Οι μεγάλες εξαγορές που πραγματοποιούνται στον ασφαλιστικό κλάδο συνδέονται αφενός με το επενδυτικό ενδιαφέρον μεγάλων-πολυεθνικών ασφαλιστικών οργανισμών υπό την πίεση της απαιτούμενης μεγέθυνσης μεριδίων και αφετέρου με τις δυσκολίες προσαρμογής που αντιμετωπίζουν στο παρόν και στη διαμόρφωση βιώσιμης προοπτικής οι μικρότερες εταιρείες.
Οι μεγάλες εξαγορές που πραγματοποιούνται στον ασφαλιστικό κλάδο συνδέονται αφενός με το επενδυτικό ενδιαφέρον μεγάλων-πολυεθνικών ασφαλιστικών οργανισμών υπό την πίεση της απαιτούμενης μεγέθυνσης μεριδίων (παραγωγή και κερδοφορία) και αφετέρου με τις δυσκολίες προσαρμογής που αντιμετωπίζουν στο παρόν αλλά και στη διαμόρφωση βιώσιμης προοπτικής οι μικρότερες εταιρείες.
Σε αυτή την περίοδο και σε ένα πεδίο «κινούμενης άμμου», στην ασφαλιστική αγορά μεταβάλλονται οι όροι βιωσιμότητας και ανάπτυξης, καθώς αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα:
- Βελτιστοποίησης ελέγχου του κόστους (με βασικότερο το κόστος εργασίας).
- Ευελιξίας και απλοποίησης στην οργανωτική και λειτουργική δομή αλλά και στη διανομή/πώληση.
- Επιτάχυνσης του ψηφιακού μετασχηματισμού και της διαχείρισης big data.
- Επαρκούς ανταπόκρισης σε νέες ασφαλιστικές ανάγκες που διαμορφώνονται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής (νέα εμπειρία πελάτη) και αναζήτησης νέων αγορών (διεύρυνσης ασφαλιστικού ορίζοντα).
- Αποτελεσματικής ασφαλιστικής διαχείρισης κρίσεων (κλιματικής, υγειονομικής, οικονομικής, διακυβερνητικής) και συνεπαγόμενων κινδύνων.
- Εξασφάλισης πλουραλισμού πωλήσεων, συγκριτικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και επιδραστικού «εκτοπίσματος».
Στην πιο ανθρωποκεντρική ασφαλιστική κουλτούρα που διαμορφώνεται, η κοινωνική αμεσότητα αξίας της ασφάλισης προβάλλει πιο επιτακτικά, ώστε να υποστηριχθεί ουσιαστικότερα ένας συμπληρωματικός ρόλος της ιδιωτικής ως προς την ανεπαρκή κοινωνική ασφάλιση, που αδυνατεί να υποστηρίξει στο διηνεκές η κρατική οικονομία, υπό την επίδραση όχι μόνον των δημοσιονομικών αλλά και του δημογραφικού προβλήματος. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά πιο ιδιαίτερους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς στη σχέση τους με τους stakeholders (με εκφάνσεις σχέσης που απαιτούν οικοσυστήματα και συνεργασίες) συγκριτικά με τους τραπεζικούς οργανισμούς. Συνεπώς, δίπλα στις εξαγορές θα προσμετρηθούν και οι παραγόμενες δυναμικές από συνέργειες (ενδοασφαλιστικές αλλά και με άλλους κλάδους υπηρεσιών).
Επίσης είναι πραγματική ως πιο επιτακτική προτεραιότητα η αύξηση της ικανοποίησης των ασφαλισμένων και των εγγυήσεων εμπιστοσύνης αντί της επίκλησης εκ μέρους των εταιρειών για την ενίσχυση της ασφαλιστικής συνείδησης των πολιτών. Η ασφαλιστική συνείδηση –επειδή πετάει την μπάλα στον πολίτη– θα έπρεπε να ακολουθεί ως ζητούμενο και όχι να προηγείται.
Οι εταιρείες οφείλουν, πρωτίστως, να ασχοληθούν με την ενίσχυση της αξιοπιστίας και το value for money προϊόντων και υπηρεσιών, αξιοποιώντας και τη βελτίωση του ελεγκτικού μηχανισμού (ρυθμιστικού-εποπτικού πλαισίου), ώστε να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη έναντι του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης, χωρίς να αγνοούν την καθοριστική συνεισφορά που απαιτείται εκ μέρους τους για την ωρίμανση της ασφαλιστικής συνείδησης, αφού η αγοραστική δύναμη των πολιτών υστερεί περισσότερο από τη συνείδηση. Εδώ υπεισέρχεται και η παράμετρος λογοδοσίας των ασφαλιστικών εταιρειών στην κοινωνία, που μοχλεύει την κοινωνική αποδοχή (αναγνωρισιμότητα, φήμη) και στηρίζεται στις αρχές του responsibility – sustainability. Δεν είναι τυχαίο το ενδιαφέρον για την ικανοποίηση κριτηρίων όπως τα ESG (περιβαλλοντικών, κοινωνικών, διακυβέρνησης) και για σχετικές υπεύθυνες επενδύσεις και από τον ασφαλιστικό κλάδο, ως κορυφαίο θεσμικό επενδυτή.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκέντρωση που θα δούμε στην ασφαλιστική βιομηχανία δεν θα είναι αντίστοιχη αυτής που είδαμε στον τραπεζικό κλάδο με τον περιορισμό στις συστημικές τράπεζες, δεδομένου ότι η ασφαλιστική αγορά δεν είναι ομοιογενώς σχηματική στη σύστασή της (μείξη πολυεθνικών, οικογενειακών και προσωποπαγών επιχειρήσεων με διαφοροποιήσεις στο ασφαλιστικό αντικείμενο και στην οργανωτική αντίληψη). Μολονότι η πρώτη επτάδα των εταιρειών, από τα deals που ήδη έχουν εξελιχθεί, φαίνεται να κατέχει το 85% της αγοράς, εκτιμώ ότι θα υπάρξει στις ασφαλίσεις η διακριτή «πολυτέλεια» της εξειδίκευσης, και συνεπώς η διατήρηση και μικρών, αλλά υγιών ασφαλιστικών εταιρειών που θα κάνουν καλύτερα συγκεκριμένες ασφαλίσεις, σε δύο βασικούς άξονες: στην τυποποιημένη ψηφιακή πώληση και στην υπεύθυνα ποιοτική συμβουλευτική υποστήριξη.
Ωστόσο φαίνεται πως ο συνωστισμός και η αγκίστρωση των περισσότερων εταιρειών στη μοναδική υποχρεωτική ασφάλιση, αυτή των οχημάτων –ειδικά μετά τις μεγαλύτερες, πιο ισορροπημένα απλωμένες σε δραστηριότητες εταιρείες–, δεν θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν το σημερινό πλήθος τους. Είναι σαφές ότι πιέζεται ανταγωνιστικά η τιμολόγηση και βέβαια η κερδοφορία. Ο ορίζοντας στο αυτοκίνητο δεν μπορεί να είναι ευρύς και υποσχόμενος για όλους, πολύ περισσότερο επειδή η αγορά αλλάζει στη διανομή μέσω της συγκριτικής διαδικτυακής προώθησης από πλατφόρμες, αλλά και από τις εξελίξεις στην ίδια τη βιομηχανία αυτοκινήτου, την τεχνολογία και την αναμενόμενη μεταλλαγή στον χαρακτήρα της ασφάλισης. Αιωρούμενη πρόκληση αποτελεί και η ασφάλιση περιουσίας λόγω της μεγάλης αύξησης των καταστροφικών κινδύνων, σε σχέση με τη διεκδικούμενη από την αγορά «υποχρεωτικότητα» (προβάλλεται ο κίνδυνος του σεισμού και έπονται οι άλλοι κίνδυνοι από ακραία φυσικά φαινόμενα), ενώ προστίθενται στην παλέτα ασφαλιστικοί κίνδυνοι αχαρτογράφητων περιοχών (π.χ. κυβερνοκίνδυνοι).
Οι τάσεις αναδεικνύουν τον τομέα της υγείας ως μια διέξοδο βιωσιμότητας –ή και ανάπτυξης– για τον ασφαλιστικό κλάδο, αλλά εκεί θα πρέπει να συντρέξουν πολλές και σύνθετες γενικότερες διαρθρωτικές μεταβολές (μεταρρυθμίσεις), που φαίνονται χρονοβόρα διαδικασία και απέχουν από τις ζωτικές βραχυπρόθεσμα ανάγκες της αγοράς. Η αγορά –μαζί και το πελατειακό κοινό– δείχνει εγκλωβισμένη στο συνεχώς αυξανόμενο κόστος των πολωμένων υπηρεσιών υγείας και βέβαια η ασφάλιση υγείας είναι δραστηριότητα ορατά βιώσιμη μόνο για εταιρείες με μεγάλο όγκο μη ζημιογόνου χαρτοφυλακίου. Επιτείνεται το ερώτημα τι θα γίνει με την ασφαλισιμότητα και το κόστος για τις προχωρημένες ηλικίες σε μια γηράσκουσα πληθυσμιακή σύνθεση, όπου οι ανάγκες κάλυψης και χρήσης είναι πολύ μεγαλύτερες. Στο συνταξιοδοτικό-αποταμιευτικό, η μετάβαση από το χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης των γενεών (που υποστήριξε και η αναδιανεμητική ασφάλιση από το κράτος) στην εξατομικευμένη αντίληψη έχει εξουδετερώσει την παραδοσιακή ασφάλιση ζωής υπέρ της κεφαλαιοποίησης και των σχετικών προϊόντων, που προσιδιάζουν σε διαχειριστές κεφαλαίων – σε τραπεζικούς οργανισμούς.
Η συγκέντρωση σηματοδοτεί και μια νέα ανθρωπογεωγραφία στην απασχόληση για μια προοπτική των εταιρειών τόσο στον διοικητικό ιστό τους όσο και στα φυσικά δίκτυα διανομής (διαμεσολαβούντες συνεργάτες). Σε μεγέθη απασχόλησης, οι θέσεις εργασίας στον ασφαλιστικό κλάδο αποδεικνύονται κλειδί ελέγχου του κόστους για την επιχειρηματική βιωσιμότητα στις διοικητικές δομές, όπου οι αλλαγές συνδέονται άμεσα-κρίσιμα προφανώς και με το μισθολογικό κόστος, εμμέσως πλην σαφώς και με μείωση θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα, η φυσική διαμεσολάβηση στις πωλήσεις πάσχει στην οργανική ανάπτυξη-ανανέωση δυναμικού και μάλλον προσπαθεί να αντέξει τη διαχείριση του αυξημένου βάρους λειτουργικών υποχρεώσεων συμμόρφωσης και να ανταποκριθεί σε υψηλότερες απαιτήσεις κατάρτισης. Ο δρόμος είναι τραχύς και η πίεση δεδομένη, με ενδεχόμενες «βιαιότητες» γενικότερα στην απασχόληση και στα μεγέθη της, σε ένα περιβάλλον όπου η πίτα δεν μεγαλώνει και η ασφαλιστική οικονομία είναι ανάλογη του ρυθμού και του βηματισμού της εθνικής οικονομίας, του ΑΕΠ.
Σε αυτό το τοπίο, ενδιαφέρον θα έχει και η απόδοση της μετάλλαξης εταιρειών που ανασυντάσσονται λιγότερο ή περισσότερο ή «επανιδρύονται» στη βάση ενός νέου επιχειρηματικού μοντέλου, χωρίς να έχουν προχωρήσει παράλληλα σε μεγάλες επενδυτικές κινήσεις αυξητικής προσάρτησης χαρτοφυλακίου. Ενός μοντέλου οριζόντιας και απλοποιημένης δομικής αντίληψης στη διοίκηση, βασισμένου κυρίως στην ψηφιοποίηση και τη λειτουργία ομάδων, που προσδοκάται να δώσει αποτελέσματα σε κάποιο βάθος χρόνου. Από την άλλη πλευρά, στον συσχετισμό δυνάμεων και τάσεων ανάπτυξης θα μετρήσει ιδιαίτερα και η ταχύτητα ομογενοποίησης στις εξαγορές: αφομοίωσης των εξαγορασμένων εταιρειών από τους αγοραστές σε λειτουργική απόδοση και κουλτούρα, που θα χαρακτηρίσει τη δυνατότητα πολλαπλασιαστικής δημιουργίας αξίας (ας μη θεωρείται δεδομένη – δεν είναι απλό το στοίχημα).
* Ο κ. Γιάννης Ρούντος είναι στέλεχος της ασφαλιστικής αγοράς με μακρά εμπειρία και διακεκριμένη παρουσία στη διαχείριση εταιρικών υποθέσεων. Το συγκεκριμένο άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής.