Ο κόσμος “γηράσκει”, οι μεταβολές που υφίστανται σε διεθνή κλίμακα οι πληθυσμοί με τη μείωση των ποσοστών γεννήσεων και την ταυτόχρονη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, οδηγούν σε δραματική αύξηση του ποσοστού των συνταξιούχων προς τους εργαζόμενους. Αυτό επισημαίνει, κρούοντας για άλλη μία φορά τον κώδωνα του κινδύνου σε έκθεσή της η Global Federation of Insurance Associations (Παγκόσμια Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Ενώσεων). Μοναδική λύση στο αδιέξοδο των συνταξιοδοτικών συστημάτων είναι κατά την GFIA τα συστήματα πολλαπλών πυλώνων και η αξιοποίηση σε αυτά της εμπειρίας και της εξειδίκευσης των ασφαλιστών ζωής. Όπως εξηγεί ο Nicolas Jeanmart πρόεδρος της ομάδας εργασίας της γήρανσης της κοινωνίας, “oι ασφαλιστές ζωής μπορούν να παρέχουν ένα ευρύ φάσμα συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προϊόντων προσαρμοσμένων στις ατομικές ανάγκες και πρέπει σαν επαγγελματίες να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κάθε ασφαλιστικού συστήματος πολλαπλών πυλώνων. Οι ασφαλιστές είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για να βρουν τρόπους ώστε να εξασφαλίσουν επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές για τους πολίτες ».
Σύμφωνα με την έκθεση οι κυβερνήσεις θα πρέπει:
- να επιλέξουν συστήματα που να διασφαλίζουν την ευρύτερη κάλυψη
- να υιοθετήσουν φορολογικές ρυθμίσεις που να ενθαρρύνουν τους πολίτες να εξοικονομούν μακροπρόθεσμα
- να συνεργαστούν με την ασφαλιστική βιομηχανία βιομηχανία
- να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο για την ανάγκη εξοικονόμησης από νεαρή ηλικία
Μέχρι το 2030, θα υπάρχουν 18 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω ανά 100 εργαζόμενους και μέχρι το 2050 αναμένεται η αναλογία αυτή να διαμορφωθεί σε 25 συνταξιούχους ανά 100 εργαζόμενους.
Όπως αναφέρει η έκθεση η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρές επιπτώσεις σε εθνικά συστήματα ασφάλισης που βασίζονται στο δημόσιο τομέα. “Εάν δεν ληφθούν μέτρα η γήρανση του πληθυσμού σε ολόκληρο τον κόσμο θα οδηγήσει σε ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εισφορών που έχουν καταβληθεί στα κοινωνικά συστήματα ασφάλισης και τις συνταξιοδοτικές πληρωμές. Στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά παρά τον αντίκτυπο των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, με τη μέση αύξηση να φτάνει το 9,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2015 και να υπολογίζεται στο 11,7% το 2050 . Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι για το 2015 περίπου στο 14% και για το 2050 θα ξεπεράσει το 16%. Το υψηλότερο δε ποσοστό για το 2050 σε χώρα καταγράφεται στο Λουξεμβούργο και ξεπερνά ο 18% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, πέρα από το μετασχηματισμό στην ποιότητα του πληθυσμού υπάρχουν και άλλα στοιχεία που επηρεάζουν τις συντάξεις και τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Πλέον οι άνθρωποι ξεκινούν την επαγγελματική τους ζωή αργότερα και ενδέχεται να ζουν και σε κάποιες περιόδους χωρίς να εργάζονται. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ένας εργαζόμενος με μέσο μισθό που καθυστερεί την είσοδο στην αγορά εργασίας κατά πέντε έτη θα δει τη σύνταξή του να μειώνεται κατά μέσο όρο κατά 6% και μια γυναίκα με μέση αμοιβή που διακόπτει την καριέρα της για πέντε χρόνια για να φροντίσει τα παιδιά της, θα χάσει περίπου το 4% της σύνταξής της.
Οι αγορές εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες χαρακτηρίζονται επίσης από τη μετάβαση από τις παραδοσιακές εργασιακές σχέσεις στην αυτοαπασχόληση, ή ακόμα και σε ευέλικτες μορφές εργασίας όπως προσωρινή απασχόληση ή η μερική απασχόληση. Ταυτόχρονα, σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στις αναδυόμενες χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται σε ευάλωτες μορφές απασχόλησης και σχεδόν 4/5 σε αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι σε αυτές τις πιο “ευάλωτες” μορφές απασχόλησης μπορούν να υπόκεινται σε χαμηλότερα επίπεδα ασφάλειας, με την έννοια ότι συχνά έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα συστήματα κοινωνικής προστασίας και στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Το 2013, το 52% των υπαλλήλων σε 111 χώρες που ρωτήθηκαν από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας δήλωσαν ότι συμμετείχαν σε συστήματα ιδιωτικών συντάξεων και 20% ότι είναι αυτοαπασχολούμενοι.
Τα συστήματα συνταξιοδότησης πολλαπλών πυλώνων θεωρούνται ευρέως ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η επάρκεια των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν το σημαντικό πλεονέκτημα της διαφοροποίησης των κινδύνων, δεδομένου ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν κυρίως τον πρώτο πυλώνα (δυναμική της αγοράς εργασίας, δημογραφικές αλλαγές και δημόσια οικονομικά) δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι με εκείνουςς που επηρεάζουν τον δεύτερο και τον τρίτο πυλώνα (μεταβαλλόμενες οικονομικές αποδόσεις, αστάθεια της αγοράς και πληθωρισμός). Ο σχεδιασμός συστημάτων πολλαπλών πυλώνων είναι καθοριστικός. Για να είναι επιτυχείς, οι πυλώνες σύνταξης πρέπει να αλληλοενισχύονται και να έχουν σαφείς ρόλους και στόχους (π.χ. πρόληψη της φτώχειας ή αντικατάσταση εισοδήματος).