Απόφαση του ΣτΕ για την καταβληθείσα από τον εργοδότη αποζημίωση με σύναψη ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου στους αποχωρήσαντες εργαζομένους λόγω Εθελουσίας Εξόδου κρίνει ότι συνιστά Αποζημίωση που Υπόκειται σε Φορολόγηση (κατ΄άρθρ. 14 παρ. Κ.Φ.Ε). ‘
Οπως αναφέρεται σε κείμενο της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών ΣΟΛΩΝ: “Η αναιρεσείουσα υπείχε υποχρέωση να παρακρατήσει και να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο τον φόρο που αναλογούσε στο ποσό της αποζημίωσης που καταβλήθηκε σε καθένα των εργαζομένων της.
Ειδικότερα: “Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας ΑΕ κατά προσωρινού φύλλου ελέγχου παρακρατουμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Κ.Φ.Ε. φόρου, με το οποίο είχε επιβληθεί σε αυτήν κύριος και πρόσθετος φόρος συνολικού ποσού 1.134.489,86 ευρώ, του οποίου την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, η αναιρεσείουσα ζήτησε. Ειδικότερα, πλήσσεται η κρίση ότι το ποσό που η αναιρεσείουσα είχε καταβάλει σε εργαζομένους της συνιστά αποζημίωση κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 1 Κ.Φ.Ε., ήτοι πρόκειται για ποσό που καταβλήθηκε ως αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας των εργαζομένων αυτών, ότι ως εκ του αποζημιωτικού του χαρακτήρα το εν λόγω ποσό υπέκειτο σε φορολόγηση και ότι η αναιρεσείουσα υπείχε υποχρέωση να παρακρατήσει και να αποδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο τον φόρο που αναλογούσε στο ποσό της αποζημιώσεως που καταβλήθηκε σε έκαστο των εργαζομένων της.
Κρίθηκε, ως αβάσιμος ο προβληθείς ισχυρισμός της της αναιρεσείουσας εταιρίας, δεδομένου ότι, αυτή ήταν κατά νόμον υπόχρεη προς καταβολή αποζημίωσης στους αποχωρήσαντες υπαλλήλους της και στην παρακράτηση φόρου και απόδοση αυτού στο Ελληνικό Δημόσιο, αφενός ήταν εκείνη που ανέλαβε να καταβάλει και εν τέλει κατέβαλε στους αποχωρήσαντες υπαλλήλους τα συμφωνηθέντα ποσά, και αφετέρου κατέβαλε τα ποσά εξαιτίας της διακοπής της σχέσεως εργασίας των αποχωρησάντων υπαλλήλων με αυτήν. Κατέληξε δε στην κρίση πως είναι αδιάφορος ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα επέλεξε να εκπληρώσει την κατά νόμον αποζημιωτική υποχρέωση, είναι δηλαδή αδιάφορο ότι επέλεξε τον τρόπο της συνάψεως του ενδίκου ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου και την κατά δόσεις, και όχι εφάπαξ, καταβολή τής κατά νόμον αποζημιώσεως υπό τύπον «ασφαλίσματος», δοθέντος άλλωστε ότι ως «εφάπαξ αποζημίωση» δεν νοείται αποκλειστικώς και μόνον η εφάπαξ καταβαλλόμενη αλλά και, ως εν προκειμένω, η εφάπαξ υπολογιζόμενη.“