Έκκληση να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να μη ληφθούν πρόσθετα μέτρα ειδικά στο πεδίο της περικοπής δαπανών απευθύνει σε νέα έκθεσή της η Eurobank. Υπολογίζει – ξανά – τους γνωστούς από το ΔΝΤ πολλαπλασιαστές. Δηλαδή τους δείκτες που αποτυπώνουν πόσο επηρεάζεται το εισόδημα (ΑΕΠ) από κάθε μέτρο που λαμβάνεται. Τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά: για κάθε 1 ευρώ περικοπής δαπάνης προκαλείται 1,9 ευρώ απώλεια εισοδήματος στην οικονομία, ενώ από 1 ευρώ επιπλέον φόρο «κόβεται» 0,5 ευρώ. Όπως αναφέρεται η παρούσα έκθεση αποτελεί επέκταση προηγούμενης μελέτης μας με θέμα: α) τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους και β) την αναγκαιότητα αποφυγής ενός νέου πακέτου οριζόντιων μέτρων λιτότητας με στόχο την κάλυψη του προβλεπόμενου δημοσιονομικού κενού την περίοδο 2014-2016. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια με στόχο την αποφυγή:
i) νέων μειώσεων σε μισθούς, συντάξεις ή/και και δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και
ii) νέων αυξήσεων στους φορολογικούς συντελεστές άμεσων ή έμμεσων φόρων, πέραν των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο του αναθεωρημένου προγράμματος προσαρμογής.
Αντ’ αυτού, τα όποια δημοσιονομικά κενά προκύψουν την επόμενη τριετία «θα πρέπει να καλυφθούν με μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, μέσω εντονότερων προσπαθειών για την αναδιάταξη του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αναδιάρθρωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα».
Όπως επισημαίνεται, πέραν των όποιων κοινωνικών επιπτώσεων, ένα νέο πακέτο οριζόντιων μέτρων θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό, από αμιγώς μακροοικονομική και δημοσιονομική σκοπιά, καθώς οι εκτιμώμενοι (από τις πρόσφατες εμπειρικές μας μελέτες) δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές των δαπανών για μισθούς, συντάξεις ή/και δημόσιες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα υψηλοί όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης. Πιο συγκεκριμένα:
· Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής – π.χ. μέσω περικοπής του μισθολογικού κόστους, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή/και της δαπάνης για την αγορά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών – αυξάνεται με το μέγεθος της συνολικής δημοσιονομικής σύσφιξης και είναι μεγαλύτερη όταν η τελευταία λαμβάνει χώρα σε περιόδους ύφεσης.
· Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από το μείγμα και τη διάρθρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι σημαντικά υψηλότερη όταν η τελευταία στοχεύει στην περικοπή των πρωτογενών δαπανών αντί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
· Ενδεικτικά, η δυνητική συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας (fiscaldrag) μιας προσαρμογής που στοχεύει σε βελτίωση της πρωτογενούς θέσης της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 3% εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σωρευτικά σε 1,89 ευρώ σε βάθος τριετίας, για κάθε 1 ευρώ μείωσης των πρωτογενών δαπανών. Παρόλα αυτά, η εκτιμώμενη συσταλτική επίπτωση εκτιμάται ότι μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη (περίπου 0,5 ευρώ σωρευτικά σε βάθος τριετίας για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν η προσαρμογή αυτή στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
· Σημειώνεται ότι το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν αποτελεί άμεση προτροπή για περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίοι παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αντί αυτού, αποτελεί ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης πολιτικής στο μέτωπο της αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα της χώρας.
· Οι εκτιμώμενοι πολλαπλασιαστές του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλοί, κυρίως όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση βαθιάς ύφεσης, προβάλλοντας ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στην τρέχουσα συγκυρία. Επισημαίνεται ότι «η ερμηνεία των εμπειρικών αποτελεσμάτων που συνοψίζονται στην παρούσα έκθεση χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω πληθώρας σοβαρών θεωρητικών και τεχνικών δυσκολιών που σχετίζονται με την εκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Η εκτίμηση για το μέγεθος της συσταλτικής επίπτωσης των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί απαραίτητα και πρόβλεψη για την πορεία του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος καθώς αυτή μπορεί να επηρεαστεί από πλειάδα άλλων παραγόντων όπως π.χ. η εξέλιξη του επενδυτικού κλίματος και η εμπιστοσύνη των επενδυτών για τη δημοσιονομική σταθερότητα μιας χώρας».