Το κενό που υφίσταται στην ασφαλιστική κάλυψη των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή έχει σημαντικές επιπτώσεις στα κράτη και τις κοινωνίες, που έρχονται αντιμέτωπες με τεράστιες οικολογικές και οικονομικές ζημίες μετά από φυσικά φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με την καταστροφή που έχει υποστεί το περιβάλλον.
της Βίκυς Γερασίμου (Περιοδικό Ασφαλιστικό Marketing Μάϊου 2023)
Στην Ελλάδα λιγότερο από το 5% των οικονομικών απωλειών που ήταν συνέπεια καιρικών φαινομένων την περίοδο 1980 -2021 ήταν ασφαλισμένες. Η χώρα μας κατατάσσεται μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία στη λίστα με τις χώρες που έχουν το μικρότερο μερίδιο στις ασφαλισμένες απώλειες. Εν συνεχεία ακολουθούν οι Εσθονία, Λετονία, Πολωνία και Σλοβακία με μερίδιο ασφαλισμένων ζημιών 5-20%, οι Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία με 20-35%, οι Γερμανία και Τσεχία με 35-50% και οι Δανία, Ολλανδία και Νορβηγία έχουν πσοοστό ασφαλισμένων απωλειών σε αυτό το διάστημα που είναι ίσο ή ξεπερνά το 50% των συνολικών ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα .
Αυτά τα στοιχεία αναφέρονται στο κοινό “έγγραφο συζήτησης” (discussion paper) που συνέταξαν η EIOPA με την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2023, προκειμένου οι δύο αρχές να επισημαίνουν την επιτακτική αναγκαιότητα να υιοθετηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό πολιτικές ασφάλισης για κλιματικές καταστροφές και να προτείνουν μέτρα προς τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ανοίγοντας το διάλογο για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού χάσματος. Βάσει της σχετικής έκθεσης μέσα σε 4 δεκαετίες μόλις το 1/4 των απωλειών από φυσικές καταστροφές είναι ασφαλισμένο την ΕΕ.
EIOPA και ΕΚΤ στην έκθεση τους υποστηρίζουν κλιμακωτή προσέγγιση στην ασφάλιση φυσικών καταστροφών και ζητούν από τους φορείς να:
(i) ενισχύσουν την αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης και να αξιοποιήσουν τα καταστροφικά ομόλογα
(ii) δημιουργήσουν λύσεις ανθεκτικότητας μέσω ΣΔΙΤ
(iii) εξετάσουν τις ευκαιρίες σε επίπεδο risk pooling στην ΕΕ
Ο προσανατολισμός αυτός πρέπει να συνδυαστεί με φιλόδοξα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλίματικής αλλαγής, με δράσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη μετάβαση προς μια καθαρή μηδενική οικονομία. “Δεν θα πρέπει” σημειώνει η έκθεση “να θεωρείται ως υποκατάστατο τέτοιων μέτρων. Επίσης δεν είναι δυνατή η ασφάλιση έναντι όλων των κινδύνων καταστροφής, ούτε θα ήταν επιθυμητό να γίνει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο παροχής κινήτρων για pροσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Οι φυσικές καταστροφές τομέας πρόκλησης για τις ασφαλιστικές
Το κενό που υφίσταται στην ασφαλιστική κάλυψη των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή έχει σημαντικές επιπτώσεις στα κράτη και τις κοινωνίες, που έρχονται αντιμέτωπες με τεράστιες οικολογικές και οικονομικές ζημίες μετά από φυσικά φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με την καταστροφή που έχει υποστεί το περιβάλλον.
Στην Ελλάδα λιγότερο από το 5% των οικονομικών απωλειών που ήταν συνέπεια καιρικών φαινομένων την περίοδο 1980 -2021 ήταν ασφαλισμένες. Η χώρα μας κατατάσσεται μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία στη λίστα με τις χώρες που έχουν το μικρότερο μερίδιο στις ασφαλισμένες απώλειες. Εν συνεχεία ακολουθούν οι Εσθονία, Λετονία, Πολωνία και Σλοβακία με μερίδιο ασφαλισμένων ζημιών 5-20%, οι Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία με 20-35%, οι Γερμανία και Τσεχία με 35-50% και οι Δανία, Ολλανδία και Νορβηγία έχουν πσοοστό ασφαλισμένων απωλειών σε αυτό το διάστημα που είναι ίσο ή ξεπερνά το 50% των συνολικών ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα .
Αυτά τα στοιχεία αναφέρονται στο κοινό “έγγραφο συζήτησης” (discussion paper) που συνέταξαν η EIOPA με την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2023, προκειμένου οι δύο αρχές να επισημαίνουν την επιτακτική αναγκαιότητα να υιοθετηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό πολιτικές ασφάλισης για κλιματικές καταστροφές και να προτείνουν μέτρα προς τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ανοίγοντας το διάλογο για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού χάσματος. Βάσει της σχετικής έκθεσης μέσα σε 4 δεκαετίες μόλις το 1/4 των απωλειών από φυσικές καταστροφές είναι ασφαλισμένο την ΕΕ.
EIOPA και ΕΚΤ στην έκθεση τους υποστηρίζουν κλιμακωτή προσέγγιση στην ασφάλιση φυσικών καταστροφών και ζητούν από τους φορείς να:
(i) ενισχύσουν την αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης και να αξιοποιήσουν τα καταστροφικά ομόλογα
(ii) δημιουργήσουν λύσεις ανθεκτικότητας μέσω ΣΔΙΤ
(iii) εξετάσουν τις ευκαιρίες σε επίπεδο risk pooling στην ΕΕ
Ο προσανατολισμός αυτός πρέπει να συνδυαστεί με φιλόδοξα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλίματικής αλλαγής, με δράσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη μετάβαση προς μια καθαρή μηδενική οικονομία. “Δεν θα πρέπει” σημειώνει η έκθεση “να θεωρείται ως υποκατάστατο τέτοιων μέτρων. Επίσης δεν είναι δυνατή η ασφάλιση έναντι όλων των κινδύνων καταστροφής, ούτε θα ήταν επιθυμητό να γίνει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο παροχής κινήτρων για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Στο πλαίσιο του κοινού εγγράφου της ΕΚΤ και της EIOPA ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος δήλωσε πως “πρέπει να αυξήσουμε την διείσδυση της ασφάλισης για κλιματικές καταστροφές για να περιορίσουμε τον αυξανόμενο αντίκτυπο των φυσικών καταστροφών στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα».
«Ωστόσο, για να μειώσουμε τις απώλειες καταρχάς, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι μια ομαλή και ταχεία πράσινη μετάβαση θα συμπληρώνεται από αποτελεσματικά μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή».
Η Πρόεδρος της EIOPA, Petra Hielkema, πρόσθεσε: «Η ασφάλιση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία των επιχειρήσεων και των ανθρώπων παρέχοντας γρήγορα τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανοικοδόμηση. Για να προστατεύσουμε αποτελεσματικά την κοινωνία μας, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ανησυχία του αυξανόμενου κενού ασφαλιστικής προστασίας προτείνοντας και βρίσκοντας κατάλληλες λύσεις».
Petra Hielkema
Σύμφωνα με την EIOPA το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των συνεπειών από ακραία φαινόμενα δεν είναι καλυμμένο οφείλεται στο ότι πολλοί άνθρωποι υποτιμούν το κόστος των ζημιών που σχετίζονται με το κλίμα. Μερικοί επίσης αποφεύγουν την ασφάλιση, προτιμώντας να βασίζονται στην κρατική υποστήριξη. Εάν οι ζημίες δεν καλύπτονται από ασφάλιση, η ταχύτητα με την οποία τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους μειώνεται, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάκαμψη. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις επιχειρήσεις, την ικανότητα τους να αποπληρώσουν δάνεια και να αυξήσουν την έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο. Μία μεγάλη καταστροφή μπορεί να επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό επίσης την οικονομική θέση των κυβερνήσεων.
Κινητροδότηση και Impact Underwriting
Οι προτάσεις για να αντιμετωπιστεί το χάσμα μεταξύ ασφαλισμένων και συνολικών απωλειών εστιάζεται στο “κοινό έγγραφο” στην θέσπιση κινήτρων σε όλα τα επίπεδα και στην ασφάλιση που βασίζεται στο “impact underwriting”. “Aν και η περαιτέρω διείσδυση της ασφάλισης είναι ευεργετική και επιθυμητή, η παροχή ασφαλιστικών προιόντων θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά ώστε να διασφαλίζεται ότι ενθαρρύνει την προσαρμογή στις νέες συνθήκες και μειώνει την ευπάθεια στις καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα. Οι ασφαλιστικές θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση του κινδύνου και την ευαισθητοποίηση.
Ο ενισχυμένος συντονισμός μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε σχέση με τις πρακτικές και τα πρότυπα αξιολόγησης κινδύνου θα ήταν χρήσιμος. Ταυτόχρονα η άμεση μείωση των ζημιών που μπορούν να προληφθούν από καταστροφές και η αύξηση της ανθεκτικότητας θα λειτουργούσαν θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. Το Impact Underwriting είναι μια στρατηγική Underwriting και τιμολόγησης που στοχεύει στην παροχή κινήτρων ώστε ο ασφαλισμένος να εφαρμόσει εκ των προτέρων (διαρθρωτικά) μέτρα και να μειώσει την έκθεση του σε κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα. Το κόστος των ασφαλίστρων και οι συμβατικοί όροι αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για το επίπεδο του κινδύνου που καλύπτεται. Ως εκ τούτου οι ασφαλισμένοι είναι ενήμεροι και περισσότερο ευαισθητοποιημένοι ώστε να προστατευτούν από το συγκεκριμένο ρίσκο. Και οι εκπτώ σε σχεση σεις στα ασφάλιστρα μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την εφαρμογή μέτρων που θα μειώσουν την φυσική έκθεση σε καταιγίδες, πλημμύρες κ.οκ.
Για παράδειγμα, οι μειώσεις στα ασφάλιστρα θα μπορούσαν να προσφέρονται σε κατοικίες που πληρούν ορισμένα πρότυπα όσον αφορά την αντιπλημμυρική προστασία σε περιοχές επιρρεπείς σε πλημμύρες. Ή ακόμα και σε καλλιέργειες που για να προστατευτούν από τις καταιγίδες αξιοποιούν συστήματα δεδομένων για καιρικά φαινόμενα σε πραγματικό χρόνο. Η ενσωμάτωση τέτοιων μέτρων στα ασφαλιστικά προϊόντα απαιτεί όχι μόνο καινοτόμο σχεδιασμό αλλά και συντονισμό μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και καταναλωτών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στο πρόγραμμα FORTIFIED του Insurance Institute for Business and Home Safety (IBHS), στις ΗΠΑ, το οποίο παρέχει συστάσεις για μέτρα πρόληψης κινδύνων που σχετίζονται με κινδύνους ανέμου, χαλαζιού και πυρκαγιών.
Στις ΗΠΑ, το Εθνικό Πρόγραμμα Ασφάλισης Πλημμύρας (NFIP) προσφέρει χαμηλότερα ασφάλιστρα όταν εφαρμόζονται συγκεκριμένα μέτρα για τον περιορισμό των πλημμυρών και σε κάποιες πολιτείες ισχύουν εκπτώσεις ασφαλίστρων στην ασφάλιση περιουσίας εφόσον το ακίνητο πληροί ορισμένα πρότυπα.
Το να είναι προσιτά και προσβάσιμα τα ασφαλιστικά προϊόντα είναι σημαντικοί παράγοντες αλλά δεν επαρκούν ώστε να μπορούν να οδηγήσουν χωρίς την ύπαρξη άλλων προϋποθέσεων σε αύξηση της ιδιωτικής ασφάλισης. Η ζήτηση των καταναλωτών επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους όπως η διαθεσιμότητα, ο τρόπος πώλησης της ασφάλισης και οι συνήθειες των ιδιοκτητών κατοικιών ή επιχειρήσεων. Για την ενεργοποίηση των κατανωλωτών το “έγγραφο” προτείνει ειδικές ενημερωτικές εκστρατείες που απευθύνονται σε μεμονωμένα άτομα με αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις του κλίματος. Ενημερωτικές εκστρατείες ή εργαλεία που βασίζονται στο διαδίκτυο θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα μέτρα προσαρμογής και την πιθανή αποτελεσματικότητά τους στη μείωση του κινδύνου.
Αντασφάλιση
Η αντασφάλιση διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διαχείριση του κινδύνου σε περιπτώσεις που σημειώνονται γεγονότα όπως τυφώνες, πυρκαγιές και μεγάλες πλημμύρες. Ορισμένοι αντασφαλιστές αγοράζουν καλύψεις από άλλους αντασφαλιστές (αντεκχώρηση). Οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ των (αντ)ασφαλιστών μπορούν να γίνουν εξαιρετικά περίπλοκες, με συνδυασμό διαφόρων τύπων αντασφάλισης (π.χ. αναλογική ή μη αναλογική). Ένα ζήτημα που εν προκειμένω προκύπτει είναι ότι στον κλάδο αντ/ασφάλισης ζημιών τα συμβόλαια για φυσικές καταστροφές είναι ετήσια.
Παρά το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο προστατεύονται οι ασφαλιστικές από λανθασμένες τιμολογήσεις, από την άλλη πλευρά δεν ενθαρρύνονται πολιτικές σε σχέση με την πρόληψη και τον μετριασμό του κινδύνου. Τα μακροχρόνια συμβόλαια ασφάλισης, που παρέχουν εγγυημένη τιμή (ή εγγυημένη ανώτατη και κατώτατη τιμή) για μια περίοδο από 3 έως και 25 χρόνια, θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο ώστε πολίτες και επιχειρηματίες να λάβουν μέτρα που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα.
Ωστόσο, υπάρχουν αρνητικά σημεία που σχετίζονται με την πολυετή ασφάλιση ζημιών όπως το ότι τέτοιες συμβάσεις θα μπορούσαν να μειώσουν την ευελιξία και τις επιλογές για τους πελάτες, οι οποίοι δεν μπορούν να επαναδιαπραγματευτούν συμβάσεις ή να στραφούν σε εναλλακτικό (αντ)ασφαλιστή. Μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των (αντ)ασφαλιστών και να αυξάνουν την πολυπλοκότητα στα μοντέλα κινδύνου. Επίσης χωρίς τη δυνατότητα να υπάρχουν ετήσιες ανατιμήσεις οι (αντ)ασφαλιστές είναι πιθανό να χρεώνουν υψηλότερα ασφάλιστρα για την απορρόφηση τέτοιων κινδύνων.
Cat bonds
Η μεταφορά ρίσκου από τους ασφαλιστές στους αντασφαλιστές συμβάλλει στη βελτίωση της ασφαλισιμότητας σε περιοχές υψηλού κινδύνου, αλλά σε μεγάλες ζημιές το κόστος του κεφαλαίου που απαιτείται για την κάλυψη της έκθεσης μπορεί απλά να είναι “αντιοικονομικό” για τον ασφαλιστικό κλάδο. Οι Cummins και Trainar (2009) υποστηρίζουν ότι για τέτοιους κινδύνους, η έκδοση μετοχών μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος πρόσβασης σε κεφαλαιαγορές. Εδώ είναι που εναλλακτικοί μηχανισμοί μεταφοράς κινδύνου -όπως π.χ τα insurance-linked securities (ILS)- μπορεί να είναι χρήσιμοι.
Οι (αντα)ασφαλιστές χρησιμοποιούν συχνά εναλλακτικούς μηχανισμούς μεταφοράς κινδύνου που αντλούν κεφάλαια άλλες πηγές πέρα από τους μετόχους της εταιρείας (παραδοσιακή αντασφάλιση) για να ενισχύσουν την ικανότητα ανάληψης κινδύνου. Τα ομόλογα καταστροφών είναι ένας τύπος ILS που μεταφέρει τον ασφαλιστικό κίνδυνο στους επενδυτές της κεφαλαιαγοράς. Οι (αντα)ασφαλιστές συνήθως χρησιμοποιούν cat bonds για να διαχειριστούν την περιορισμένη πιθανότητα να χρειαστεί να διαχειριστούν συμβάντα υψηλού αντίκτυπου.
Οι επενδυτές τοποθετούν κεφάλαια όταν αγοράζουν αυτούς τους τίτλους και σε περίπτωση που ο κίνδυνος επέλθει χάνουν ολόκληρο ή μέρος του ποσού που καταβλήθηκε προκαταβολικά. Στη λογική άλλων μορφών τιτλοποίησης, όπως τίτλοι με υποθήκη (MBS) όπου συγκεντρώνονται στεγαστικά δάνεια σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV), ένα καταστροφικό ομόλογο συγκεντρώνει επίσης τα κεφάλαια επενδυτών σε ένα SPV. Ενώ το εισόδημα που καταβάλλεται στους επενδυτές από ένα MBS συνδέεται με τον κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από ενυπόθηκους δανειολήπτες, στην περίπτωση ενός cat bond συνδέεται με μοντελοποιημένη αναμενόμενη ζημιά από το ασφαλισμένο γεγονός.
H έκδοση ενός τέτοιου ομολόγου μπορεί να έχει πολλαπλές δόσεις, καθεμία με διαφορετικό επίπεδο αναμενόμενης ζημίας και διαφορετικό κεφάλαιο για τους επενδυτές. Ο κίνδυνος αθέτησης του αντισυμβαλλομένου σε ένα τυπικό cat bond είναι ουσιαστικά μηδενική, επειδή το καταβεβλημένο κεφάλαιο είναι σε λογαριασμό εξασφάλισης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ένα παραδοσιακό συμβόλαιο αντασφάλισης, το οποίο ενέχει τον κίνδυνο ότι ο αντασφαλιστής μπορεί να μην είναι σε θέση να πληρώσει τις αποζημιώσεις.
Τα ομόλογα Cat προσφέρουν πολλά οφέλη τόσο στους επενδυτές όσο και στους (αντα)ασφαλιστές. Επιτρέπουν τη μεταφορά του κινδύνου σε ένα ευρύτερο σύνολο επενδυτών. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή ασφάλιση ζημιών, είναι δομημένα για να παρέχουν κάλυψη για πολλά χρόνια, mπορούν επίσης να μειώσουν το συνολικό κόστος κάλυψης για (αντ)ασφαλιστές.
H EKT και η EIOPA αναφέρουν επίσης ότι θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα πολιτικής τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο ΕΕ για πιο αποτελεσματική χρήση των καταστροφικών ομολόγων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Η έκδοση ενός cat ομολόγου στην Ευρώπη είναι επί του παρόντος δαπανηρή και η διαδικασία δημιουργίας ενός oχήματος ILS απαιτεί περισσότερο χρόνο από ότι σε άλλα ευρωπαικά κράτη. Παρά το υψηλότερο κόστος έκδοσης, υπάρχουν αντασφαλιστικές που έχουν εκδώσει τέτοια ομόλογα μέσω SPV με έδρα την Ιρλανδία, προκειμένου να επωφεληθούν από το ότι βρίσκεται στη “δικαιοδοσία” της Solvency II. Ορισμένες κυβερνήσεις εκτός ΕΕ έχουν ήδη λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να προσελκύσουν εκδότες. Για παράδειγμα, το 2021 η Νομισματική Αρχή των Βερμούδων (BMA) τροποποίησε τη διαδικασία αδειοδότησης και εγγραφής για οντότητες που επιθυμούν να εκδώσουν ILS έτσι ώστε να μπορεί να ολοκληρωθεί εντός τριών εργάσιμων ημερών.Το 2021 η Ασφαλιστική Αρχή του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε ένα διετές πιλοτικό πρόγραμμα για να δώσει κίνητρα στις ασφαλιστικές εταιρείες σχετικά με τα ILS Ομοίως, το 2021 το η Νομισματική Αρχή της Σιγκαπούρης (MAS) ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα επιχορήγησης που καλύπτει έξοδα έκδοσης για ILS.
Με την πάροδο του χρόνου τα καταστροφικά ομόλογα αυξάνονται σε αριθμό αλλά αυξάνονται και οι χώρες που τα εκδίδουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η California Earthquake Authority (CEA), μια τοπική κρατική υπηρεσία που αναλαμβάνει κινδύνους σεισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία πλέον έχει καθιερωθεί ως ένας καλά αναγνωρισμένος εκδότης στην αγορά ομολόγων.
Συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Τα ΣΔΙΤ είναι ασφαλιστικά προγράμματα που παρέχουν κρατική οικονομική υποστήριξη σε συνδυασμό με τις αποζημιώσεις του ιδιωτικού τομέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν ήδη ΣΔΙΤ για τη διαχείριση καταστροφών. Για παράδειγμα, το Caisse Centrale de Réassurance (CCR) στη Γαλλία παρέχει αντασφάλιση για κινδύνους που σχετίζονται με φυσικές καταστροφές. Η κάλυψη περιλαμβάνεται σε όλα τα συμβόλαια ασφάλισης περιουσίας και για να δικαιούται ο ιδιοκτήτης αποζημίωση πρέπει η ζημία να καλύπτεται από ιδιωτική ασφάλιση. Ομοίως, η Consorcio de Compensación de Seguros (CCS) στην Ισπανία παρέχει κάλυψη για κινδύνους καταστροφής αλλά επίσης συνδέεται υποχρεωτικά με την κάλυψη συγκεκριμένων κινδύνων από ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτή η υποχρεωτική συμπερίληψη είναι συχνά βασικό στοιχείο στα
ασφαλιστικά προγράμματα ΣΔΙΤ.