Ο ανθρώπινος νους δεν αποδέχεται εύκολα τις αλλαγές. Είμαστε προγραμματισμένοι να αναζητούμε την ασφάλεια, να σκεφτόμαστε συμβατικά και «μέσα στο κουτί» και να αποφεύγουμε τις αντιπαραθέσεις – να αποφεύγουμε δηλαδή οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο – όχι μόνο σε ατομικό. Αυτή η νοοτροπία είναι που μας εμποδίζει να υιοθετήσουμε μια νέα, τολμηρή πορεία δράσης, ακόμα και όταν είναι σαφές ότι τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Τελικά όμως, οι αρνητικές συνέπειες από τη μη αλλαγή κατεύθυνσης είναι τόσο μεγάλες, ώστε πλέον δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσουμε μία νέα κατεύθυνση.
Αυτό συμβαίνει όταν έχουμε φθάσει σε μια πραγματική «κρίση». Παρακολουθώντας την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, φαίνεται ότι πλησιάζουμε γρήγορα αυτό το σημείο κρίσης, όπου το υπάρχον status quo, που είναι πλέον ανυπόφορο, θα απορριφθεί και θα δοθεί μια νέα εντολή για αλλαγή.
Η ειρωνεία είναι ότι όταν το σημείο αυτό της κρίσης μας ωθήσει στην ανάληψη νέας δράσης, ξαφνικά αναδεικνύονται όλες μας οι δυνατότητες, γινόμαστε πιο αποδοτικοί και καινοτόμοι, ενώ εργαζόμαστε σκληρότερα, αφού η εντολή για δράση απομακρύνει όλες τις ανεπάρκειες των μεθόδων που εφαρμόζαμε πριν. Σε ένα τέτοιο σημείο κρίσης, γινόμαστε τολμηροί, αποφασιστικοί και παίρνουμε μεγάλα ρίσκα, κάτι που είναι τελείως αντίθετο με αυτό που παρατηρείται μετά από μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, δημιουργίας πλούτου και προσωπικής επιτυχίας – δηλαδή, η ανικανότητα να παίρνουμε ρίσκα ή να λαμβάνουμε αποφάσεις.
Αυτές οι βασικές αρχές ισχύουν για τις χώρες της Νότιας Ευρώπη, όπου οι δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στη σημερινή κρίση αναπόφευκτα πυροδοτούν εντολή για αλλαγή. Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι «νέες» δημοκρατίες, έχοντας «γεννηθεί» μεταξύ των ετών 1973 και 1975, αμέσως μετά από δικτατορίες. Σήμερα, οι χώρες αυτές βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης – μία μετάβαση που απαιτεί μία νέα αίσθηση ευθύνης.
Βλέπω αυτές τις τρεις χώρες, που ανήκουν στο λεγόμενο “Club Med”, σαν μία ομάδα ταλαντούχων νέων που ακόμα δεν έχουν αξιοποιήσει στο έπακρο το ταλέντο τους, καθώς και σαν μία ομάδα νέων, οι οποίοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που μπορούσαν να διασκεδάζουν όλη νύχτα και να ξυπνούν φρέσκοι την επόμενη μέρα. Η ανεργία των νέων που ξεπερνά το 50% και ένας υπερμεγέθης δημόσιος τομέας (τόσο ως προς τον αριθμό εργαζομένων όσο και στο μισθολογικό κόστος) στερούν χρήματα από τις πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά -σχεδόν υπερβολικά καλά- από το 1999 και έπειτα, όταν η υιοθέτηση του ευρώ τροφοδότησε ένα μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης, ενώ αντίθετα από το 2008 επιτείνει τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης. Οι χώρες του “Club Med” στηρίζονταν στα χαμηλά επιτόκια των γερμανικών ομολόγων και στην ενιαία νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που ήταν ακατάλληλη για όλα τα μέλη της Ευρωζώνης. Αυτό είχε ως τεχνικό αποτέλεσμα οι σπάταλες κυβερνήσεις να αντλούν κεφάλαια με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης. Κατά τα πρώτα στάδια αυτής της ύφεσης, η κυβέρνηση είχε το περιθώριο να δημιουργεί κίνητρα, αφού η δημοσιονομική της θέση φαινόταν σχετικά υγιής (και το κόστος χρηματοδότησης ήταν χαμηλό). Επιπλέον, οι βασικοί χρηματοδότες του νέου γύρου έκδοσης κρατικών ομολόγων ήταν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, που είχαν επαρκή ρευστά διαθέσιμα, ώστε να αποτρέψουν την αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων. Αυτό συνέβαινε τουλάχιστον έως το τέλος του 2009, όταν πλέον έγινε αντιληπτό ότι το χρέος είχε διογκωθεί και η ΕΚΤ δεν μπορούσε να το καλύψει με κάποια ποσοτική χαλάρωση, όπως έκανε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ή η Τράπεζα της Αγγλίας.
Σήμερα, καθώς ξεκινάει η 5η χρονιά της παγκόσμιας κρίσης, οι κυβερνήσεις των χωρών του “Club Med” (αλλά και πολλές άλλες) δεν μπορούν να συνεχίσουν τα δημοσιονομικά κίνητρα, λόγω της σπατάλης των τελευταίων ετών. Η εξάρτηση από τον κρατικό και δημόσιο τομέα θα χρειαστεί να υποχωρήσει, και αντ’ αυτού να υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση από τη «μικρο-οικονομία» που θα τροφοδοτείται από τον ιδιωτικό τομέα -και κυρίως από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Οι χώρες με μεγάλο ιστορικό ανάπτυξης και προόδου έχουν στηριχθεί στις ΜΜΕ και την πρόσβαση των ΜΜΕ στη χρηματοδότηση. Εφόσον λυθεί αυτό, θα έχουν γίνει δύο βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Τα πλουσιότερα κράτη στον κόσμο (Ελβετία, Σιγκαπούρη, Δανία, ακόμα και η Γερμανία) έχουν παραδοσιακά υγιείς ΜΜΕ. Από τις τακτικές μελέτες που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για το ρόλο των ΜΜΕ στην οικονομία, έχει προκύψει ότι στις «πλούσιες χώρες του Βορρά» σχεδόν τα δύο τρίτα -κατά μέσο όρο- των θέσεων εργασίας προέρχονται από τον τομέα των ΜΜΕ. Επιπλέον, το εκπληκτικό ποσοστό του 85% όλων των νέων θέσεων εργασίας από το 2002 έως το 2010 δημιουργήθηκαν σε επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Η Ευρώπη πρέπει να αξιοποιήσει αυτά τα ευρήματα και να προσπαθήσει να μειώσει τη μεγάλη εξάρτηση από το κράτος και το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθος των επιδοτούμενων προγραμμάτων. Αυτή αποτελεί και τη μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς όταν χορηγείται μία επιδότηση/ένα δάνειο, έπειτα είναι πολύ δύσκολο να αφαιρεθεί, ακόμα και αν δεν πληροί τα κριτήρια από την αρχή. Η ισορροπία μεταξύ της μείωσης των δανείων/επιδοτήσεων και της μικρότερης παρέμβασης της κυβέρνησης αποτελεί αυτό που πραγματικά χρειάζονται οι χώρες του “Club Med” για να αλλάξουν.
Επιπλέον, σε μία οικονομική κρίση, η ανάκαμψη ακολουθεί το σχήμα “V”, όπου η ανάπτυξη αρχικά μειώνεται κατακόρυφα και όλα ξεκινούν από την αρχή. Έπειτα όμως η ανάπτυξη γίνεται ακόμα πιο δυναμική, καθώς η οικονομία είναι πιο ισορροπημένη. Αυτό αποτελεί την κλασική αντιπαραβολή με την περίπτωση της δασικής πυρκαγιάς: σαφώς καταστρέφονται δέντρα και βλάστηση, αλλά η φωτιά γονιμοποιεί το έδαφος και επαναφέρει τη φύση σε μια πιο γόνιμη κατάσταση, με περισσότερες δυνατότητες για ανάπτυξη στο μέλλον. Όλα αυτά είναι μέρος ενός κύκλου φυσικής εξέλιξης.
Το φαινόμενο ενός νέου ξεκινήματος είναι σταθερό σε όλους τους κύκλους της ιστορίας και η προσέγγιση δοκιμής-λάθους εξακολουθεί να αποτελεί το κλειδί για να προχωρήσει κανείς μπροστά. Η Ισπανία έχει χρεοκοπήσει 13 φορές στην ιστορία της, και ως αποτέλεσμα, τόσο η Ισπανία όσο και άλλα κράτη θα ταλαντεύονται από τη σπατάλη στη λιτότητα, από την ανάπτυξη στην κρίση, από ευνοϊκές συνθήκες σε δυσμενές περιβάλλον. Όλα αποτελούν μέρος ενός κύκλου – ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ένα κράτος αντιδρά σε αυτές τις εναλλαγές θα καθορίσει το δρόμο της ανάπτυξης.
Στο σημείο αυτό ακολουθεί η δική μου εκδοχή ενός μοντέλου κρίσης:
Στην αρχή, καμία κυβέρνηση δεν αποδέχεται ότι υπάρχει κρίση -υπάρχει «άρνηση»- οι κυβερνήσεις θα ισχυριστούν ότι είναι προσωρινή και ότι οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, ενώ ακολουθούν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, δημιουργώντας ελλείμματα (όπως έκανε η Ευρώπη από το 2008 ως το 2010).
Μετά από ένα-δυο χρόνια ακολουθεί μια σχετική σταθεροποίηση. Η κρίση όμως εξακολουθεί να υπάρχει, καθώς οι υφιστάμενες συνθήκες δεν έχουν αλλάξει πραγματικά. Οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι με τη συνεχιζόμενη δοκιμασία που υφίστανται και ψηφίζουν την «αντιπολίτευση», αντιδρώντας ανακλαστικά στην κρίση (όπως έγινε με τις εκλογικές νίκες του Hollande και του Rajoy, καθώς και την αποχώρηση του Berlusconi στην Ευρώπη, ενώ στις ΗΠΑ είχαμε την άνοδο του “Tea Party” το 2010. Οι νέες κυβερνήσεις έδωσαν πολλές υποσχέσεις, όμως η άσκηση των καθηκόντων τους από τότε που ανέλαβαν την εξουσία στην πραγματικότητα αποδεικνύει ότι δεν είναι σε θέση να κάνουν κάποια αλλαγή, γιατί βρίσκονται προσκολλημένοι στο προηγούμενο μοντέλο. Συνεπώς, αντί για πραγματική αλλαγή, βλέπουμε απλώς ακόμα χαμηλότερα επιτόκια, υποτιμήσεις νομισμάτων και μαζική επεκτατική νομισματική πολιτική από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτά τα φαινόμενα χαρακτήρισαν τη φάση «διαμαρτυρίας» στην Ευρώπη το 2011-2012.
Αυτό που χρειάζεται πραγματικά η Ευρώπη για να εξέλθει της κρίσης είναι μια αληθινή εντολή για αλλαγή. Ωστόσο, όπως έχουμε μάθει από την ιστορία, οι πολιτικοί θα συνεχίσουν να κινούνται μεταξύ άρνησης και διαμαρτυρίας, σε έναν ατέρμονο κύκλο έως ότου η κρίση διογκωθεί αρκετά ώστε να επιτρέψει την εντολή αλλαγής.
Η τελευταία τέτοια εντολή που ελήφθη και δόθηκε από έναν πολιτικό, απ’ όσο θυμάμαι ήταν το 1979, όταν η κυρία Θάτσερ ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο τότε αποκαλούνταν ο «Ασθενής της Ευρώπης». Η κυρία Θάτσερ εναντιώθηκε στα συνδικάτα, στην Ε.Ε. και εφήρμοσε δραστικές αλλαγές στην κοινωνία της χώρας, οι οποίες συνοδεύθηκαν και από μια μεγάλη αλλαγή στη νοοτροπία που αποτελεί και το τελευταίο θετικό κομμάτι του παζλ της κρίσης.
Η αλλαγή τρόπου σκέψης αποτελεί τουλάχιστον τη μισή προσπάθεια που χρειάζεται να καταβληθεί για μια έξοδο από την κρίση. Όταν η πλειοψηφία ξεπεράσει τα «εμπόδια του μυαλού» και παραδεχθεί ότι χρειάζεται πραγματική αλλαγή, τότε η λήξη της κρίσης γίνεται μια σχετικά εύκολη άσκηση– ίσως ακόμα και αναζωογονητική. Ένα επιπλέον σημαντικό σημείο είναι ότι ζούμε σε δημοκρατίες (ακόμα κι εάν κατά καιρούς δεν έχουμε αυτήν την εντύπωση), πράγμα που τελικά σημαίνει ότι οι πολιτικοί είναι ευγνώμονες σε όλους εμάς τους ψηφοφόρους, και άρα για να αλλάξουν οι ίδιοι, χρειάζεται να αλλάξει η δική μας συμπεριφορά. Και για να γίνει αυτό πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δούμε ποιες βραχυπρόθεσμες θυσίες είναι απαραίτητες για να δοθεί αυτή η εντολή αλλαγής στους νέους ηγέτες και να προχωρήσουμε μπροστά.
Είστε έτοιμοι για την αλλαγή; Τότε μην φοβάστε την κρίση – αξιοποιήστε τις δυνατότητές της.
(Steen Jakobsen, Chief Economist – Saxo Bank)