Πριν από ενάμιση χρόνο στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας εκπονήσαμε μία ενδιαφέρουσα έρευνα για τις επιχειρήσεις – μέλη μας. Η έρευνα διενεργήθηκε από την εταιρεία Pulse σε δείγμα 500 επιχειρήσεων της Αθήνας.
του Δημήτρη Γαβαλάκη, Γενικού Γραμματέα και Προέδρου της Επιτροπής Ασφαλιστικής Διαμεσολάβησης του ΕΕΑ (Ειδική Έκδοση Μεσίτες & Πράκτορες 2023 )
Μεταξύ άλλων, ενδιαφέρον παρατηρείται στα ερωτήματα που σχετίζονται με την ασφάλιση των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι μόλις το 1/3 των επιχειρήσεων έχουν προβεί σε κάποια ασφαλιστική κάλυψη που αφορά τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ότι το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 25% όταν αναφερόμαστε σε επιχειρηματίες έως 45 ετών ή/και σε επιχειρήσεις όπου η διάρκεια λειτουργίας τους δεν ξεπερνά τα 10 έτη. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ασφάλισης έναντι κινδύνων που αφορούν φυσικά φαινόμενα τα ποσοστά μειώνονται επιπλέον κατά 20%.
Τα προαναφερθέντα συμπεράσματα προστίθενται στην εμπειρία που ζει ο κλάδος μας στην καθημερινή του επαφή με τις επιχειρήσεις, διαπιστώνοντας το κενό ασφάλισης που υπάρχει.
Το εύρος των οικονομικών κινδύνων που ελλοχεύουν για κάθε επιχείρηση και ιδιαίτερα για τις πολύ μικρή μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες οικονομικές επιπτώσεις καθιστώντας την ασφαλιστική της κάλυψη μονόδρομο για την ομαλή πορεία των εργασιών της.
Η ασφαλιστική διαμεσολάβηση τα τελευταία χρόνια, επενδύοντας στην εκπαίδευση αλλά και σε σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας και ανάλυσης οικονομικών αναγκών, είναι δεδομένο ότι μπορεί ανατρέψει αυτό το σημαντικό κενό στην αγορά των επιχειρήσεων. Φυσικά έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές δυσκολίες, όπως ο ρόλος του τραπεζικού δικτύου, της σχέσης που δημιουργεί με τις επιχειρήσεις και τις πρακτικές που χρησιμοποιεί καθώς επίσης και με την χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση της κοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά, κοιτώντας τα νούμερα της έρευνας, διαπιστώνουμε ότι τα ποσοστά βελτιώνονται όταν αναφερόμαστε σε επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται πολλά έτη και άρα η μακροχρόνια επιχειρηματική τους δραστηριότητα και πιθανώς η βιωματική τους σχέση με απρόοπτα γεγονότα και με την αξία της ασφάλισης, συνδράμει στην βελτίωση της στάσης τους απέναντι στην αναγκαιότητα της.
Παρόλο που έχουμε πετύχει ως κλάδος, και ως αγορά, σημαντική βελτίωση, είναι αντιληπτό ότι χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες ώστε να μπορεί ο νέος επιχειρηματίας ή επαγγελματίας να θεωρεί το κόστος ασφάλισης αναγκαίο λειτουργικό έξοδο τόσο για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του όσο και κάθε πιθανό κίνδυνο αστικής ευθύνης που μπορεί να δημιουργηθεί από τη δραστηριότητά του.
Η ευθύνη της αλλαγής της συμπεριφοράς των επιχειρηματιών είναι αυτονόητο ότι βαρύνει πρωτίστως την αγορά μας. Από τη μια ασφαλιστική διαμεσολάβηση μπορεί να αναπτύξει αποτελεσματικότερες μεθόδους προβληματισμού των υποψηφίων πελατών και από την άλλη οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ακολουθήσουν πιο ευέλικτες πρακτικές ανάληψης κινδύνου απλοποιώντας ταυτόχρονα τους όρους ασφάλισης.
Τέλος, κρίσιμο στοιχείο που δρα καταλυτικά στη ενίσχυση της αξιοπιστίας της αγοράς, αποτελεί ο τρόπος λειτουργίας της πραγματογνωμοσύνης και της διαχείρισης της ζημιάς. Άλλωστε ο ικανοποιημένος πελάτης είναι ο καλύτερος σύμμαχος για τη βελτίωση της διείσδυσης της ιδιωτικής ασφάλισης στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας μας.
Σ. Κωνσταντάς: Η στρατηγική εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς