Ανησυχητικά είναι τα σημάδια για το κατά πόσο θα παραμείνουν διαθέσιμα και προσβάσιμα στους έλληνες ασθενείς τα καινοτόμα φάρμακα, στο μέλλον.
της Αλεξίας Σβώλου
Το πρόβλημα πηγάζει από παλιότερα χρόνια καθώς η υποχρηματοδότηση της συνολικής δαπάνης για το φάρμακο από τις εποχές των μνημονίων έχει οδηγεί την Ελλάδα σε μεγάλες αποκλίσεις από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ οι δυσθεώρητες επιστροφές για την φαρμακοβιομηχανία έχουν οδηγήσει στην επιλογή ενός μη βιώσιμου μονοπατιού με υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας που επιπλέον η Πολιτεία δεν μπορεί να διαχειριστεί, όπως τονίζουν οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Στην Μελέτη «Patient wait» που εκπονεί ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) για την διερεύνηση της διαθεσιμότητας και της προσβασιμότητας στην καινοτομία ανά τετραετία φαίνεται ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν θεραπευτικά κενά στην πατρίδα μας, με σημαντικό ποσοστό καινοτόμων θεραπειών να εμφανίζονται ως «απίθανο» να έρχονται στο μέλλον στην εγχώρια αγορά. Υπάρχουν μάλιστα ολόκληροι τομείς, όπως η νευρολογία με παθήσεις σαν το Αλτσχάιμερ τη νόσο Πάρκινσον, την ημικρανία, κτλ όπου κανένα νέο φάρμακο δεν φαίνεται πιθανό να έρθει στο μέλλον. Όπως δείχνουν τα ευρήματα, το 53% των νέων καινοτόμων φαρμάκων μάλλον δεν θα είναι διαθέσιμο στην χώρα μας, με τους ασθενείς να βρίσκονται στη μέση των διασταυρούμενων πυρών και να υφίστανται το τίμημα και την ταλαιπωρία, χωρίς να φέρνουν καμία ευθύνη.
Ας δούμε όμως τι συνέβη στην τελευταία 4ετία:
Από τις 79 εγκεκριμένες θεραπείες σκευάσματα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, οι 41 έφτασαν στην χώρα μας με πλήρη πρόσβαση (αυτό είναι το σύστημα αποζημίωσης από τον ΕΟΠΠΥ), ενώ οι 38 με περιορισμένη πρόσβαση (δηλαδή μέσω ΙΦΕΤ και Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης).
Όπως εξηγούν ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Ολύμπιος Παπαδημητρίου και ο γενικός διευθυντής Μιχάλης Χειμώνας και έχουμε ολοένα και λιγότερες καινοτόμες θεραπείες που έρχονται στην Ελλάδα και η βασική αιτία γι’αυτό είναι η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης, ένα ζήτημα που συνεχίζεται από τα χρόνια των μνημονίων με το κενό να ανέρχεται σε 1 δισεκατομμύριο €. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τα ογκολογικά και τα ορφανά φάρμακα. Η Ελλάδα αποκλίνει από το ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ποσοστό 70% αναφορικά με την χρηματοδότηση του φαρμάκου και η μεγαλύτερη απόκλιση καταγράφεται στη νοσοκομειακή δαπάνη με 116 ποσοστιαίες μονάδες, έτσι το άνοιγμα της ψαλίδας δεν κλείνει ούτε με τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Συνολικά η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι στα 255 ευρώ όταν στις χώρες της Νότιας Ευρώπης ανέρχεται στα 378 ευρώ και στην δυτική Ευρώπη εκτοξεύεται στα 548 ευρώ. Την ώρα που η πατρίδα μας παραμένει πρωταγωνίστρια την μαύρη οικονομία με 60 δισ. ετησίωςτο κράτος αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την φαρμακευτική δαπάνη και δημιουργεί αν’ αυτού ένα πολύπλοκο σύστημα το οποίο επιπλέον αδυνατεί να το διαχειριστεί, παρότι κάνουμε άλματα στην ψηφιακή διακυβέρνηση.