Στα 2 με 3 εκατ. ευρώ ετησίως υπολογίζεται για μια μεσαία -σε όγκο παραγωγής- ασφαλιστική εταιρεία το κόστος εφαρμογής του νέου εποπτικού περιβάλλοντος (Solvency II).
του Πλάτωνα Τσούλου
Στελέχη της αγοράς χαρακτηρίζουν το ποσό αυτό ως «ακριβή υπόθεση» για όποιον παίκτη του κλάδου δεν διαθέτει ισχυρά μερίδια αγοράς και, άρα, υψηλή σε αξία παραγωγή. Το Solvency II, μεταξύ άλλων:
- Aπαιτεί από τις εταιρείες την πρόσληψη ειδικού συμβούλου για την ανάλυση ρίσκου.
- Προϋποθέτει την πρόσληψη στελεχών για τη διενέργεια των υποχρεωτικών πλέον εσωτερικών ελέγχων.
- Δημιουργεί αυξημένες ευθύνες στους αναλογιστές των εταιρειών που ως ομάδα θα πρέπει να ενισχυθούν.
- Επιβάλλει την τήρηση αυστηρών προτύπων και κανονισμών, υποχρέωση η οποία οδηγεί στην πρόσληψη έξτρα προσωπικού.
Κύκλοι της αγοράς προσθέτουν, δε, ότι οι περισσότερες μικρομεσαίες, πολύ δε περισσότερο μικρές ασφαλιστικές, δεν διαθέτουν μεγάλη εμπειρία σε ζητήματα σχετικά με τους εσωτερικούς ελέγχους ή την εταιρική διακυβέρνηση και, ως εκ τούτου, εκτός από το ετήσιο κόστος σε κεφάλαια, έχουν να αντιμετωπίσουν και το κόστος σε χρόνο, που είναι πολλαπλάσιο από αυτό το οποίο αντιστοιχεί σε μια μεγαλύτερη και περισσότερο έμπειρη σε ανάλογα θέματα εταιρεία.
Πέραν των άλλων, το κόστος χρήματος για την προσαρμογή στο νέο εποπτικό περιβάλλον «χτυπάει» απευθείας στα καθαρά αποτελέσματα των ασφαλιστικών εταιρειών, οπότε το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι συγκεκριμένο:
Πόσες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ένα πάγιο, πλέον, οικονομικό βάρος ανάλογου ύψους; Η εφαρμογή του Solvency II φαίνεται, λοιπόν, ότι θα επιταχύνει τις διαδικασίες συγκέντρωσης του κλάδου, όχι μόνο διότι είναι περισσότερο αυστηρό σε ό,τι αφορά το σχηματισμό αποθεματικών, περιθωρίου φερεγγυότητας, ασφαλιστικών τοποθετήσεων και ελάχιστου εγγυητικού κεφαλαίου, αλλά και διότι αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ακριβό στην τήρησή του.