Κάθε τι που αποτελεί είτε τελικό προϊόν είτε συστατικό τελικού προϊόντος φέρει μια ευθύνη ως προς την ασφάλειά του.
του Νίκου Μωράκη
Τα προϊόντα που δεν παρέχουν την αναμενόμενη ασφάλεια, δεδομένου όλων των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες παράγονται, μπορούν να χαρακτηριστούν εύλογα ελαττωματικά. Είτε γιατί η εξωτερική τους εμφάνιση δεν είναι η αναμενόμενη είτε γιατί η χρήση τους δεν ήταν αυτή που περίμενε ο τελικός καταναλωτής είτε γιατί ο χρόνος που τέθηκαν σε λειτουργία ή διοχετεύτηκαν στην αγορά δεν ήταν σωστός. Πιο συγκεκριμένα ένα προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ελαττωματικό από παράγοντες που έχουν να κάνουν είτε από λανθασμένες οδηγίες στις οδηγίες χρήσης είτε από ανθρώπινο ή μηχανικό λάθος στο στάδιο κατασκευής και παραγωγής είτε από λάθος στον αρχικό σχεδιασμό του προϊόντος.
Σε αυτές τις περιπτώσεις τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται για τον κίνδυνο στον οποίο εκθέτουν τον καταναλωτή (και φέρουν την ευθύνη προϊόντος) ποικίλουν από τον παραγωγό, τον εισαγωγέα, τους προμηθευτές (όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη) μέχρι και κάθε έναν που παρεμβαίνει στην παραγωγική διαδικασία μέχρι το προϊόν να φτάσει στον τελικό καταναλωτή.
Διαβάστε επίσης: Συμβόλαια κατονομαζομένων ή κατά παντός κινδύνου;
Για το λόγο αυτόν υπάρχει η ευθύνη προϊόντος.
Όταν ο καταναλωτής εκτεθεί σε σφάλμα του παραγωγού/ασφαλισμένου τότε έχει δικαίωμα να κινηθεί νομικά εναντίον του και να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημιά – ηθική, σωματική ή υλική – που του προκλήθηκε.
Στην Ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας υπάρχουν 2 είδη συμβολαίων όσον αφορά την Ευθύνη Προϊόντος.
Τα συμβόλαια Claims Made στα οποία το ζημιογόνο περιστατικό και η απαίτηση πρέπει να συμβούν και να δηλωθούν στη διάρκεια ισχύος του συμβολαίου – με δυνατότητα παροχής αναδρομικής ισχύος – και τα Occurrence form συμβόλαια όπου το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να έχει συμβεί στη διάρκεια ισχύος του συμβολαίου. Πιο αναλυτικά η βασική διαφορά μεταξύ αυτών των 2 συμβολαίων είναι ότι στα claims made συμβόλαια η διαδικασία της αποζημίωσης ενεργοποιείται όταν γίνει απαίτηση (σε βάθος χρόνου που έχει προσυμφωνηθεί) ενώ στα Occurrence form η διαδικασία ενεργοποιείται όταν το ζημιογόνο περιστατικό συμβεί.