Τους λόγους που κάνουν την χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα να έχει θετικές επιπτώσεις για τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αναλύει σε έκθεσή της η Eurobank.
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση υποδηλώνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική του χρέους και στην εξέλιξη των ταμειακών ροών του ελληνικού δημοσίου που θα προέκυπταν από πιθανή χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, σε σημαντικό βαθμό, από την συνεπαγόμενη αύξηση του ΑΕΠ καθώς και την ευεργετική επίδραση αυτής στα δημόσια έσοδα και τις δαπάνες της χώρας.
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε σήμερα τη νέα έκδοση του περιοδικού της δελτίου Greece Macro Monitor με τίτλο «Γιατί μια χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυτοχρηματοδοτούμενη αλλαγή πολιτικής με θετικές επιπτώσεις για τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας». Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Οι βασικές επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της έκθεσης παρατίθενται ακολούθως:
Η δυνατότητα χαλάρωσης των ετήσιων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να έχει θετικά οφέλη για την ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα.
Όπως προκύπτει από την επίσημη ανακοίνωση του Eurogroup της 20ης προϋπόθεση ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι η τήρηση από την ελληνική πλευρά των δεσμεύσεων που ελήφθησαν στη βάση του συμφωνηθέντος πλαισίου, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση της υφιστάμενης συμφωνίας διάσωσης και, ταυτόχρονα, να προχωρήσουν οι επίσημες διαβουλεύσεις με τους ευρωπαίους εταίρους και τους θεσμούς για μια νέα ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, η παρούσα μελέτη παρουσιάζει μια άσκηση προσομοίωσης για το ελληνικό δημόσιο χρέος βάσει σειράς σεναρίων για τη δομή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του χρέους και τις δυνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις σχετικής χαλάρωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού στόχου.
Η δομή του υποθετικού πακέτου ελάφρυνση χρέους που αναλύεται στην παρούσα έκθεση αποτελεί επέκταση αυτής που αναλύσαμε σε προγενέστερες μελέτες μας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
(i) αντικατάσταση (debt swap) των διμερών ευρωπαϊκών δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 1ου (amortizing bond) σταθερού επιτοκίου (0,25% ή εναλλακτικά 0,50%) και 10ετούς περιόδου χάριτος στις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων, καθώς και
(ii) 20ετή επέκταση του χρόνου ωρίμανσης των δανείων του EFSF πού εκταμιεύθηκαν στο πλαίσιο του 2ου προγράμματος διάσωσης, σε συνδυασμό με μετατροπή του επιτοκίου τους σε σταθερό (0,25% ή εναλλακτικά 0,50%) και νέα 10ετή περίοδο χάριτος στις σχετικές πληρωμές τόκων και χρεολυσίων.
Όπως αναλύεται στη μελέτη, η συνδυαστική αποπεράτωση των ανωτέρω συναλλαγών (i) και (ii) θα οδηγούσε σε κάποια ελάφρυνση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού δημοσίου χρέους αν και το πλέον σημαντικό όφελος θα ήταν η μείωση των αναγκών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης προγράμματος χρηματοδότησης (GLF) με 50ετές τοκοχρεολυτικό ομόλογο την περίοδο μετά το 2020.
Επιπροσθέτως, η παρούσα έκθεση αναλύει σειρά σεναρίων για: α) το μέγεθος μιας υποθετικής χαλάρωσης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, β) το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή (impact multiplier), γ) την «επιμονή» του πολλαπλασιαστή (multiplier persistence), και δ) το ενδεχόμενο “υστέρησης” στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας λόγω της εφαρμογής περιοριστικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής (hysteresis effects).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης υποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός μιας πρόσθετης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και μιας χαλάρωσης του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε δυνητικά να σταθεροποιήσει τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση της χώρας και να επιτρέψει τη σταδιακή σύγκληση του ελληνικού λόγου χρέους-ΑΕΠ προς τον αντίστοιχο μέσο της Ευρωζώνης.