Σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Εργαζομένων η ΕΘΝΙΚΗ αναφέρει:
Το σχέδιο αποδυνάμωσης των Ελληνικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών και της πλήρους επικράτησης των πολυεθνικών ομίλων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας μας έχει ξεκινήσει πάνω από δέκα χρόνια.
Ο όμιλος της ΕΘΝΙΚΗΣ Τράπεζας είναι ένας από τους κύριους στόχους. Ήδη η ΕΤΕ έχει υποχρεωθεί να πουλήσει σημαντικές κερδοφόρες επιχειρήσεις της στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με το “αιτιολογικό” ότι ο δανεισμός της ΕΤΕ, από το ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίησή της, ξεπερνούσε το “όριο” των € 2 δισεκατομμυρίων.
Η τελευταία μεγάλης κερδοφορίας θυγατρική που απέμεινε είναι η ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, την οποία είχαν προσπαθήσει πάλι να πουλήσουν το έτος 2008.
Από τον Δεκέμβριο 2016, η ΕΤΕ έχει αποπληρώσει την υποχρέωσή της προς το ΤΧΣ, αλλά ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, συνεχίζει, αδικαιολόγητα, τη διαδικασία πώλησης της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ με την ανοχή της κυβέρνησης.
Για την εξέλιξη αυτή δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία ούτε την “επιβάλει” κάποιο οικονομικό όφελος του ομίλου ή της εθνικής οικονομίας. Εκτός του ότι η υποχρέωση της ΕΤΕ έχει πλέον αποπληρωθεί ακόμη και η δικαιολογία για εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στην χώρα είναι εντελώς ανυπόστατη.
Και τούτο διότι ο τελικός αγοραστής της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσει σε μεταφορά στο εξωτερικό, των μέχρι σήμερα επενδυόμενων στην χώρα μας αποθεματικών της Εταιρίας, ύψους περίπου € 1,7 δισεκατομμυρίων, καθώς και των κερδών της.
Ενεργώντας σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό θα διατηρήσει στη χώρα μόνο τα κεφάλαια που είναι απολύτως απαραίτητα για την λειτουργία της εταιρίας. Αυτό εξάλλου δείχνει τόσο η διεθνής όσο και η Ελληνική εμπειρία εξαγοράς ασφαλιστικών εταιριών, με πολύ πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Αγροτικής ασφαλιστικής, στην περίπτωση της οποίας οι Γερμανοί αγοραστές μετέφεραν την Θεματοφυλακή των αποθεματικών της στην HSBC Μονάχου.
Ανάλογα και στην περίπτωση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ο ξένος αγοραστής θα “εισάγει” κεφάλαια ύψους 1/3 περίπου αυτών που θα “εξάγει”. Κατά συνέπεια, δεν μιλάμε για “επένδυση” αλλά για μια μεγάλη “αποεπένδυση” από την Εθνική Οικονομία.
Επιπλέον, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να επισημάνουμε ότι το όφελος της ΕΤΕ από καταθέσεις, δάνεια, θεματοφυλακή τίτλων και λοιπές οικονομικές συναλλαγές τόσο από την ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ όσο και από τους ίδιους τους εργαζόμενους της εταιρίας καθώς και τους συνεργάτες της είναι εξαιρετικά υψηλό. Και αυτά βέβαια θα χαθούν, αφού πλέον δε θα υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.
Όποιος κι αν είναι ο τελικός αγοραστής (που σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα θα είναι αμερικάνικο ή κινέζικο fund) στόχο θα έχει την μέγιστη δυνατή κερδοφορία με το μικρότερο δυνατό κόστος και στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν πρόκειται να επενδύσει νέα κεφάλαια για ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά θα αρκεστεί κυρίως σε τυποποιημένα προϊόντα των παραδοσιακών κλάδων, που θα προωθεί μέσα από τις δυνατότητες που δίνουν οι νέες μηχανογραφικές εφαρμογές, προκειμένου να μειώσει όλα τα κόστη, αυξάνοντας θεαματικά την κερδοφορία.
Έτσι θα μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να την πουλήσει με μεγαλύτερο κέρδος. Η τακτική αυτή, που έχει εφαρμοστεί και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις θέσεις εργασίας, την μείωση των συνεργατών και των αμοιβών τους αλλά και στους ασφαλισμένους της εταιρίας.
Αναλυτικότερα, το σκεπτικό είναι το εξής: Τα τυποποιημένα προϊόντα απαιτούν έναν αρχικό σχεδιασμό από εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο τα παραμετροποιεί και τα προσαρμόζει, ώστε να μη απαιτείται η περαιτέρω εμπλοκή εργαζομένων ή προσωπικού για την παροχή της υπηρεσίας.
Ειδικότερα, επιδέχονται πλήθος αυτοματισμών τόσο κατά την έκδοση και προώθηση των αιτημάτων όσο και στον χειρισμό των ζημιών και των αποζημιώσεων. Με έναν τέτοιο τρόπο λειτουργίας καθίσταται εφικτή η μείωση του λειτουργικού κόστους, καθώς αυτομάτως απαιτείται λιγότερο προσωπικό για τη διαχείριση των θεμάτων, με μειωμένες εργασιακές γνώσεις και ικανότητες.
Κατ’ επέκταση μειώνεται σημαντικά το κόστος μισθοδοσίας, δεδομένου ότι μειώνονται οι εργασιακές ικανότητες που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των εργασιών και στη θέση του εξειδικευμένου προσωπικού – το οποίο σταδιακά απολύεται – προσλαμβάνεται προσωπικό “ενοικιαζόμενο” σε μαζική κλίμακα και φυσικά με χαμηλότατες αποδοχές. Όλα αυτά εις βάρος της ποιότητας της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων. Στο ίδιο πλαίσιο, σε ότι αφορά τη λειτουργία των υποκαταστημάτων της εταιρίας, δεδομένων των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, θεωρούμε σαν ισχυρή πιθανότητα την παύση λειτουργίας όλων των υποκαταστημάτων πλην ίσως της Θεσσαλονίκης, που ενδεχομένως να χρειάζεται να παραμείνει εξυπηρετώντας αποκλειστικά σκοπούς διαχείρισης.
Επιπλέον, τα τυποποιημένα προϊόντα, ακριβώς επειδή θα έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, θα προωθούνται στην πλειοψηφία τους μέσω τραπεζικών καταστημάτων ή με μηχανισμούς απευθείας πώλησης (direct sales), δηλαδή μέσω του διαδικτύου ή μέσω τηλεφωνικής ή άλλης πλατφόρμας πώλησης.
Η προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι σε βάθος τριετίας το προσωπικό θα μειωθεί κατά 40% και ο μέσος μισθός κατά 25-30% από τα σημερινά ισχύοντα δεδομένα.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν αντίστοιχα και τους διαμεσολαβητές ειδικά από το agency και θα αυξηθούν σημαντικά τα ποσοστά ανεργίας και σε αυτή την ομάδα εργαζομένων του κλάδου μας. Θα έχουν να ανταγωνιστούν τους μηχανισμούς bancassurance και direct sales και αναμφίβολα ως μοναδική τους διέξοδος – και μάλλον μονόδρομος επιβίωσης – θα είναι η σημαντική μείωση των προβλεπόμενων προμηθειών τους, ώστε να διατηρήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των λοιπών καναλιών απευθείας πώλησης.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ήδη οι διαμεσολαβούντες διαμαρτύρονται για τις πρακτικές που εφαρμόζονται από το τραπεζικό σύστημα, οι οποίες παραβαίνουν όχι μόνο τους κανόνες δεοντολογίας, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις έως και ξεπερνούν τα όρια της νομιμότητας.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο αυξημένος ανταγωνισμός και η μείωση του κόστους παροχής υπηρεσίας θα λειτουργούσε προς όφελος του καταναλωτή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού το όποιο κέρδος από τα μειωμένα λειτουργικά έξοδα και τις προμήθειες, επ’ ουδενί δεν θα μετακυλήσει στον καταναλωτή, καθώς σκοπός κάθε hedge fund -που σέβεται τον εαυτό του- είναι να απομυζήσει κάθε κέρδος και να ξαναπουλήσει την εταιρεία.
Ένα hedge fund δεν λειτουργεί όπως μια ασφαλιστική εταιρεία, που βλέπει μακροπρόθεσμα την αγορά και τις προοπτικές της και επενδύει με μοναδικό στόχο τη διασφάλιση των ασφαλισμένων πελατών. Βέβαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει ο αυστηρός έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος. Θα μας επιτρέψετε να αμφιβάλλουμε σοβαρά για αυτό. Οι καταναλωτές όμως θα είναι “χαμένοι” από κάθε άποψη, πέραν της οικονομικής απώλειας καθώς θα λαμβάνουν – αντί της προσωποποιημένης και εξειδικευμένης εξυπηρέτησης είτε από ασφαλιστικό υπάλληλο είτε από συνεργάτη ασφαλιστή – τυποποιημένη αντιμετώπιση από τραπεζικούς υπαλλήλους, που θα κληθούν αναγκαστικά και συμπληρωματικά στα λοιπά τους καθήκοντα να διεκπεραιώνουν ασφαλιστικές εργασίες, χωρίς προηγούμενη ανάλογη εμπειρία. Προσθετικά σε αυτή την εναλλασσόμενη και ανειδίκευτη εξυπηρέτηση θα λειτουργούν και τηλεφωνικά κέντρα, που θα καθοδηγούν βάση ενός τυποποιημένου script και θα δίνουν συνοπτικές οδηγίες στους πελάτες τι να αγοράσουν ή πως να διακανονίσουν την ζημιά τους.
Συμπερασματικά, η πώληση της ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ θα δημιουργήσει συνθήκες ολιγοπωλίων (καρτέλ), αφού πλέον το 90% της αγοράς θα ελέγχεται από ελάχιστους ξένους ασφαλιστικούς ομίλους ή funds.
Ειδικότερα, θα επηρεαστούν ιδιαίτερα αρνητικά τα ασφάλιστρα σε ότι αφορά το κόστος της ασφάλισης αυτοκινήτων, υγείας και σύνταξης. Και φυσικά, ως άμεση συνέπεια αυτού, θα δημιουργηθεί κλίμα πίεσης προς την πολιτική ηγεσία με σκοπό την ενεργοποίηση του τρίτου πυλώνα ασφάλισης. Η πώληση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ θα έχει και μια επιπλέον σημαντικά αρνητική συνέπεια, που είναι η αύξηση του κόστους του Δημοσίου για την ασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων και των κάθε είδους δραστηριοτήτων του. Η παρουσία και η συμμετοχή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ σε όλους τους σχετικούς διαγωνισμούς, διασφαλίζει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού.
Ομοίως, αυτό αφορά και την κάλυψη των ζημιών, στις οποίες εμπλέκεται και η ίδια. Κλείνοντας, είναι βασικό να υπογραμμίσουμε ότι πολλές φορές μέχρι σήμερα η ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ έχει κληθεί να αναλάβει το κόστος απόκτησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών εταιριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα, επιτελώντας διπλό ρόλο και φροντίζοντας πάνω από όλα να απορροφήσει τις κοινωνικές συνέπειες που θα είχε μια ενδεχόμενη διακοπή εργασιών των ασφαλιστικών αυτών εταιριών.
Στην περίπτωση της πώλησης της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ είναι προφανές ότι μια τέτοια επιλογή δεν θα υφίσταται πλέον. Καθίσταται σαφές ότι η πώληση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο, όπως άλλωστε και ο σημερινός Πρωθυπουργός είχε εύστοχα επισημάνει: “η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής είναι έγκλημα…” και για το σκοπό αυτό απαιτείται να υπάρξει κυβερνητική παρέμβαση, διατυπωμένη ευδιάκριτα και δημόσια σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ πρέπει να θέσει υπόψη του Δ.Σ. της ΕΤΕ τα νέα δεδομένα και άμεσα να σταματήσει μια διαδικασία πώλησης της θυγατρικής της ασφαλιστικής, που καμιά πραγματική ανάγκη πλέον δεν την επιβάλει. Σε κάθε περίπτωση η ιστορική, μεγαλύτερη και αρχαιότερη ασφαλιστική εταιρία της χώρας μας, η οποία αποτελεί και ένα σημαντικό μοχλό ανάπτυξης της Οικονομίας της, πρέπει να παραμείνει Ελληνική.
Η επιχειρούμενη πώληση θα πλήξει εργαζόμενους, δίκτυα και καταναλωτές, θα επηρεάσει αρνητικά τον κλάδο και επιβάλλεται να ματαιωθεί.
Για όλους του παραπάνω λόγους λέμε όχι στο ξεπούλημα της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Υπαλλήλων Α.Ε.Ε.Γ.Α. “Η Εθνική”