Του Βασίλη Χαρδαλιά*
Είναι πανθομολογούμενο ότι η διεθνής οικονομία, εδώ και αρκετούς μήνες, δοκιμάζεται από μια εξαιρετικά έντονη κρίση, η οποία αυτομάτως πολλαπλασιάζει, επιδεινώνει, επαυξάνει και δυσκολεύει ή/και αποκλείει την επίλυση των προβλημάτων των επιμέρους οικονομικών τομέων. Eίναι, κατά συνέπεια, αναπόφευκτο και η ελληνική οικονομία να βρίσκεται μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα και κατ’ επέκταση και η ελληνική ασφαλιστική βιομηχανία να τελεί υπό την ασφυκτική πίεση αυτού του φαινομένου.
Στην εξειδικευμένη περίπτωση της ασφάλισης του αυτοκινήτου η κατάσταση είναι ήδη σημαντικότατα βεβαρημένη εδώ και καιρό. Θα γίνει δε ακόμα πιο ακανθώδης, όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης, αλλά λόγω υποχρεωτικών ή και αναγκαίων αλλαγών της λειτουργίας του κλάδου, συνεπεία των επερχόμενων οικονομικών και νομοθετικών ρυθμίσεων. Πριν όμως προσεγγίσουμε τους λόγους που οδήγησαν τον κλάδο αυτοκινήτου, εδώ και πολύ καιρό όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο να καταστεί με την ευρεία έννοια του όρου «προβληματικός», είναι χρήσιμο να αναφέρουμε τις κυριότερες αιτίες που αποδυνάμωσαν και παρεμπόδισαν τη βελτίωση, την εξυγίανση και την ανάπτυξη της ασφαλιστικής επιχείρησης στον τόπο μας.
Αυτή η σύνδεση είναι χρήσιμη γιατί τίποτα δε λειτουργεί αυτόνομα. Οι γενικότεροι οικονομικοτεχνικοί λόγοι που επηρέασαν δυσμενώς την επιχειρηματική πορεία της ασφάλισης στη χώρα μας αναπόφευκτα επέδρασαν αρνητικά και στον κλάδο αυτοκινήτου. Οι κυριότεροι από αυτούς συνοψίζονται στους εξής: ∙ η εκ των ενόντων και εκ του προχείρου αντιμετώπιση σχεδόν πάντα των λειτουργικών και οργανωτικών αναγκών της ασφαλιστικής επιχείρησης από τους επιχειρηματίες ασφαλιστές ∙ η έλλειψη ουσιαστικού και εξειδικευμένου αλλά και αντικειμενικού εποπτικού ελέγχου ∙ η λόγω αναχρονιστικών αντιλήψεων αλλά και σε κάποιο βαθμό και εξ αντικειμενικής αδυναμίας μη διάθεση των κατά περίπτωση αναγκαίων κεφαλαίων για επένδυση στην ασφαλιστική παιδεία, ήτοι και στη μόρφωση και την επιμόρφωση του ασφαλιστικού προσωπικού ∙ το μεγάλο πλήθος αμφιβόλου ποιότητας ασφαλιστικών εταιρειών, που για πολλά χρόνια λειτούργησε στην αγορά μας, σε σχέση με τις δυνατότητες αυτής, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ∙ η είσοδος στον επαγγελματικό ασφαλιστικό κύκλο προσώπων με βασική στόχευση το γρήγορο και εύκολο κέρδος ∙ η έλλειψη δημιουργίας ασφαλιστικής συνείδησης στο καταναλωτικό κοινό, στην οποία συνέβαλε και το χαμηλό εισόδημα των Ελλήνων, σε σχέση με τις ταχύτατες μεταλλάξεις, εναλλαγές των αναγκών πολυτελείας σε βιοτικές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ακόμη, μεγάλο πλήγμα για την ανάπτυξη της ασφαλιστικής επιχείρησης υπήρξε η αποβιομηχάνιση της χώρας για τους γνωστούς λόγους, ενώ η νομοθετική ρύθμιση λειτουργίας του επαγγέλματος από της γεννήσεώς του μέχρι τις μέρες μας υπήρξε ελλιπέστατη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το έτος 1912 έχουμε τον πρώτο ασφαλιστικού περιεχομένου νόμο, με ουσιαστικό το δεύτερο, το νόμο 400/70, και κάποιους μεταγενέστερους, προερχόμενους από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ένταξή μας και εντεύθεν, αλλά και η στο παρελθόν καταπιεστική τακτική των μεγάλων τραπεζών που διέθεταν ασφαλιστικές εταιρείες να επιβάλλουν την ασφάλιση των παρεχομένων τραπεζιτικών προϊόντων πέραν των απολύτως αναγκαίων μέτρων εξασφάλισης τους. Τέλος, σαν επιστέγασμα όλων αυτών των παραγόντων που έβλαψαν σοβαρά την ασφαλιστική επαγγελματική δραστηριότητα πρέπει να αναφερθούν η άμετρη φιλοδοξία, η έλλειψη αυτογνωσίας, η φτωχή ασφαλιστική γνώση, η αντιπαλότητα και η αδηφάγος κερδοσκοπία, που πάντα διέκρινε ένα σημαντικό ποσοστό ασφαλιστών επιχειρηματιών. Κλασικό παράδειγμα, όχι το μόνο, αλλά αντίθετα επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν, είναι η πρόσφατη προσπάθεια διάσωσης της ενότητας της ΕΕΑΕ.
Μέσα στο προαναφερόμενο αρνητικό, από κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα, επιχειρηματικό περιβάλλον, λειτούργησε αναγκαστικά και ο κλάδος αυτοκινήτου. Αναπόφευκτα, επηρεάστηκε ποικιλοτρόπως από αυτό και παράλληλα ανέπτυξε εξατομικευμένους του προϊόντος παράγοντες, η πλειονότητα των οποίων ουσιαστικά έδρασε επιβαρυντικά τόσο στην οικονομική αποτυχία του κλάδου όσο και στην υποβάθμιση και την απαξίωση της αξιοπιστίας και του κύρους της ιδιωτικής ασφάλισης σαν επάγγελμα.
Οι εξατομικευμένοι λόγοι που επηρέασαν την ασφάλιση του αυτοκινήτου αλλά και την εν γένει υπόσταση της ιδιωτικής ασφάλισης μπορούν επίσης, όπως και οι προαναφερθέντες γενικότεροι λόγοι, να συνοψιστούν στους πιο κάτω περιγραφόμενους, χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη και άλλων.
Κατ’ αρχήν, η εδώ και πολλά χρόνια υποχρεωτική ασφάλιση των οχημάτων σε συνδυασμό με την έκρηξη της αύξησης του πληθυσμού των αυτοκινήτων κατέστησε το ασφαλιστικό αυτό προϊόν ενδιαφέρον επιχειρηματικά τόσο από πλευράς πρόσκτησης λόγω απαλλαγής του ασφαλιστή από αντίστοιχες δαπάνες όσο και από ταμειακής πλευράς. Το γεγονός αυτό οδήγησε το σύνολο σχεδόν της αγοράς να επιδιώξει τη δημιουργία παχυλών χαρτοφυλακίων αυτοκινήτου με κάθε τρόπο. Ταυτόχρονα, προκάλεσε περιπτωσιακούς και καιροσκόπους επιχειρηματίες να εισέλθουν στο επάγγελμα με κύρια και, σε αρκετές περιπτώσεις, μοναδική επιδίωξη την εκμετάλλευση της παρουσιαζόμενης ευκαιρίας πλουτισμού. Πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε η έντεχνη παράκαμψη των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ασφάλισης οχημάτων, η ηθελημένη, ανεπαρκής τιμολόγηση του κλάδου για την αντιμετώπιση της γεωμετρικά αυξανόμενης ζημίας. Το ύψος κατά κύριο λόγο της επιμέρους ζημίας, των σωματικών βλαβών όσο και των υλικών ζημιών οφείλονται αφενός σε αντικειμενικούς λόγους και αφετέρου σε μεθοδευμένους. Οι πλέον χαρακτηριστικοί και των δύο κατηγοριών είναι η κακή έως επικίνδυνη ρυμοτομία, ο επιθετικός τρόπος οδήγησης των Ελλήνων οδηγών, η ανεπαρκής αστυνόμευση, η ραγδαία αύξηση των αυτοκινήτων, η ανεξέλεγκτη και κερδοσκοπική εμπορία των ανταλλακτικών. Ακόμη, η διόγκωση του κόστους αποκατάστασης των βλαβών, σωματικών και υλικών, οι δικαστικές δαπάνες και ιδιαίτερα η με την πάροδο του χρόνου διευρυμένη, εκσυγχρονιστική, αντίληψη αποζημιώσεων των δικαστικών αποφάσεων ως προς την αναγνώριση ιδιαίτερα υψηλών αποζημιώσεων για την περίπτωση ηθικής βλάβης κ.λπ.
Μετά την πολύ σύντομη περιγραφή των δύο όψεων του ανώμαλα αναπτυσσόμενου εδώ και μια τριακονταετία κλάδου αυτοκινήτου σημειώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ένας οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ των κάθε μορφής ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το βασικό γνώρισμα του ανταγωνισμού που αναπτύχθηκε υπήρξε η απερίσκεπτη μείωση του ασφαλίστρου και η έντεχνη παράκαμψη των νόμιμων όρων και των προϋποθέσεων της ασφάλισης οχημάτων αρχικά από τους ευκαιριακούς και αργότερα, δυστυχώς, από τους επαγγελματίες παραδοσιακούς ασφαλιστές.
Η σε πολύ σύντομο χρόνο, όπως ήταν φυσικό, ανατροπή του ισοζυγίου του κλάδου ασφάλιστρα-ζημίες οδήγησε τους επιχειρηματίες να καταφύγουν σε συμπεριφορές και μεθόδους που χαρακτηρίζονται από αντιδεοντολογικές έως απαράδεκτες. Η αναφορά και μόνο κάποιων εξ αυτών αποδεικνύει αβίαστα ότι οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί είναι μάλλον επιεικείς. Για του λόγου το αληθές, αναφέρουμε ενημερωτικά την ενσυνείδητη και παράνομη αποφυγή δημιουργίας από πολλούς των υπό του νόμου οριζομένων οικονομικών αποθεμάτων κινδύνων εν δυνάμει και εκκρεμών ζημιών γενικά και, το χειρότερο, τη συχνά πλασματική ή/και εικονική εμφάνιση των εν λόγω αποθεμάτων διά της δημιουργικής λογιστικής και λοιπών τεχνασμάτων. Μια άλλη ολέθρια για το κύρος και την αξιοπιστία του επαγγέλματος συμπεριφορά είναι η μακροχρόνια αναβολή καταβολής του ασφαλίστρου στους δικαιούχους για ασήμαντες έως και ανύπαρκτες αφορμές, ενώ παραλλαγές αυτής της μεθόδου είναι η αναστολή καταβολής της αποζημίωσης διά των μεταχρονολογημένων επιταγών ή την παραπομπή των υποθέσεων στα δικαστήρια, που συγκαλύπτει τόσο την έλλειψη ρευστότητας όσο και τη χρησιμοποίηση των μετρητών για άλλους σκοπούς.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι την απαράδεκτη αυτή εικόνα του κλάδου εξέθρεψαν η ανοχή και η ατιμωρησία των υπαιτίων ασφαλιστών, οι οποίες είναι συνέπεια του φόβου του πολιτικού κόστους που διακατέχει τους αρμόδιους σε συνδυασμό με την ακαταλληλότητα των εκάστοτε διοριζόμενων ελεγκτών, οι οποίοι κατά πάγια τακτική είναι κομματικής προέλευσης. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται από τη σποραδική εμφάνιση λιγοστών εξαιρέσεων με ατελέσφορα τελικά αποτελέσματα παρά την αρχική καλή πρόθεση.
Σε όλη την πιο πάνω περιγραφόμενη, μακροχρόνια θα λέγαμε, ασφαλιστική περίοδο οι υπόχρεοι λειτουργίας αυτής ουδέν σημαντικό και αποτελεσματικό έπραξαν. Η μεν Πολιτεία περιορίστηκε να επαναλαμβάνει μονότονα, σαν ένα πρόσωπο, τις γενικόλογες εξαγγελίες και υποσχέσεις περί εξυγιάνσεων και κάθαρσης και ταυτόχρονα να αλλάζει κατά διαστήματα την εποπτική και ελεγκτική φρουρά, πλην όμως το προσωπικό της να παραμένει πάντα ξένο με το αντικείμενο και άοπλο.
Η οργανωμένη και επίσημη εκπροσώπηση του επαγγέλματος από τη φύση της σαν συνδικαλιστικό όργανο δεν έχει την εξουσία λήψης δραστικών αποφάσεων και μέτρων. Πέρα όμως από την πιο πάνω αδυναμία, οι όποιες δυνατότητες παραμένουν αποδυναμώνονται σχεδόν ολοσχερώς από την τάση αποδοχής ή και υποταγής στην αντιδεοντολογική λειτουργία του κλάδου και όχι μόνο από σημαντικό αριθμό ιθυνόντων επιχειρηματιών ασφαλιστών. Έτσι, το συνδικαλιστικό όργανο περιορίστηκε σε κάποιες προσπάθειες επικοινωνιακού χαρακτήρα, που είναι μεν χρήσιμες και αναγκαίες αλλά σε καμία περίπτωση δεν αγγίζουν τη λύση του πολυσύνθετου αυτού προβλήματος.
Έτσι, φτάσαμε σήμερα στο όχι τόσο ευοίωνο σημείο για κάθε υγιή ασφαλιστική αγορά ο κλάδος αυτοκινήτου, με την εικόνα που παρουσιάζει, να αναγνωριστεί και επίσημα ως ο κύριος κλάδος των γενικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό και μόνο θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό σε κάθε εχέφρονα επαγγελματία του ασφαλιστικού κύκλου. Αντ’ αυτού, παρατηρείται ένας ανεξήγητος και επικίνδυνος εφησυχασμός, στον οποίο παραδόξως συμμετέχουν και ασφαλιστές που δημιούργησαν σημαντικές καριέρες εργαζόμενοι με γνώμονα πάντα τις ορθόδοξες ασφαλιστικές Αρχές.
Μετά τη μάλλον σκοτεινή απεικόνιση του πολύπαθου κλάδου είναι χρήσιμο να ακουστεί και μια αισιόδοξη νότα. Η σημερινή ιεράρχηση παραγωγής ασφαλίστρων των κλάδων των γενικών ασφαλειών και η ασφάλιση του αυτοκινήτου για κανένα γνώστη του ασφαλιστικού αλφαβήτου δεν είναι η καλύτερη και εφόσον διατηρηθεί, προοιωνίζεται την καθολική και από κάθε πλευρά απαξίωση της ιδιωτικής ασφάλισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία. Το ευοίωνο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η σε βάθος διερεύνηση του προβλήματος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην Ελληνική οικονομία ενυπάρχουν ακόμη τα απολύτως απαραίτητα και αναγκαία στοιχεία και οι προϋποθέσεις για την αναδιοργάνωση και επιβίωση της Ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Είναι αυτονόητο ότι η εν λόγω προσπάθεια περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την εξυγίανση του κλάδου αυτοκινήτου, αλλά και την ανακατάταξη των κλάδων των γενικών ασφαλίσεων και όχι μόνο, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, όχι απλά η επιβίωση, αλλά και η ανάπτυξη της Ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς.
Οι διεργασίες αυτές απαιτούν καθοριστικές αποφάσεις που χρειάζονται χρόνο, χρήμα, αλλά και επαγγελματική, ιδεολογική προσήλωση και πίστη και είναι ανάγκη να τις πάρουν κάποιοι ταγοί ασφαλιστές με τη συμπαράσταση μιας βελτιωμένης κάπως κρατικής στήριξης. Ας ελπίσουμε ότι κάτι παρόμοιο θα συμβεί έγκαιρα.
*Ο Βασίλης Χαρδαλιάς είναι πρώην Γενικός Διευθυντής της “Αστήρ”