Τα “κενά” ασφαλείας στη χρήση των ηλεκτρονικών δεδομένων και την on line διάθεση ασφαλιστικών υπηρεσιών αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της ασφαλιστικής αγοράς για τους επίδοξους απατεώνες.
της Βίκυς Γερασίμου
Έρευνα της Friss σε 25 χώρες – και την Ελλάδα- δείχνει πως μόνο 6 στις 10 ασφαλιστικές εταιρείες μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις απάτης με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι εταιρείες να αξιοποιήσουν στο σύνολο τους σημαντικά στοιχεία που θα λειτουργούσαν καθοριστικά και στη δημιουργία αποτρεπτικών μηχανισμών για τους απατεώνες.
Σύμφωνα με των κ. Thomas Brinkmann, επικεφαλής της Friss στην Ελλάδα, η αντιμετώπιση της απάτης θα ήταν πιο αποτελεσματική εάν οι εταιρείες μοιράζονταν συγκεκριμένα δεδομένα, όπως λόγου χάρη, ποιοι έχουν ήδη διαπράξει απάτη. Στην Ευρώπη δεν είναι δύσκολο με βάση την ισχύουσα νομοθεσία να γίνει κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής τα μόνα στοιχεία στα οποία έχουν πρόσβαση οι εταιρείες αφορούν τις ζημιές στα οχήματα και καταγράφονται στη βάση της ΥΣΑΕ. Σίγουρα έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να δημιουργήσουμε πιο ασφαλές περιβάλλον για τις εταιρείες και τους ασφαλισμένους”.
Αυτό που επισημαίνεται στην έρευνα είναι πως αυτό που στην πλειονότητα της η ασφαλιστική αγορά δεν έχει καταφέρει να επιτεύξει είναι το “προλαμβάνειν” και όχι το “θεραπεύειν”.
Έτσι το 60% των εταιρειών διαχειρίζονται την απάτη στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου και μόνο το 46% λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την εκδήλωση τέτοιων περιστατικών. Επίσης στην πλειονότητά τους οι εταιρείες έχουν εσωτερικές δομές και τμήματα εξειδικευμένα για ψευδείς ή δόλιες αξιώσεις πελατών ενώ μόλις μία στις τρεις εταιρείες αναθέτει σε εξωτερικό συνεργάτη τη διερεύνηση ύποπτων περιστατικών.
Αν και περίπου το 80% των ασφαλιστικών εταιρειών αναγνωρίζει ότι η ύπαρξη μίας κοινής βάσης δεδομένων για την απάτη θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στην εξιχνίαση της και μία στις δύο εταιρείες έχει την πρόθεση να συμμετέχει στην ανταλλαγή πληροφοριών, ωστόσο η συνεργασία αυτή δεν έχει εξελιχθεί στο βαθμό που θα έπρεπε.
Ποιες είναι οι πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι εταιρείες: Το 68% αφορά το ιστορικό αποζημιώσεων των πελατών, το 61% περιστατικά απάτης, το 51% ιστορικό αποζημιώσεων με βάση το αντικείμενο ασφάλισης, το 47% περιόδους χωρίς ζημιές και το 40% μαύρες λίστες.
Η συμμετοχή των εταιρειών σε κοινές βάσεις δεδομένων ή στην ανταλλαγή πληροφοριών που θα βοηθήσουν στην διερεύνηση ύποπτων υποθέσεων θα βελτιώσει κατά 79% τον εντοπισμό της απάτης και κατά 67% τις διαδικασίες πρόληψης των εταιρειών.
Στην έρευνα επισημαίνεται ότι οι επικεφαλής των τμημάτων καταπολέμησης απάτης δίνουν προτεραιότητα στις αποζημιώσεις και το underwriting, ωστόσο για τα τμήματα πωλήσεων και τον ψηφιακό τομέα η καταπολέμηση της απάτης δεν αποτελεί προτεραιότητα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ασφαλιστικές σχετίζεται με τη διαχείριση δεδομένων και αποτελεί απόρροια και των νέων καναλιών προώθησης προγραμμάτων που χρησιμοποιούν οι εταιρείες.
Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί οι εταιρείες δεν έχουν εξελίξει τη συνεργασία τους και κατά πόσο οι λόγοι σε αυτό έχουν να κάνουν με τον ανταγωνισμό ή το νομικό πλαίσιο και την προστασία προσωπικών δεδομένων των πελατών.