθορίζει κανόνες επαρκούς λειτουργίας, μετράει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, καθορίζει ενιαίο τιμολογιακό πλαίσιο και συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δυο γιατροί της ίδιας ειδικότητας που δουλεύουν στο Δημόσιο δεν παίρνουν την ίδια αμοιβή, αν έχουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Παράλληλα εξασφαλίζεται ότι ο ιδιωτικός τομέας δε μεταφέρει «δύσκολες» περιπτώσεις ασθενών στο δημόσιο, ούτε προκαλεί μεγάλη τεχνητή ζήτηση και ότι συνολικά το σύστημα δεν παρέχει υπηρεσίες που δεν είναι αποτελεσματικές. Αυτή η έννοια όμως του δημόσιου τομέα δεν ισχύει στην Ελλάδα. Στην παροχή των υπηρεσιών, τα δύο συστήματα, δημόσιο και ιδιωτικό, λειτουργούν παράλληλα, δεν είναι συνδεμένα. Δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός, ούτε συντονισμός δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο ενιαίου στρατηγικού – ρυθμιστικού πλαισίου για την Υγεία. Είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη στη αναλογία φαρμακείων – πληθυσμού, πάντα στις πρώτες θέσεις σε γιατρούς, οδοντίατρους, μαγνητικές – αξονικές τομογραφίες, ενώ ταυτόχρονα είμαστε πρώτοι σε καισαρικές τομές, κατανάλωση αντιβιοτικών, υπέρβαρα παιδιά, δεύτεροι σε κάπνισμα – τροχαία, πολύ ψηλά σε κατανάλωση ποτών – ναρκωτικών και, παρά την πολύ ψηλή φαρμακευτική δαπάνη, πολύ χαμηλά στην παραγωγή φαρμάκων. Για να απαντήσω στο ερώτημα του τίτλου, είναι σαφές ότι το δημόσιο σύστημα χρηματοδότησης υπερτερεί των ιδιωτικών συστημάτων, ενώ στην παροχή ένα μικτό σύστημα είναι καλύτερο, εφόσον εξασφαλιστεί υγιής ανταγωνισμός προς όφελος των ασθενών.
Στη χώρα μας δεν υπάρχει τίποτα απ΄ αυτά. Το ζητούμενο είναι ένα αληθινά δημόσιο Σύστημα Υγείας με εισαγωγή των στοιχείων της διαφάνειας και του ανταγωνισμού, έτσι ώστε να γίνει καλύτερο γι΄ αυτόν που υποτίθεται ότι πρέπει πάντα να υπηρετεί: τον ασθενή.
*Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Διευθυντής του LSE Health στο London School of Economics and Political Science.
Πηγή: Healthmag.gr