Ένα από τα τρομερά μειονεκτήματα του να είναι κανείς διάσημος ή πολύ γνωστός είναι και τούτο: δεν τολμάει να αρρωστήσει. Οχι μόνο βαριά αλλά και ελαφριά. Ολοι αυτοί που θέλουν να μάθουν για την αρρώστια του, φυσικό είναι να μην ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τον ίδιο αλλά για τη διασημότητα που έχει αρρωστήσει. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συζητά με τον διαβητολόγο Σωτήρη Ράπτη:
Και κατά έναν περίεργο και σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, αισθάνεται κανείς πως όταν ένας ολόκληρος πληθυσμός θέλει να μάθει για έναν ασθενή, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον ίδιο, είναι σαν να επιδεινώνει την αρρώστια του. Θα πρέπει να δημιουργείται στον άρρωστο αυτόν μια ιδιότυπη μορφή μοναξιάς, που συχνά θα γίνεται αβάσταχτη, τόσοι να θέλουν να μάθουν για τον ίδιο και η κατάστασή του αντί να βελτιώνεται να επιδεινώνεται. Για να μην προσθέσουμε την ευχαρίστηση που αισθάνονται πολλοί άνθρωποι όταν την περαστική ασθένεια ενός διασήμου, με ακριτομυθίες και δήθεν πληροφορίες από πρώτο χέρι, τη φέρνουν στο σημείο ώστε να εμφανίζουν τον ασθενή ετοιμοθάνατο. Αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα θέλησε να μεταστρέψει – καλή της ώρα – η Μαίρη Χρονοπούλου όταν είπε, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ετοιμοθάνατη, πως ίσως να βελτιωνόταν η κατάστασή της αν όλοι οι Έλληνες συνειδητά προσεύχονταν μια συγκεκριμένη στιγμή για τη σωτηρία της εθνικής σταρ.
Ο επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν φαίνεται να έχει τέτοιου είδους προβλήματα. Αν και γνωρίζει ότι ενδέχεται ο κόσμος να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για σένα, τον τιμά με το να θεωρεί ότι ο υπεύθυνος πολιτικός οφείλει να τον ενημερώνει για την υγεία του. Η συζήτηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον διαβητολόγο Σωτήρη Ράπτη αποκαλύπτει ότι αυτή η μοναξιά είναι κλήρος του διάσημου ανθρώπου – και όχι μόνον όταν συμβεί να αρρωστήσει.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Επειδή δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλη η Ελλάδα θα ήθελε να μάθει τι είδους ασθενής είναι ο πρόεδρος κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όταν συμβαίνει να αρρωστήσει, θα θέλατε, κύριε Ράπτη, να μας μιλήσετε γι’ αυτό ακριβώς το θέμα;
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΑΠΤΗΣ: Κατ’ αρχάς δεν έχει το ελληνικό ιδίωμα να γίνεται ο ίδιος, αν και ασθενής, γιατρός από μόνος του και να λέει «μήπως με πειράξει αυτό ή το άλλο φάρμακο». Είναι ευπειθέστατος, δεν παρεκκλίνει ούτε κατά ένα χιλιοστό από τις οδηγίες των γιατρών. Επειδή έχω δουλέψει ως γιατρός είκοσι χρόνια στο εξωτερικό, πέντε στη Βιέννη κι άλλα δεκαπέντε στην Ουλμ της Γερμανίας, έχω ζήσει το γεγονός να έρχονται έλληνες ασθενείς, να τους δίνεις τα φάρμακα και να αλλάζουνε τα μισά με το που επιστρέφουνε στην Ελλάδα. Ξέρετε γιατί έχουν πολλή δουλειά οι γιατροί στην Ελλάδα; Γιατί πάνε σε έναν γιατρό που τους λέει «πάρε αυτό». Στη συνέχεια πάνε σε έναν δεύτερο που τους δίνει ένα άλλο φάρμακο. Παίρνουν όμως και τη γνώμη ενός τρίτου γιατρού για να καταλήξουν, στο τέλος, να κάνουν ό,τι τους κατέβει. Στον πρόεδρο, αλλά και σε όλη την οικογένειά του, δεν υπάρχουν αυτά. Βέβαια είχε έναν μεγάλο βοηθό, την αείμνηστη Μαρίκα Μητσοτάκη. Οπως ξέρετε είχε τραβήξει πολλά η ίδια, αλλά ήταν πραγματικά φαρμακολόγος. Μπορεί να σου έλεγε «πιες αυτό», «πιες το άλλο», αλλά ήξερε πολύ καλά γιατί το λέει, δεν ήταν πράγματα τρελά, από το μυαλό της.
Θ.Ν.: Μέσα σε όλα τα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας του τόπου και μέσα στις μεγάλες φουρτούνες του πολιτικού και του προσωπικού σας βίου, πώς κατορθώσατε και διατηρήσατε αυτή την παροιμιώδη ψυχραιμία σας, που δεν μπορεί παρά να έχει σχέση με τη μακροζωία σας;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Ψυχραιμία έχω από φυσικού μου. Έτσι γεννήθηκα κι έτσι έμεινα ώς σήμερα. Κατ’ αρχάς δεν έχω την αίσθηση του φόβου όπως δεν έχω και άγχος. Δεν σέρνω ποτέ μαζί τις έγνοιες μου. Μόλις έφευγα από τις πολλές και δύσκολες απασχολήσεις που κατά καιρούς είχα, κατέβαζα αμέσως ριντό. Περίμενα να ξαναρχίσω όταν θα ήταν η κατάλληλη ώρα. Έχω την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς με κράτησε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Ιδιαίτερα την εποχή που με είχανε βάλει οι Γερμανοί στη φυλακή κι είχα καταδικαστεί σε θάνατο. Μόλις είχα αναρρώσει από τύφο, μια βαριά, όπως ξέρετε, αρρώστια, και είχα φτάσει, με 1,92 ύψος, να ζυγίζω 62 κιλά, φαινόμουν σαν βυζαντινός άγιος. Μπήκα στη φυλακή υπό δραματικάς συνθήκας, αλλά είχα καταφέρει το βράδυ στις 8 που έσβηνε το φως (ήμουν σε πλήρη απομόνωση, ούτε μολύβι ούτε χαρτί ούτε ρολόι ή επαφή με οποιονδήποτε, έπρεπε όμως να επιζήσω), να κοιμάμαι ώς τις 8 το πρωί της επόμενης ημέρας. Δεν έχασα όμως ποτέ ύπνο. Κι όταν άκουγα μέσα στη νύχτα το μουγκρητό του φορτηγού που έφερνε το εκτελεστικό απόσπασμα και να ανοίγουν τα κελιά όσων θα εκτελούσανε, σηκωνόμουν και ντυνόμουν, γιατί είχα την κοκεταρία να θέλω να με εκτελέσουν ντυμένο αξιοπρεπώς. Κι όταν άκουγα στο λιθόστρωτο τα άρβυλα τα γερμανικά να φεύγουν, γδυνόμουν και ξανάπεφτα για ύπνο.
Θ.Ν.: Πώς έγινε, κύριε πρόεδρε, και δεν κεφαλαιοποιήσατε ποτέ τις περιπέτειες της υγείας σας προκειμένου να συγκινήσετε τους άλλους;
Κ.Μ.: Δεν θέλω να συγκινώ τον κόσμο ως ταλαίπωρος. Στην Κρήτη έχουμε μια καταπληκτική παροιμία: «Κάλλιο κερατάς παρά κακορίζικος». Ό,τι μου συνέβαινε από πλευράς υγείας το έλεγα πάντοτε φανερά, γιατί όταν είσαι πολιτικός οφείλεις πάντα να ενημερώνεις με ειλικρίνεια τον κόσμο, όχι βέβαια για να σε λυπούνται. Από πολύ νέος έδινα μεγάλη σημασία στα προβλήματα της υγείας, χωρίς όμως να φοβάμαι τις αρρώστιες. Είμαι από τους πρώτους που κάνανε τσεκάπ, σε μια εποχή που το τσεκάπ ήτανε άγνωστο στην Ελλάδα. Παρακολουθούσα την υγεία μου επιμελώς αλλά χωρίς να έχω άγχος. Δεν φοβήθηκα ποτέ την εγχείρηση, όταν χρειάστηκε πήρα αμέσως την απόφαση να την κάνω. Νομίζω πως παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η δίαιτα που ακολουθείς στη ζωή σου. Ετρωγα πάντα απ’ όλα, μετρημένα. Το πρωί που θα ξυπνήσω θα πιω ένα ποτήρι νερό με μια κουταλιά μέλι. Επειτα θα πιω έναν μεγάλο χυμό και στη συνέχεια θα πάρω μια σούπα από βρώμη. Τη μεγάλη πείνα της γερμανικής Κατοχής την πέρασα στην Αθήνα. Είχα εξοριστεί από την Κρήτη, δεν μπορούσα να επιστρέψω εκεί. Έζησα έντεκα μήνες τρώγοντας μόνο φασόλια χωρίς λάδι. Ήμουνα γραμμένος σε τρία συσσίτια, είχα στην τσέπη ένα κουτάλι και πήγαινα από συσσίτιο σε συσσίτιο κι έτρωγα τρεις φασολάδες. Πρέπει να πω ότι ήμουν μια χαρά στην υγεία μου. Εκ των υστέρων διαπιστώνω, χωρίς να είναι κάτι που το είχα σχεδιάσει, ότι ακολουθώ τη μεσογειακή δίαιτα. Πολύ λάδι, πολλά νωπά λαχανικά, όσπρια επίσης, που κυριολεκτικά με ξετρελαίνουν. Ακόμη και τώρα, κάθε Δευτέρα τρώω φασολάδα, παρά το γεγονός ότι για έντεκα μήνες έζησα μόνο με φασόλια.
Θ.Ν.: Κύριε Ράπτη, επειδή συναναστρέφεστε τον πρόεδρο σε περιόδους δύσκολες από πλευράς υγείας, ποιο είναι το στοιχείο που σας κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση;
Σ.Ρ.: Ανεβαίνει η κυβέρνηση, πέφτει η κυβέρνηση, γίνεται το ένα, γίνεται το άλλο, πάντοτε ψύχραιμος. Δεν είναι ποτέ κυκλοθυμικός. Βέβαια αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία του. Η μητέρα του, η αείμνηστη Σταυρούλα, πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Στα ενενήντα της χρόνια παρουσίασε έναν καρκίνο στο παχύ έντερο. Κάνει αυθημερόν ο πρόεδρος τα τηλεφωνήματα, οι περισσότεροι γιατροί του λένε «όχι», προσωπικά του λέω «ναι». Τη χειρουργεί ο καθηγητής ο Τούντας και γίνεται καλά. Και ζει άλλα πέντε ολόκληρα χρόνια. Ο πρόεδρος παίρνει αμέσως τις αποφάσεις. Ούτε «μου» ούτε «σου». Καλύτερα όμως να μας μιλήσει ο ίδιος για την επέμβαση του μπαϊπάς που έκανε στο Ωνάσειο. Το Ωνάσειο, που, πανθομολογουμένως, αν δεν ήταν ο Μητσοτάκης δεν θα είχε ανοίξει.
Κ.Μ.: Εμένα στα θέματα υγείας – και όχι μόνον – δεν μου αρέσουν οι πολλές κουβέντες. Ηθελα πάντα να βγάζω ένα συμπέρασμα και να καταλήγω. Δεν αγαπώ τους φλύαρους γιατρούς ούτε θέλω παρηγοριές. Είχα μια θεία που δεν μπορούσε να ανεχτεί έναν λαμπρό καρδιολόγο γιατί της τα έλεγε σκληρά. Προτιμούσε έναν άλλον φλύαρο που της μαλάκωνε τα πράγματα. Εμένα μου αρέσουν οι καθαρές κουβέντες, όσο σκληρές κι αν είναι. Τι έχω και τι χρειάζεται να κάνω. Τις αποφάσεις τις παίρνω εύκολα. Όταν έκανα την επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, την έκανα με πολλή άνεση. Είχα καταλάβει ότι ήμουν στα πρόθυρα εμφράγματος. Βρισκόμουν στην Κρήτη όταν μου συνέβη. Τέλειωσα κανονικά το πρόγραμμά μου και ήρθα στην Αθήνα. Ειδοποίησα τη Μαρίκα, «φοβάμαι ότι έχω έμφραγμα», της είπα και πήγα στο Ωνάσειο. Με είδανε οι γιατροί κι έγινε συναγερμός. Σκέφτονταν πώς θα μου το πούνε, αλλά τους βοήθησα εγώ λέγοντάς τους, «παρακαλώ την εγχείρηση να την κάνουμε απόψε, δεν θέλω να καθυστερήσουμε». Πράγματι το Ωνάσειο λειτούργησε εξαίρετα, η επέμβαση πέτυχε. Το ίδιο καλοκαίρι έκανα μπάνιο στο Μαράθι, στα Χανιά.
Θ.Ν.: Να κάνουμε μια μικρή μνεία στη Μαρίκα Μητσοτάκη. Μου έχει πει η φίλη της και συμμαθήτριά της Αμαλία Μεγαπάνου ότι παρά τις τρομερές περιπέτειες με την υγεία της ήταν ένας δυνατός, αισιόδοξος άνθρωπος. Πιστεύετε, κ. Ράπτη, ότι η αισιοδοξία αυτή λειτούργησε μεταγγιστικά σε σχέση με τον πρόεδρο;
Σ.Ρ.: Ο πρόεδρος είχε το γονίδιο. Βεβαίως όταν δύο άνθρωποι είναι τόσο δεμένοι όσο ήταν ο πρόεδρος με τη Μαρίκα, το θετικό στοιχείο λειτουργεί ευμενώς τόσο για τον έναν όσο και για τον άλλον. Η Μαρίκα ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Στα σχεδόν σαράντα χρόνια της δικής μου θητείας ως γιατρού της οικογένειας, η Μαρίκα ήταν ο άνθρωπος που έδινε θάρρος. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει για ένα χειρουργείο στο γόνατο της Μαρίκας στη Γερμανία κι είχανε έρθει μαζί μας η μητέρα της, η κυρία Γιαννούκου, με την αδελφή της. Την μέρα που έγινε η επέμβαση, το ίδιο απόγευμα, μου λέει η Μαρίκα «Τι κάθεσαι εδώ μέσα; Πάρε τη μαμά μου και τη θεία μου και πηγαίνετε τις στο καζίνο». «Μα, κυρία Μαρίκα», της λέω, «ένας άντρας με δυο γυναίκες;» Να προσθέσω ότι καθεμιά τους ήταν ενενήντα τουλάχιστον χρόνων. «Πάρε μαζί σου και τον Μανούσο», μου λέει. Θέλω να πω ότι η Μαρίκα είχε τρομερή θέληση για ζωή. Τη μεγαλύτερη την έδειξε όταν είχε περάσει την πολιομυελίτιδα και της είπανε στην Αμερική ούτε εγκυμοσύνες ούτε τίποτε. Δεν άκουσε κανέναν κι έκανε τέσσερα παιδιά. Ούτε καισαρικές ούτε τίποτε. Και είναι υγιέστατα και τα τέσσερα.
Κ.Μ.: Δυστυχώς η Μαρίκα προηγήθηκε από μένα, δεν το περίμενα αυτό. Περίμενα ότι θα έρθει δεύτερη. Εμένα η μεγάλη επιθυμία τώρα και γι’ αυτό παρακαλώ τον Θεό είναι να πεθάνω όρθιος. Δεν φοβήθηκα ποτέ τον θάνατο κι ούτε τον φοβάμαι. Είμαι απόλυτα προετοιμασμένος. Άλλωστε είμαι 94 χρόνων, εντάξει. Με περιμένει και μένα αυτό το πολύ μικρό, ταπεινό νεκροταφείο που έχει δεχτεί ήδη τη Μαρίκα, με θαυμάσια θέα, ωραιότατο. Ολα τα πράγματα έχουν το τέλος τους, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Αγαπώ τη ζωή και όσο ζήσω θέλω να είμαι υγιής. Αλλά η αρρώστια δεν είναι όνειδος κι ούτε είναι εις βάρος κανενός το να είναι ασθενής. Προσωπικά, δόξα τω Θεώ, είχα μια μακρά ζωή, δεν μπορώ να παραπονούμαι. Εκανα μια πειθαρχημένη ζωή, αν και τις απολαύσεις τις αγάπησα όλες. Δεν υπάρχει κάτι που να μην το έκανα. Και το πιοτό μου αρέσει και το τσιγάρο μου άρεσε, αλλά το έκοψα πριν από πενήντα πέντε με εξήντα χρόνια. Εξακολουθώ όμως να καπνίζω το ένα με τα δύο τσιγάρα, γιατί δεν θέλω να στερηθώ αυτή την απόλαυση. Κατάφερα όμως να μη γίνω δούλος καμιάς αδυναμίας. Κι ελπίζω να ισχύσει ώς το τέλος, που άλλωστε πλησιάζει.
Σ.Ρ.: Να σας πω κάτι που χαρακτηρίζει απολύτως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και συνέβη όταν ήταν πρωθυπουργός. Είμαστε στο αεροπλάνο και πηγαίνουμε στη Γερμανία για να κάνει εγχείρηση προστάτη. Πρώτη φορά που δεν έχει έρθει μαζί μας η Μαρίκα. Είμαστε τέσσερις, ο πρόεδρος, ένας φίλος από τη Θεσσαλονίκη, ο διευθυντής του διπλωματικού σώματος, πρώην δήμαρχος και νυν υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Αβραμόπουλος. Μέσα στο αεροπλάνο μου λέει ο πρόεδρος: «Σώτο, θέλω κάτι να σου πω». Και μου λέει: «Κάθησε και γράψε τρία ανακοινωθέντα». Μιλάμε για κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ. «Στο ένα ανακοινωθέν θα γράφεται ότι είχα καρκίνο του προστάτη, με ή χωρίς μεταστάσεις. Στο δεύτερο ότι επρόκειτο για μια απλή υπερτροφία του προστάτη και στο τρίτο ότι ο πρωθυπουργός, δυστυχώς, απέθανε». Αμ’ έπος άμ’ έργον, συντάσσω τα τρία ανακοινωθέντα. Ξεκινούσανε και τα τρία με τον ίδιο τρόπο, ότι έφυγε ο πρωθυπουργός για ταξίδι κ.λπ., αλλά στη συνέχεια το περιεχόμενό τους άλλαζε. Του τα δίνω, τα διαβάζει, τα υπογράφει, τα υπογράφουμε από τη μια μεριά ο Χάουτμαν (ο γιατρός που θα τον χειρουργούσε), από την άλλη εγώ, και τον ακούω να μου λέει: «Μόλις τελειώσει η επέμβαση, ανάλογα με το τι θα έχει συμβεί, θα στείλεις το ένα από τα τρία στην Ελλάδα».
Θ.Ν.: Κύριε πρόεδρε, μια μάλλον απροσδόκητη ερώτηση: Ήταν εύκολη απόφαση να κόψετε το τσιγάρο;
Κ.Μ.: Όταν παντρεύτηκα, το 1953, στο τέλος του χρόνου, στις 31 Δεκεμβρίου, κατά τα ειωθότα, περιμέναμε τον καινούργιο χρόνο παίζοντας σεμέν ντε φερ και φυσικά καπνίζοντας. Την ώρα που έσβηνε το φως, μου ήρθε μια ιδέα και είπα: «Θα σβήσω τώρα το τσιγάρο και θα το ξανανάψω έπειτα από έναν χρόνο, την ίδια ώρα και στην ίδια θέση». Ετσι και έγινε. Στο μεταξύ, το 1954 η Μαρίκα γέννησε την Ντόρα. Ο γιατρός ήταν ένας παλιός μαιευτήρας, Σμυρνιός, σε μια κλινική της 3ης Σεπτεμβρίου, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα διαρκώς. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα μέσα για να διευκολυνθεί ο τοκετός και να γίνει πιο γρήγορα κι η Μαρίκα βασανιζόταν τρεις ολόκληρες ημέρες. Ο γιατρός της έλεγε «καμιά γυναίκα δεν το κατάπιε το παιδί, υπομονή, θα γεννήσεις». Εγώ περίμενα έξω από το χειρουργείο και τότε έσπασα την απόφασή μου και κάπνισα. Δεν άναψα όμως άλλο τσιγάρο. Οταν στο τέλος δοκίμασα να καπνίσω, δεν μου άρεσε. Δεν το έκοψα βέβαια, αλλά το ελέγχω απόλυτα. Για έξι με οκτώ μήνες τον χρόνο δεν καπνίζω κανένα. Τώρα είμαι στη φάση που καπνίζω δύο τσιγάρα την ημέρα. Στα νιάτα μου άντεχα πολύ και το πιοτό. Τώρα δεν δοκιμάζω πια για να δω αν αντέχω.
Θ.Ν.: Κύριε πρόεδρε, η οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, δεν είναι μια παρηγοριά για τις μεγάλες ηλικίες;
Κ.Μ.: Μεγάλη παρηγοριά. Αλλά το πρόβλημα του ανθρώπου που γερνά είναι η μοναξιά. Χάνεις σιγά-σιγά τους συντρόφους σου. Βλέπω τώρα ότι από τους παλιούς μου συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο, από τους παλιούς μου συντρόφους στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Σύρο, από τους παλιούς μου συναγωνιστές στην Αντίσταση, Ελληνες και Εγγλέζους, έχω μείνει σχεδόν μόνος. Θυμάμαι τον μακαρίτη Αλέξη Μινωτή που ήταν Χανιώτης, σε μεγάλη ηλικία, είχε περάσει τα ενενήντα, όταν του έλεγα «έλα, βρε Αλέκο, να σε πάρω στα Χανιά, να περάσεις ένα γουίκ εντ». «Δεν έρχομαι», μου έλεγε, «δεν έχω κανέναν, δεν έχει μείνει κανείς από τους παλιούς μου φίλους. Να πάω μόνος μου, να κάνω τι;» Μεγάλο βέβαια αντιστάθμισμα η οικογένεια. Εγώ έχω φτάσει αισίως στα δισέγγονα. Έχω εφτά και περιμένω το όγδοο. Όταν από τη δική σου γενιά έχουν φύγει όλοι και έχεις μείνει μόνος, ο μόνος τρόπος για να παραμείνεις ενεργός στη ζωή, είναι να κάνεις παρέα με τις επόμενες γενιές.
Πηγή: Τα Νέα Online