Η διαπραγμάτευση κυβέρνησης – θεσμών για το νέο Ασφαλιστικό έχει εμπλακεί σε πρωτοφανείς αντιφάσεις.
Η διέξοδος φαίνεται για την ώρα δύσκολη.
Αφετηρία του νέου μπρα-ντε-φερ των δύο πλευρών είναι η 4η Απριλίου και τέλος η 22η Απριλίου, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δηλώσεις του Υπουργείου Οικονομικών, κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Οι τρεις πρώτες αντιφάσεις της εξίσωσης του νέου Ασφαλιστικού:
- Το χρόνο εφαρμογής του νέου Ασφαλιστικού.Η μνημονιακή συμφωνία του Αυγούστου του 2015 προβλέπει πως έπρεπε να περάσει τον… Οκτώβριο του 2015.
- Το περιεχόμενο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Το μνημόνιο προβλέπει δύο δέσμες μέτρων. Την «πλήρη εφαρμογή» των μεταρρυθμίσεων του 2010-2012 και την θέσπιση «περαιτέρω μεταρρυθμίσεων».
- Την πολιτική διαχείριση του νέου ασφαλιστικού. Η κυβέρνηση επιχείρησε ανεπιτυχώς έως τώρα να «συγχωνεύσει» τις δύο δέσμες μέτρων.
Οι άλλες τρεις αντιφάσεις του νέου ασφαλιστικού έχουν ως εξής:
- Η τέταρτη αντίφαση του πακέτου παρεμβάσεων στο συνταξιοδοτικού είναι «ποσοτική».
Η μνημονιακή συμφωνία του Αυγούστου εξοικονόμηση 1,25% του ΑΕΠ από το συνταξιοδοτικό το 2015 -16.
Ωστόσο, οι θεσμοί ζητούν οι παρεμβάσεις οι οποίες θα γίνουν να έχουν απόδοση επιπλέον 0,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-18. Έτσι η συνολική απόδοση για την περίοδο 2015 -18 να φτάσει το 1,75% του ΑΕΠ ή αλλιώς τα 2,6 δισ. ευρώ (μετά εισφορών και φόρων) και όχι μόνο τα 1,8 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πως οι παρεμβάσεις οι οποίες θα γίνουν το 2016 θα πρέπει να έχουν σχετικά «μόνιμη» απόδοση.
Τέτοιες παρεμβάσεις δεν μπορούν, σύμφωνα με τους θεσμούς, να αφορούν αυξήσεις εισφορές, μιας και η αποτελεσματικότητα τους εξαρτάται τόσο από την -αμφίβολη ακόμα- πορεία της οικονομίας όσο και από την συνέπεια των αυταπασχολούμενων και των εργοδοτών που τις καταβάλλουν. Έτσι η «καυτή πατάτα» πετιέται στα χέρια των συνταξιούχων…
- Η πέμπτη αντίφαση αφορά την ίδια τη «σύνθεση» των επερχόμενων παρεμβάσεων στις συντάξεις.
Η κυβέρνηση δίνει όλο το βάρος της διαπραγματευτικής της ισχύος στο να μην περικοπούν οι ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις -τουλάχιστον φέτος. Για να το πετύχει αυτό η κυβέρνηση αφενός εμφανίζεται δεκτική στην εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος κυρίως με περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και αφετέρου σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τις αποδοχές των ασφαλισμένων οι οποίοι θα αιτηθούν σύνταξη μετά τη δημοσίευση του επικείμενου ασφαλιστικού νόμου και προπαντός για εκείνους που έχουν μέχρι 25 χρόνια ασφάλισης.
Αντίθετα οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις -σύμφωνα με τη βούληση, τουλάχιστον, της κυβέρνησης- θα συνεχίσουν να καταβάλλονται στο σημερινό ύψους τους μέχρι τα μέσα του 2018, οπότε θα ξεκινήσει να ισχύει η «προσωπική διαφορά». Μ΄αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση:
- διασπά αυθαίρετα τους συνταξιούχους σε δύο κατηγορίες . Εκείνους για τους οποίους θα εφαρμοστούν άμεσα τα νέα μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης. Και εκείνους που τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης θα εφαρμοστούν αργότερα.
- ανοίγει το δρόμο για νέο Ασφαλιστικό ( πριν καν εφαρμοστεί το επερχόμενο) δηλαδή εκείνο που θα αφορά την εφαρμογή των νέων ποσοστών αναπλήρωσης για όσους είχαν βγει στη σύνταξη πριν τη δημοσίευση του επικείμενου ασφαλιστικού νόμου.
- Η έκτη αντίφαση του νέου Ασφαλιστικού αφορά τη σχέση του με τη διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να κατεβάσει τον πήχη των απαιτήσεων για παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό, αν δεν γίνει «κούρεμα» του χρέους.
Η στενή σύνδεση αναδιάρθρωσης ασφαλιστικού από τη μια μεριά και αναδιάρθρωσης του χρέους από την άλλη οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες αποτελούν το 40% των δαπανών της γενικής κυβέρνησης. Δεν μπορεί να υπάρξει εξοικονόμηση δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους χωρίς την εξοικονόμηση δαπανών από τις συντάξεις.
Το ΔΝΤ προτείνει την μείωση των δαπανών για τα τοκοχρεολύσια με τον όρο ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα μειωθούν σε τέτοιο βαθμό που να επιτρέπουν τη συνέχιση της εξυπηρέτησης του χρέους με εθνικούς πόρους. Ωστόσο, μία σκληρή περέμβαση στις συντάξεις θα μπορούσε να εντείνει τις υφεσιακές τάσεις, αναζωπυρώνοντας το φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης – ελλειμμάτων – χρέους.
Από τη μεριά της η Κομισιόν αρνείται, για την ώρα, κάθε «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, μιας και είναι οι χώρες -μέλη της ευρωζώνης εκείνες που έχουν στα χέρια τους αυτό το χρέος. Αντ’ αυτού, βλέπουν θετικά μία μεταβατική – σταδιακή εφαρμογή των περικοπών. Βασικό, όμως, πρόβλημα μιας τέτοιας λύσης είναι το πως θα καλυφθεί η αναγκαία κρατική χρηματοδότηση.