Οι πρόσφατες ανακοινώσεις από την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τον πληθωρισμό, ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις ανησυχίες μας για τον ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό των ανατιμήσεων.
Στο 6,2% ανήλθε ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο του 2022, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και πρόκειται για αύξηση-ρεκόρ τα τελευταία χρόνια. Ούτε την εποχή των μνημονίων δεν αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία –και κατ΄επέκταση η ελληνική επιχειρηματικότητα- ένα τέτοιο κύμα αυξήσεων σε βασικά προϊόντα. Όταν η τιμή στο φυσικό αέριο εκτοξεύτηκε κατά 154,8%, στο ρεύμα κατά 56,7%, στο πετρέλαιο θέρμανσης κατά 36% και στα καύσιμα-λιπαντικά κατά 21,6%, είναι εύκολα αντιληπτό ότι η καθημερινότητα γίνεται όλο και δυσκολότερη για την πλειοψηφία των πολιτών, ενώ εκτινάσσεται το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων.
Όταν σε βασικά αγαθά όπως κρέας, ελαιόλαδο, νωπά λαχανικά και πατάτες η αύξηση κυμαίνεται από 12% έως και 17,6%, τότε το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το καλάθι της νοικοκυράς έχει γίνει πανάκριβο και πλέον δύσκολα γεμίζει.
Αντίστοιχα αυξημένες τιμές έχουν και άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να αδειάζει αμέσως η τσέπη της πλειονότητας των καταναλωτών.
Στον αντίποδα, σε μία προσπάθεια να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι επιδοτήσεις στην ενέργεια θα συνεχιστούν και τον Φεβρουάριο. Αρκούν όμως αυτά τα μέτρα; Η απάντηση είναι όχι. Οι ανατιμήσεις είναι δυσβάσταχτες και το χειρότερο είναι ότι θα διαρκέσουν κι άλλο. Αυτό που κάποιοι θεώρησαν ως πρόσκαιρο φαινόμενο, τελικά έχει μεγαλύτερη διάρκεια και κυρίως ένταση.
Ούτε καν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αύξηση του ποσοστού επιδότησης στην ενέργεια από το 50% στο 75% δεν δόθηκε. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν οι εταίροι είναι τόσο άκαμπτοι ή αν η κυβέρνηση δεν εξάντλησε όλες τις πιέσεις που μπορούσε να ασκήσει. Η ουσία είναι ότι ένα ρεαλιστικό αίτημα της επιμελητηριακής κοινότητας δεν ικανοποιήθηκε μέχρι τώρα, με συνέπεια να υποφέρουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όπως γνωρίζουν όσοι έχουν σχέση με την πραγματική οικονομία, η μειωμένη καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών αποτυπώνεται στους τζίρους των επιχειρήσεων. Πως θα μπει κάποιος σε ένα κατάστημα όταν το εισόδημα του δεν του φτάνει για να πληρώσει τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης; Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να συζητά τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, ούτε και αυτήν στον ΕΦΚ στα καύσιμα. Σίγουρα καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι υψίστης σπουδαιότητας η πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού, όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα.
Η ελληνική κοινωνία φτωχοποιείται όλο και περισσότερο και με γοργούς ρυθμούς. Είναι επιτακτική η ανάγκη να μπει ένα φρένο σε αυτή την κατηφόρα που έχει πάρει το βιοτικό μας επίπεδο. Επιμελητήρια και επιχειρήσεις ζητάμε από την κυβέρνηση να ξαναδεί το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ από το 13% στο 6% και ταυτόχρονα να εκπονήσει ένα σχέδιο αντιμετώπισης των ανατιμήσεων, όχι μόνο μέσω κάποιων έκτακτων επιδομάτων στους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας αλλά μέσω της αύξησης του εισοδήματος του και της στήριξης των επιχειρήσεων. Αν τώρα δεν γίνει κάτι, δεν θα αργήσει η ώρα που θα απαιτεί επίδομα η πλειοψηφία των πολιτών καθώς θα έχουμε μετατραπεί σε ευάλωτους.